O μεγάλος Βραζιλιάνος επιθετικός γίνεται 47 ετών και θυμόμαστε την σπουδαία πορεία του!
Εκείνος που «μάγεψε» το Λιμάνι
Δεν είναι λίγοι οι παίκτες που πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα και έγιναν αντικείμενα λατρείας από τους φιλάθλους της ομάδας στην οποία αγωνίστηκαν. Πόσοι όμως μπόρεσαν να έχουν τον σεβασμό ακόμη και όσων υποστηρίζουν έναν αντίπαλο σύλλογο; Σίγουρα ελάχιστοι. Ο γεννηθείς στις 4 Φεβρουαρίου του 1972, Τζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα, τα κατάφερε, αποτελώντας έναν από τους τελευταίους… μάγους που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα. Ο 47χρονος πλέον Βραζιλιάνος άσος πέρασε σπουδαίες στιγμές στη μεγάλη καριέρα του και έχει να… περηφανεύεται πως άφησε το στίγμα του στις περισσότερες ομάδες των οποίων τη φανέλα είχε την τιμή να φορέσει.
Ο Μεσσίας της Σάντος
Ο Βραζιλιάνος άσος έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην πολιτεία της Αμπαετούμπα από τα 1990 έως το 1994, ολοκληρώνοντας την παρουσία του με 80 γκολ σε σύνολο 115 συμμετοχών με τέσσερις ομάδες στην τετραετία αυτή. Με την αποτελεσματικότητα που επέδειξε στο συγκεκριμένο διάστημα, ο ύψους 1.90 μεσοεπιθετικός έγινε πόλος έλξης όλων των μεγάλων ομάδων της χώρας. Εκείνος πάντως δεν δυσκολεύτηκε ούτε στο ελάχιστο να πάρει την απόφαση για τη συνέχεια της καριέρας του. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να αρνηθεί τη μεταγραφή στη Σάντος με τον «θρύλο» Πελέ να τον χρίζει διάδοχό του, δίνοντας του τη «βαριά» φανέλα με το «10» στην πλάτη;
H παρουσία του με τα «ασπρόμαυρα» ήταν τέτοια άλλωστε (37 γκολ σε 36 αγώνες από το 1994 μέχρι το 1996), που ανάγκασε τους φιλάθλους της Σάντος να τον χαρακτηρίσουν «Μεσσία». Αξέχαστη σε όλους έχει μείνει η παρουσία του στον δεύτερο ημιτελικό του πρωταθλήματος το 1995. Με τη Φλουμινένσε να έχει αποκτήσει τεράστιο προβάδισμα μετά το 4-1 του πρώτου ματς, η Σάντος ουσιαστικά αναζητούσε ένα θαύμα για να επιστρέψει στον τελικό. Για τον Τζιοβάνι όμως τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο.
Ο 23χρονος τότε «μάγος» ήταν… σεληνιασμένος εκείνο το βράδυ, βάζοντας την υπογραφή του στο 5-2 που έδωσε την πρόκριση στην ομάδα του. Αφού αρχικά πέτυχε τα δύο πρώτα γκολ της, στη συνέχεια πήρε το ρόλο του δημιουργού, μοιράζοντας τις ασίστ στα υπόλοιπα τρία. Ο τίτλος τελικά δεν ήρθε, ωστόσο η Σάντος στο πρόσωπό του είχε βρει τον ηγέτη της. Παράλληλα, τα όσα έκανε σε αυτό το διάστημα του «άνοιξαν την πόρτα» της Εθνικής ομάδας με την οποία είχε 20 συμμετοχές και βρήκε δίχτυα 6 φορές.
Το «μπλαουγκράνα» όνειρο
Δεν ήταν ωστόσο μόνο η συμμετοχή στη «σελεσάο» που ήρθε χάρη στις εμφανίσεις της με τη Σάντος. Η φήμη του άρχισε να ξεπερνά τα όρια της Βραζιλίας και το καλοκαίρι του 1996 ο «Ζίο» αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα για τη μεταγραφή του στην Ευρώπη. Οι μνηστήρες ήταν πολλοί, με την Μπαρτσελόνα τελικά να αποσπά την πολυπόθητη υπογραφή του. Η παρουσία του Ρονάλντο στο ρόστερ των «μπλαουγκράνα» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή του, ενώ έναν χρόνο αργότερα κάτοικος του «Καμπ Νόου» έγινε και ο Ριβάλντο.
Στην τριετία που πέρασε στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, άφησε το στίγμα του με 69 συμμετοχές, 18 γκολ και έξι τίτλους. Η πρώτη του σεζόν μάλιστα εκεί ήταν απόλυτα επιτυχημένη με την ομάδα να κατακτά το πρωτάθλημα, το Κύπελλο και το Σούπερ Καπ της χώρας του 1997. Παράλληλα, την ίδια αγωνιστική περίοδο οι «μπλαουγκράνα» στέφθηκαν κάτοχοι τόσο του Κυπέλλου Ουέφα όσο και του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ.
Οι διακρίσεις με την Εθνική
Την ίδια περίοδο μάλιστα, ήρθαν και οι πρώτες διακρίσεις με τη φανέλα της εθνικής Βραζιλίας για τον Τζιοβάνι. Το καλοκαίρι του 1997 έφτασε στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα που διεξήχθη στη Βολιβία, ενώ ένα χρόνο αργότερα έφτασε μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η διοργανώτρια Γαλλία όμως έφραξε τον δρόμο της «σελεσάο» για την πρώτη θέση, κερδίζοντας με σκορ 3-0 στον τελικό. Για εκείνον πάντως η παρουσία του Μουντιάλ της Γαλλίας δεν αποτέλεσε μία από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής του. Βρέθηκε στο βασικό σχήμα της πρεμιέρας με την Σκωτία, όμως η αντικατάστασή του στο ημίχρονο έφερε έντονο εκνευρισμό προς το πρόσωπο του προπονητή, Μάριο Ζαγκάλο. Αυτή η αντίδραση, τον «καθήλωσε» στον πάγκο για το υπόλοιπο του τουρνουά και στην πραγματικότητα έδωσε τέλος στην καριέρα του με τη φανέλα της Εθνικής.
Η ρήξη με την Μπαρτσελόνα και η παρουσία στον Πειραιά
Η σεζόν 1998-1999 δεν ήταν ιδανική για τον Βραζιλιάνο άσο. Ο τεχνικός της Μπαρτσελόνα, Λουίς Φαν Χάαλ, θέλησε να περιθωριοποιήσει τόσο τον Τζιοβάνι όσο και τον συμπατριώτη του φορ, Σόνι Αντερσον και ο χρόνος συμμετοχής του μειώθηκε αισθητά. Το καλοκαίρι του 1999 ο Ολυμπιακός εκμεταλλεύτηκε το γεγονός, ήρθε σε συμφωνία με τον καταλανικό σύλλογο και παράλληλα τα βρήκε και με τον ίδιο τον παίκτη. Το ίδιο καλοκαίρι μάλιστα, «έπιασε λιμάνι» και ο Σλοβένος Ζλάτκο Ζάχοβιτς, που τις προηγούμενες χρονιές άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις με τη φανέλα της Πόρτο.
Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς για τη μεταγραφή του στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο Βραζιλιάνος «μάγος» δέθηκε όσο λίγοι με το «ερυθρόλευκο» κοινό και τελικά φόρεσε τη φανέλα των Πειραιωτών για έξι σεζόν με 61 γκολ σε 129 συμμετοχές. Τα πρώτα δείγματα γραφής για την κλάση του Τζιοβάνι ήρθαν στις 15 Σεπτεμβρίου του 1999. Στην πρεμιέρα των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ ο Ολυμπιακός φιλοξένησε τη Ρεάλ Μαδρίτης στο «ΟΑΚΑ» και εκείνος ήταν ο πρωταγωνιστής πληγώνοντας δύο φορές τους Μαδριλένους στο τελικό 3-3. Συνέχισε έτσι την εξαιρετική παράδοση που είχε «χτίσει» κόντρα στη «βασίλισσα» από την περίοδο που αγωνιζόταν στην Ισπανία.
Ο τραυματισμός και οι κόντρες
Αυτό φυσικά ήταν μόνο η αρχή της τεράστιας καριέρας του 47χρονου Βραζιλιάνου με τον «Δαφνοστεφανωμένο Έφηβο» στο στήθος. Οι στιγμές που άφησε άπαντες με το στόμα ανοικτό ήταν αμέτρητες, κάνοντας τις αντίπαλες άμυνες… σμπαράλια. Κανείς μάλιστα δεν ξέρει πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα για εκείνον, αν είχε αποφευχθεί ο πολύ σοβαρός τραυματισμός του. Λίγους μόλις μήνες μετά την έλευση του στην Ελλάδα, στις 4 Δεκεμβρίου του 1999, ο Ολυμπιακός πέρασε από το «Καυταντζόγλειο» με 4-3 επί του Ηρακλή. Εκείνο το ματς έχει μείνει όμως στην ιστορία για το μαρκάρισμα του Λάζαρου Σέμου στον Βραζιλιάνο άσο. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2000, ο Ζίο πατούσε ξανά χορτάρι και ήταν έτοιμος να δώσει τα… πάντα.
Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα στην πορεία του με τα «ερυθρόλευκα», αφού οι κόντρες του με τους προπονητές ήταν στην… ημερήσια διάταξη. Το 2002 Ο Τάκης Λεμονής έκανε εισήγηση να μην ανανεωθεί το συμβόλαιο του, και ο Ζιοβάνι βρέθηκε με το ένα πόδι εκτός λιμανιού. Λίγες μέρες αργότερα όμως, η αποθέωση του κόσμου στη φιέστα του πρωταθλήματος έκανε τον Σωκράτη Κόκκαλη να αλλάξει άποψη και να τον κρατήσει για ακόμη μία τριετία στο «Λιμάνι». Η έλευση του Ντούσαν Μπάγεβιτς δύο χρόνια αργότερα στον πάγκο της ομάδας ήταν ουσιαστικά η αρχή του τέλους. Οι οριακές σχέσεις του Βραζιλιάνου με τον Σέρβο κόουτς ήταν δύσκολο να αλλάξουν προς το καλύτερο, και το καλοκαίρι του 2005 ολοκληρώθηκε η καριέρα του με τα «ερυθρόλευκα». Την επόμενη πενταετία αγωνίστηκε με τη φανέλα των Σάντος, Αλ Χιλάλ, Εθνικού και Μότζι Μίριμ πριν επιστρέψει εκ νέου στη Σάντος για να κλείσει την καριέρα του το 2010.
Ο Τζιοβάνι εκτός γηπέδων
Εκτός αγωνιστικού χώρου, είναι γνωστή η σχέση του με τη θρησκεία και η πίστη του στον Θεό, πράγμα που εξέφραζε σε κάθε ευκαιρία. Στις αρχές του 2006 – έχοντας πλέον επιστρέψει στη Βραζιλία – υιοθέτησε τον γιό του, Ζουλιάνο αλλά και τον αδερφό του, Ζενάρο. Ένα παιδί που έπασχε από ανοξία, γεγονός που δεν του επέτρεπε να ακούσει να μιλήσει αλλά ούτε να περπατήσει. Αυτό άλλωστε τον ώθησε να ανοίξει μία κλινική αποθεραπείας στη γενέτειρά του, το Μπελέμ της Βραζιλίας. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια λειτουργεί και σαν σκάουτ του Ολυμπιακού στη Βραζιλία.
πηγή: novibet.gr