Αμεση, καθολική και σημαντική μείωση στις τιμές ζώνης και τις αντικειμενικές αξίες στη Γλυφάδα ζητεί με ψήφισμά του το Δημοτικό Συμβούλιο, που εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά του και τη διαφωνία του για την πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών περί αναθεώρησης των τιμών ζώνης των ακινήτων της πόλης μας, βάσει της οποίας η αύξηση έφθασε ακόμη και το 81% !
‘Ηδη από το καλοκαίρι ο Δήμος Γλυφάδας έχει προχωρήσει σε διαβήματα διαμαρτυρίας και τώρα, με τη δυνατότητα για επαναξιολόγηση που δίνει το Υπουργείο Οικονομικών με το άρθρο 51 του φορολογικού νομοσχεδίου που ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Δεκέμβριο, καταθέτει αρμοδίως αιτιολογημένη γνώμη για μείωση των αντικειμενικών αξιών.
Τονίζοντας ότι «η φορολογία που έχει προκύψει είναι δυσβάσταχτη, σε πολλές δε περιπτώσεις προσομοιάζει με “δήμευση” της περιουσίας των Γλυφαδιωτών και, αναπόφευκτα θα οδηγήσει πολλούς από αυτούς στην εκποίηση των ακινήτων τους», το Δημοτικό Συμβούλιο με το ψήφισμά του καλεί το Υπουργείο Οικονομικών να προβεί σε επαναξιολόγηση των τιμών ζώνης «στη βάση μίας νέας εκτίμησης, η οποία θα πρέπει να εκπονηθεί με τη συμμετοχή και των οικονομικών υπηρεσιών του Δήμου Γλυφάδας, που θα συνεισφέρουν στοιχεία». Τονίζει, παράλληλα, ότι «ο Δήμος Γλυφάδας είναι έτοιμος να αναθέσει σε ορκωτό εκτιμητή την εκπόνηση σχετικής έκθεσης από την πλευρά του, εφόσον το Υπουργείο δηλώσει ότι προτίθεται να λάβει υπόψη μία τέτοια εκτίμηση για την καλύτερη αξιολόγηση όλων των δεδομένων». Καταλήγει σημειώνοντας ότι: «Επειδή για την ολοκλήρωση της εκτίμησης δεν επαρκούν τα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια (σ.σ. έως τις 20 Ιανουαρίου 2023) που έχει θέσει το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να εκφράσουμε τις επιστημονικά τεκμηριωμένες απόψεις μας επί των τιμών, έως την ολοκλήρωση της εκτίμησης αυτής θα πρέπει να ανακληθεί η υπ΄αριθμ. 57732/ΕΞ/2021 Υ.Α. και να επανέλθουμε μεταβατικά στις τιμές ζώνης που ίσχυαν έως το 2021 σε όλες τις περιπτώσεις».
Το ακριβές κείμενο του ψηφίσματος έχει ως ακολούθως:
«Ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου Γλυφάδας για την μείωση των τιμών Ζώνης και των αντικειμενικών αξιών στο Δήμο Γλυφάδας»
Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 181692 ΕΞ/12.12.2022 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών ζητήθηκε από τον Δήμο μας να εκφράσει τις απόψεις του επί του ζητήματος του καθορισμού των τιμών ζώνης για τον Δήμο Γλυφάδας.
Ενόψει αυτού το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Γλυφάδας με το παρόν ψήφισμά του εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά του και την διαφωνία του για την πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών (Υ.Α. 57732/ΕΞ/2021) περί αναθεώρησης των τιμών ζώνης των ακινήτων της πόλης μας. Με την εν λόγω απόφαση αυξήθηκαν εκθετικά οι τιμές ζώνης και συνακόλουθα οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε όλες τις περιοχές της Γλυφάδας με συνέπεια να αυξηθεί –σε κάποιες περιπτώσεις δραματικά- η φορολογία της ακίνητης περιουσίας, καθώς και ο προσδιορισμός τελών που γίνεται σε συνάρτηση με τιμές ζώνης.
Η αύξηση των τιμών ζώνης, η οποία στις περισσότερες περιοχές υπερβαίνει το 35% (ενώ υπάρχουν περιοχές που οι τιμές ζώνης αυξήθηκαν κατά 61%, κατά 67%, ακόμα και κατά 81%) έχει συμπαρασύρει τον προσδιορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της πόλης μας και έχει οδηγήσει στην αύξηση της φορολογίας των ακινήτων. Συγκεκριμένα, η φορολογία που έχει προκύψει είναι δυσβάσταχτη σε πολλές δε περιπτώσεις προσομοιάζει με «δήμευση» της περιουσίας των Γλυφαδιωτών και αναπόφευκτα θα οδηγήσει πολλούς από αυτούς στην εκποίηση των ακινήτων τους.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η αύξηση του ΕΝΦΙΑ για όλα τα ακίνητα της πόλης μας υπήρξε μεγάλη, σε πολλές δε περιπτώσεις τόσο, ώστε να δημιουργεί την δικαιολογημένη αίσθηση αδικίας στους φορολογούμενους.
Αναφέρθηκαν περιπτώσεις ακινήτων που επιβαρύνθηκαν:
- (α) για το 2022 με ΕΝΦΙΑ ποσού 3.501,11 €, ενώ το προηγούμενο οικονομικό έτος ο φόρος είχε προσδιοριστεί στα 865,57 €, δηλαδή καταγράφηκε αύξηση φόρου της τάξης του 304%,
- (β) για το 2022 με ΕΝΦΙΑ ποσού 2.632,51 €, ενώ το προηγούμενο οικονομικό έτος ο φόρος είχε προσδιοριστεί στα 465,94 €, δηλαδή καταγράφηκε αύξηση φόρου της τάξης του 465%,
- (γ) για το 2022 με ΕΝΦΙΑ ποσού 2.369,27 €, ενώ το προηγούμενο οικονομικό έτος ο φόρος είχε προσδιοριστεί στα 419,35 €, δηλαδή καταγράφηκε αύξηση φόρου της τάξης του 467%,
- (δ) για το 2022 με ΕΝΦΙΑ ποσού 5.367,42 €, ενώ το προηγούμενο οικονομικό έτος ο φόρος είχε προσδιοριστεί στα 745,38 €, δηλαδή καταγράφηκε αύξηση φόρου της τάξης του 619% (!!!).
Υπήρξε δηλαδή σε κάποιες περιπτώσεις εξαπλασιασμός του ενιαίου φόρου ακίνητης περιουσίας!
Αυτές δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις ανηλεούς φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας των ιδιοκτητών ακινήτων της πόλης μας. Αντίθετα, είμαστε αντιμέτωποι με ένα γενικευμένο φαινόμενο υπέρμετρης φορολόγησης της περιουσίας τους, το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ειδικά συμπολίτες μας που απέκτησαν τα ακίνητά τους με γονική παροχή ή κληρονομία και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν τόσο μεγάλα ποσά φόρου για την ακίνητη περιουσία που έχουν στην κυριότητά τους, βρίσκονται σε πραγματική απόγνωση, συζητούν δε ακόμα και την όσο όσο εκποίηση της περιουσίας τους, η οποία έχει γίνει γι’ αυτούς βάρος.
Εξάλλου, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι υπάρχουν οικόπεδα με παλαιά κτίσματα (πριν το 1975) που είναι η πρώτη κατοικία του ιδιοκτήτη και στα οποία είναι αδύνατη η ανέγερση επιπλέον ορόφων, καθώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις στατικότητας με τους νέους όρους δόμησης. Η μόνη λύση για καλυφθεί όλος ο συντελεστής δόμησης για τους ιδιοκτήτες αυτούς είναι να γκρεμιστούν οι παλαιές κατοικίες τους, πράγμα που φυσικά δεν είναι εύκολο να γίνει για οικονομικούς κυρίως λόγους. Αυτές ειδικά οι περιπτώσεις υπερφορολογούνται, καθώς το ποσοστό του ΕΝΦΙΑ που προκύπτει είναι τεράστιο εξαιτίας της μεγάλης αύξησης της Συνολικής Τιμής Εκκίνησης Οικοπέδου λόγω του συνυπολογισμού του δικαιώματος του υψούν και των προσαυξήσεων ανά 100.000 € ανάλογα με τη συνολική αξία της περιουσίας. Στις περιπτώσεις αυτές είναι κοινωνικά άδικο να υπολογίζεται για τον προσδιορισμό του φόρου το δικαίωμα του υψούν, γεγονός που συνεπάγεται στην πράξη αυξήσεις στον ΕΝΦΙΑ μεγαλύτερες του 400%.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση των αξιών των ακινήτων στα ανωτέρω επίπεδα αποφασίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών με την επίκληση μίας έκθεσης εκτίμησης των εμπορικών αξιών των ακινήτων του Δήμου μας, ο η οποία έγινε από ορκωτούς εκτιμητές, χωρίς όμως σε αυτή την διαδικασία να κληθεί και να συμμετάσχει ο Δήμος μας. Η εκτίμηση αυτή δεν αντικατοπτρίζει την αξία της γης και της δομημένης επιφάνειας στην περιοχή μας και σε κάθε περίπτωση η σχετική έκθεση δεν μας γνωστοποιήθηκε πριν την καθιέρωση των νέων τιμών ζώνης και δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να την ελέγξουμε, να επαληθεύσουμε τα πορίσματά της ή έστω να την σχολιάσουμε. Ακόμα δε και έως σήμερα η έκθεση αυτή δεν μας έχει γνωστοποιηθεί.
Κυρίως, όμως, η εκτίμηση που οδήγησε στην καθολική αύξηση των τιμών δεν απηχεί τις περσινές κυβερνητικές εξαγγελίες ενόψει της αναπροσαρμογής των τιμών ζώνης, σύμφωνα με τις οποίες στη συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών της χώρας οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα έβλεπαν μείωση των τιμών και συνακόλουθα και της φορολογίας, λόγω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, πράγμα που για τον Δήμο μας δεν έγινε ποτέ. Εντούτοις, στη Γλυφάδα, όχι μόνο δεν ελαφρύνθηκε ούτε ένας ιδιοκτήτης ακινήτου, αλλά αντίθετα οι τιμές ζώνης αυξήθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ σε άλλες περιοχές -ακόμα και σε περιοχές με μεγάλες αξίες ακινήτων, όπως η Εκάλη, η Κηφισιά, η Βούλα, ακόμα και στο Κάτω Ελληνικό που συνορεύει με το αεροδρόμιο και είναι προς την πλευρά της παραλίας παρατηρήθηκαν μειώσεις. Σημειωτέον ότι οι μειώσεις φτάνουν έως και το 30% σε κάποιες περιπτώσεις στις ως άνω περιοχές. Είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο η τιμή ζώνης των ακινήτων που βρίσκονται στην Ζ’ Ζώνη της Γλυφάδας αυξήθηκε κατά 81%, ενώ για τις Ζώνες Β’ και Γ’ του Δήμου Βούλας, οι οποίες έχουν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με την Ζ’ Ζώνη Γλυφάδας (χρήσεις γης, απόσταση από θάλασσα, παλαιότητα ακινήτων) η ποσοστιαία αύξηση των τιμών διαμορφώθηκε στο 18% και στο 7% αντίστοιχα. Ποιος είναι ο λόγος που δικαιολογεί αυτή τη διαφορά;
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί και το ότι για την αύξηση των τιμών ζώνης στην Γλυφάδα δεν έχει εφαρμοστεί κάποιο ορθολογικό κριτήριο με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αδικίες. Για παράδειγμα στην Α’ ζώνη της Γλυφάδας σύμφωνα με την εκτίμηση, δηλαδή στην παραλία της πόλης μας, όπου υφίστανται τα πλέον εμπορικά ακίνητα, η αύξηση των τιμών είναι μόνο 3%, ενώ σε άλλες περιοχές, μικροαστικής και μεσοαστικής κατοικίας η αύξηση φτάνει έως και το 60%. Αυτό σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη από τους εκτιμητές η πραγματικότητα της πόλης, οι ανάγκες και οι οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων της. Αντίθετα, εκτιμήθηκε – αυθαίρετα κατά τη γνώμη μας- ότι ενόψει της μεγάλης επένδυσης στο Ελληνικό, η αξία των ακινήτων της περιοχής θα αυξηθεί καθολικά, χωρίς όμως να συνυπολογίζεται ότι το Ελληνικό θα είναι για πολλά χρόνια ακόμα ένα έργο υπό σχεδιασμό και υλοποίηση, ενώ ακόμα και μετά την ολοκλήρωσή του θα φέρει στην περιοχή μας όχι μόνο οφέλη, αλλά επιπλέον και σημαντικές επιβαρύνσεις για τον τρόπο ζωής μας, όπως π.χ. αυξημένο κυκλοφοριακό κοκ.
Δεν λήφθηκε επίσης υπόψη η μεγάλη προσπάθεια που έγινε τα προηγούμενα χρόνια από τον Δήμο Γλυφάδας να μειώσει την οικονομική επιβάρυνση των δημοτών και κατοίκων του, ούτως ώστε να ανακουφίσει αυτούς από την τεράστια οικονομική και κοινωνική πίεση της προηγούμενης δεκαετίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι τα δημοτικά τέλη επί της κατοικίας μειώθηκαν μεσοσταθμικά από το 2014 έως σήμερα σε ποσοστό 30%, καθιστώντας έτσι τις σχετικές χρεώσεις του Δήμου από τις πιο χαμηλές στην Αττική.
Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου μας:
– Εκφράζει τη συμπαράστασή του στις χιλιάδες των συμπολιτών μας που, μετά την πρόσφατη αύξηση των τιμών ζώνης, πασχίζει να συντηρήσει το σπίτι του, ώστε να ζήσει σε αυτό και να το μεταβιβάσει στα παιδιά του.
– Υπενθυμίζει στην Κυβέρνηση τη διάταξη του ά. 4 παρ. 5 του Συντάγματος («Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους»).
– Υπενθυμίζει επίσης ότι η ακίνητη περιουσία δεν είναι εμπόρευμα ώστε να φορολογείται με βάση την αγοραστική του αξία. Οι περισσότεροι πολίτες ζουν στο σπίτι που έζησαν οι γονείς τους και θα ζήσουν στο μέλλον τα παιδιά τους, και δεν πρέπει να τιμωρούνται απλώς επειδή κληρονόμησαν.
– Καλείτο Υπουργείο Οικονομικών να επαναξιολογήσει τις τιμές ζώνης και να προβεί διά σχετικής υπουργικής απόφασης στην άμεση, καθολική και σημαντική μείωσή τους, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις συνθήκες της πραγματικότητας και να μην οδηγήσουν στη σώρευση χρεών στις πλάτες των κατοίκων της πόλης μας. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ που θα προκύψει από τη μείωση των τιμών ζώνης να ισχύσει και για το 2022 είτε με επιστροφή φόρου είτε με συμψηφισμό για την επόμενη χρονιά.
– Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να γίνει στη βάση μίας νέας εκτίμησης, η οποία θα πρέπει να εκπονηθεί με την συμμετοχή των ορκωτών εκτιμητών του Υπουργείου και με τη συμμετοχή και των οικονομικών υπηρεσιών του Δήμου μας, οι οποίες θα συνεισφέρουν στοιχεία. Παράλληλα ο Δήμος Γλυφάδας είναι έτοιμος να αναθέσει σε ορκωτό εκτιμητή την εκπόνηση σχετικής έκθεσης από την πλευρά του, εφόσον το Υπουργείο δηλώσει ότι προτίθεται να λάβει υπόψη μία τέτοια εκτίμηση για την καλύτερη αξιολόγηση όλων των δεδομένων.
– Επειδή για την ολοκλήρωση της εκτίμησης δεν επαρκούν τα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια που έχει θέσει το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να εκφράσουμε τις επιστημονικά τεκμηριωμένες απόψεις μας επί των τιμών, έως την ολοκλήρωση της εκτίμησης αυτής θα πρέπει να ανακληθεί η υπ’ αριθμ. 57732/ΕΞ/2021 Υ.Α. και να επανέλθουμε μεταβατικά στις τιμές ζώνης που ίσχυαν έως το 2021 σε όλες τις περιπτώσεις.
Οι ανωτέρω προτάσεις απηχούν την κυβερνητική δέσμευση ότι η πλειοψηφία των ιδιοκτητών θα ελαφρυνθεί, πράγμα που δεν έγινε σε καμία περίπτωση στη Γλυφάδα, στην οποία αυξήθηκαν στο σύνολό τους οι τιμές ζώνης, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδημάτων.
Καλούμε όλα τα κόμματα και όλους τους βουλευτές, ιδίως της περιοχής μας, στους οποίους επίσης κοινοποιείται το παρόν ψήφισμα, να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να διορθωθεί αυτό το λάθος.
Αυτό είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης.