Ο Γιάννης Πατίστας απεβίωσε το βράδυ της Πέμπτης στην Πάρο, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα του Λίτσα Πατίστα. Ήταν 97 ετών και παρέμεινε ως το τέλος αγέρωχος, ευγενής κι αρχοντικός.
Ακολουθεί η συνέντευξη που έδωσε στα Μικροπράγματα πριν από 5 χρόνια, το 2014:
Πατίστας… Ακόμη και τώρα στα 37 μου, που έχω την χαρά να τον γνωρίζω προσωπικά, όταν ακούω αυτό το όνομα στο μυαλό μου έρχεται η γνωστή διαφήμιση με την κοπέλα που χορεύει στα κουτάκια που πολλαπλασιάζονται στην οθόνη. Παιδάκι όταν σιγοτραγουδούσα το γνωστό ρυθμό πού να ήξερα ότι η ζωή θα τα έφερνε να γίνει φίλος μου ένας ζωντανός θρύλος – μια σπάνιας ευγένειας και καλοσύνης προσωπικότητα.
Σήμερα στα 92 του χρόνια ο Γιάννης Πατίστας παραμένει νέος, ακμαιότατος και γλυκός. Στην πατρίδα μου την Πάρο περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του, απ’ όπου και η συζήτηση που κάναμε στη βεράντα του στην Πάνδροσσο, ένα φθινοπωρινό απόγευμα με τον ήλιο να δύει απέναντί μας ανάμεσα στις Πόρτες.
Μαρία Ξένου: Κύριε Γιάννη, δεν ήρθα για μια τυπική συνέντευξη αλλά για να κάνουμε ευρύτερα γνωστά κάποια πράγματα που ίσως δεν γνωρίζει ο κόσμος. Καταρχάς πώς και σας βρίσκουμε στην Πάρο;
Γιάννης Πατίστας: Η Πάρος είναι το αγαπημένο νησί της γυναίκας μου. Αν και παραθέριζα πάντα στο εξοχικό μου στο Ξυλόκαστρο, με έπεισε και ήρθα αρχικά για ένα Σαββατοκύριακο και από τότε την λάτρεψα. Πλέον έχω το νησί και τους ανθρώπους του στην καρδιά μου, για την ευγένεια και την καλοσύνη τους, για το καλό τους φαγητό και την φιλοξενία και περνάω πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου εδώ.
-Τι είναι αυτό που σας κάνει, παρά τα 92 σας χρόνια, να είστε γεμάτος ζωή και ζωντάνια;
Η αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς μου. Έδωσα τη ζωή μου στη δουλειά μου. Και βέβαια η αγάπη που εισέπραξα από τον κόσμο, από τους πελάτες μου 72 συναπτά έτη. Αν και είχα στο μαγαζί στην Ευριπίδου 4 σαράντα αισθητικούς, οι πελάτισσες ερχόταν πάντα σε μενα να τις συμβουλέψω και να πω τη γνώμη μου για την περιποίηση του εαυτού τους. Δεν υπήρχαν πρωτόκολλα στην μεταξύ μας επικοινωνία. Δεν κρύφτηκα ποτέ σε κάποιο γραφείο να διαφεντεύω από μακριά. Εγώ ήμουν πάντα στην υποδοχή των πελατών μου. Έρχονταν πρώτα να με χαιρετήσουν κι έπειτα να ψωνίσουν. Κάθε πρωί εκεί από τις 6 το πρωί ως αργά το βράδυ.
-Γεννηθήκατε στην Αθήνα;
Όχι, στην Αίγινα. Σε ηλικία 7 ετών μετακόμισα στην Αθήνα στην Πλάκα, από όπου πήρα και τα πρώτα ερεθίσματα για τη δουλειά μου. Ο αδερφός της μητέρας μου ο Σπύρος Ζαχαρίας είχε σπουδάσει αρωματοποιία στο Παρίσι και ο πατέρας μου άνοιξε το 1915 μαζί του το πρώτο αρωματοπωλείο. Όταν εγώ τέλειωσα την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών την σημερινή ΑΣΟΕΕ, αν και ήμουν περιζήτητος ως υπάλληλος τραπέζης ή υπουργείου αποφάσισα να πάω να δουλέψω στην επιχείρηση του πατέρα μου. Από το 1950 περιήλθε σε μένα και από το 1955 συνεργάστηκα αρμονικά και με τον αδελφό μου Θανάση μέχρι την ημέρα που έφυγε από την ζωή.
-Τι ήταν αυτό που πουλούσε πιο πολύ στην Αθήνα εκείνη την εποχή;
Οι κολόνιες! Λουτρά μην ξεχνάς δεν υπήρχαν, υπήρχαν μόνο σκάφες κι έτσι οτιδήποτε άλλο που αφορούσε στην περιποίηση ήταν ανούσιο. Τα εσάνς τα έφερνα από την Ελβετία. Εκείνη την εποχή η κολόνια που είχε κάνει κρότο ήταν η Μαλάϊκα της Σανέλ την οποία εγώ ονόμασα σκέτο Σανέλ και είχε πολύ μεγάλη ζήτηση. Ωστόσο δέχτηκα μια μήνυση από την γαλλική πρεσβεία, την μετονόμασα λοιπόν κι εγώ σε τύπου Σανέλ και στο τέλος επικράτησε για πολλά χρόνια το “Σανέλια”. Είχα εκδώσει κι ένα οδηγό, ένα μικρό βιβλιαράκι, που έδινα δωρεάν στις γυναίκες, με ό,τι ήταν απαραίτητο για την περιποίηση και φροντίδα. Από το Α ως το Ω. Το διάβαζαν και το τηρούσαν σαν ευαγγέλιο.
-Οι Ελληνίδες πότε ξεκίνησαν να βάφονται;
Μετά το 1950 πρώτη η max factor έβγαλε το πρώτο μακιγιάζ σε πολύ καλή τιμή. Κι έτσι η πούδρα και μετά το κραγιόν καθιερώθηκαν ως απαραίτητα εργαλεία της κάθε γυναίκας και υπήρχαν σε όλες τις γυναικείες τσάντες.
-Άντρες πελάτες είχατε;
Βέβαια.Έπαιρναν τα ξυριστικά τους, τα αρώματα, τα δώρα τους από κει. Οι άντρες, όπως κι εγώ, προτιμούσαν το άρωμα λεβάντα. Πολύ αγαπώ αυτό το άρωμα και το έχω ξεχωρίσει. Από αυτό καταλάβαιναν και οι υπάλληλοι ότι έφθανα στο κατάστημα.
Η διαφήμιση στα ’80s
-Αληθεύει πως από τον κόσμο έκλειναν οι πόρτες του καταστήματος;
Ασφαλώς. Είχα αστυνομία να συγκρατεί το πλήθος κι εγώ από το μικρόφωνο φώναζα να φυλάνε τα προσωπικά τους αντικείμενα. Ανοίγαμε την πόρτα και βάζαμε κατά διαστήματα την επόμενη φουρνιά για να μην κλείνει η Ευριπίδου.
-Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξεχωρίζετε;
Οι τιμές, η ποικιλία και η σχέση που διαμόρφωσα με τον κόσμο.Υπήρχαν κάποια μικρά αρωματοπωλεία αλλά δεν είχαν σε καμιά περίπτωση την δική μου δουλειά.Το είχα μονοπώλιο.Από το 1985 άρχισαν να εμφανίζονται στην αγορά ανταγωνιστικές εταιρίες αλλά η δική μας δουλειά δεν μειώθηκε. Η πελατεία μας έμεινε σταθερή και η αγάπη του κόσμου αμείωτη.
-35 χρόνια δηλαδή μοναδικός αυτοκράτορας στον χώρο;
Ναι! είχα την χαρά να ορίζω και να διαμορφώνω την τάση στην περιποίηση και την ομορφιά στις γυναίκες της Αθήνας και ολόκληρης της επαρχίας.
-Διαφήμιση κάνατε;
Έκανα και πρωτοτύπησα κι εκεί. Πριν την πασίγνωστη τηλεοπτική διαφήμιση, ήμουν ο πρώτος που είχα πίσω από αεροπλάνα πανό που έγραφαν ”Φρέσκα καλλυντικά Πατίστας Ευρυπίδου 4” και πετούσαν σε όλες τις παραλίες Κορινθίας, Βοιωτίας, Σουνίου. Μου κόστισε πολλά χρήματα αλλά μου έφερε και πελάτες. Μετά από μένα πολλοί μιμήθηκαν αυτόν τον τρόπο διαφήμισης.
-Διακοπές κάνατε ποτέ;
Διακοπές; Αστειεύεσαι! Μόνο όταν αποσύρθηκα. 72 χρόνια δουλειάς. Καφενείο ακόμα δεν ξέρω τι θα πει. Η λατρεία του κόσμου με ενθουσίαζε, δε με ένοιαζε τίποτε άλλο. Οι άνθρωποι τότε ήταν αλλιώς, είχαμε προσωπική σχέση, δημιούργησα φιλίες, δεν μπορούσα να λείπω από την δουλειά μου, δεν θα με έβρισκαν. Όταν αποσύρθηκα ταξίδεψα και έκανα πράγματα που δεν είχα καταφέρει τόσα χρόνια. Η μόνη μου διασκέδαση μετα τη δουλειά σε καθημερινή βάση ήταν σε ταβερνάκια στην Πλάκα και στις γύρω περιοχές.
-Τώρα που είπαμε για φιλίες, μιλήστε μου λίγο για τους ανθρώπους που γνωρίσατε, για τους ανθρώπους που παρέλασαν από το μαγαζί σας.
Θέλω να ξέρεις ότι δεν ξεχώρισα ποτέ καμιά γυναίκα. Είτε ήταν νοικοκυρά είτε η πιο επώνυμη έχαιρε της ίδιας αγάπης και φροντίδας από μένα. Ωστόσο, ναι πράγματι, από το μαγαζί πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Η Μαίρη Κουάντ, η μεγαλύτερη επαναστάτρια στον χώρο της μόδας, ”η κυρία μίνι”, αλλά και η Έλενα Ρουμπινστάιν, η αυτοκράτειρα της κοσμετολογίας. Επίσης όλα τα υψηλά στελέχη των ευρωπαϊκών οίκων μόδας.
Όλες οι διάσημες Ελληνίδες που έγιναν πελάτισσες και φίλες μου. Από τον χώρο της πολιτικής, του θεάτρου, του σινεμά… Ποια να πρωτοθυμηθώ… Η Αλίκη Βουγουκλάκη, η Ρενα Βλαχοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρίκα Διαλυνά. Η Άννα Φόνσου, τον αγώνα της οποίας για το Σπίτι του Ηθοποιού τον γνωρίζω καλά και νιώθω μεγάλη συγκίνηση που τον έφερε εις πέρας. Η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη η οποία πέρα από το ότι προμηθευόταν από μένα αποκλειστικά τα καλλυντικά της, μας συνέδεε βαθειά φιλία και η απώλειά της μου κόστισε πάρα πολύ.
Η λατρεμένη μου Δέσπω Διαμαντίδου. Με την Δέσπω βγαίναμε πολύ συχνά στα ταβερνάκια. Της άρεσε πολύ το καλό φαγητό και ταιριάζαμε σε αυτό. Πάντα την θυμάμαι και μου λείπει. Η Αλεξάνδρα Λαδικού με την οποία είμαστε κουμπάροι και αγαπημένοι φίλοι. Η μια και μοναδική Ζωζώ Σαπουντζάκη. Είχα αναλάβει την προσωπική της φροντίδα. Παραμένουμε και σήμερα αδερφικοί φίλοι. Όλες οι πρωταγωνίστριες του Εθνικού δεν θέλω να ξεχάσω κάποια.
-Ο χώρος της ομορφιάς έχει επηρεαστεί σήμερα από την κρίση…
Σαφώς. Δεν υπάρχει κατανάλωση, πωλούνται περισσότερο οι φθηνές μάρκες καλλυντικών ή απομιμήσεις κρεμών αμφιβόλου ποιότητας, έχουν γίνει μεγάλες περικοπές. Οι 6 και 7 κρέμες την ημέρα έχουν αντικατασταθεί πλέον με μία.
Η διαφήμιση στα ’90s
-Είστε ένας ευτυχής άνθρωπος κ.Γιάννη, αυτό διακρίνω. Άρα μόνο όμορφες στιγμές σας άφησε η δουλειά σας.
Εδώ κάνεις λάθος. Την τελευταία δεκαετία δεν θέλω να την φέρνω στο μυαλό μου. Ένιωσα προδομένος και απογοητεύτηκα από ανθρώπους που εργάστηκαν στην επιχείρηση μου, από ανθρώπους που βοήθησα, που δεν αδίκησα ποτέ. Δεν υπήρξα ποτέ αφεντικό μπαμπούλας. Δεν έριξα ποτέ κανένα μισθό ακόμα και τώρα τελευταία. Οι άνθρωποι όμως είναι άπληστοι και αγνώμονες. Όσο κι αν δεν αλλοιώθηκε η αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπο μου, τόσο απογοητεύτηκα από κάποιους άλλους που χρόνια ευεργέτησα, που συνταξιοδοτήθηκαν από μένα. Δέχτηκα αναίτιες επιθέσεις, ανυπόστατες, απειλές και διασυρμό σε δικαστήρια. Τι λυπηρό! Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από την τελευταία δεκαετία. Σε αυτή την ηλικία να βιώσω τέτοια πικρία και προδοσία. Μόνο τις παλιές καλές στιγμές έχω στην ψυχή μου και την αγάπη που πήρα από τρεις γενιές Ελλήνων.
-Τα καταστήματα Πατίστας με το λατινικό λογότυπο ”perfumeries” που βλέπουμε είναι και αυτά δικά σας;
Σου τονίζω πως το μόνο αυθεντικό, δικό μου, κατάστημα ήταν και είναι στην Ευριπίδου 4, και πλέον το έχω παραχωρήσει στον κ. Χρήστο Πολυκράτη που διατηρεί το όνομα, το σήμα και το λογότυπο Πατίστας. Τα υπόλοιπα καταστήματα στα οποία δέχτηκα να συμπεριλαμβάνουν το όνομα μου, δεν τηρήθηκε καμιά από τις συμφωνίες που κάναμε και είναι από αυτά που προανέφερα και δεν θέλω καθόλου να θυμάμαι.
-Πώς περνάει τώρα πια ο χρόνος σας;
Κάνω πολλές εκδρομές, γυρνάω όλη την Ελλάδα. Και βέβαια είμαι πολύ τακτικά στην Πάρο και στο Ξυλόκαστρο. Αυτά είναι τα αραξοβόλια μου και η μαγεία μου. Η αγάπη των νησιωτών είναι το γιατρικό μου. Στην Αθήνα έρχομαι για να δω καλά θεατρικά έργα ή μουσικές σκηνές, να απολαύσω τον φίλο μου Γιάννη Πάριο ή την Μαρινέλλα. Και βέβαια να δω την Ζωζώ, όπου κι αν εμφανίζεται, που όσο κι αν περνάνε τα χρόνια εκείνη ανθίζει. Είναι η χαρούμενη νότα μας, πάντα με ζωντάνια και γέλιο στα πάρτυ να τραγουδάει και να χορεύει ως το πρωί.
-Υπάρχει τελικά κάτι που σας λείπει κ. Γιάννη;
Απολύτως τίποτα. Είμαι πολύ τυχερός να έχω δίπλα μου ανθρώπους ,όπου κι αν βρεθώ, που αγαπώ και με αγαπάνε και αποτελούν την οικογένειά μου, όπως η Λίτσα Πατέρα που είναι και κουμπάρα μου – είναι πολυαγαπημένο μου πρόσωπο, πολύ κοντινό μου. Το Δεσποινάκι μου, που με τις ιατρικές της συμβουλές και την φροντίδα της με κάνει άτρωτο. Και στην Πάρο πάντα κοντά μου ο Γιάννης Πάριος και ο Νικόλας ο Βαρθακούρης και η Τασία η Μανωλοπούλου. Να έχω την υγεία μου θέλω, να ανταμώνω με τους φίλους μου και να περνάμε καλά. Να τρώω πολλά χρόνια ακόμα τους αστακούς και τα μπαρμπούνια μου στον Αμπελά και να απολαμβάνω αυτή την θέα από την Πάνδροσσο, στο ωραιότερο κομμάτι της Πάρου, με το Αιγαίο απέναντί μου και όλες τις μικρές Κυκλάδες.
Το δικαιούμαι, δε νομίζεις κι εσύ;
πηγή: Μαρία Ξένου / mikropragmata.lifo.gr