Billy Bo: Ο θρύλος της ελληνικής μόδας και ένα από τα πρώτα θύματα του AIDS μέσα από την αφήγηση του Μάκη Τσέλιου

Το ατελιέ του Μάκη Τσέλιου στο Κολωνάκι είναι μίνιμαλ, με το λευκό να κυριαρχεί. Ανάμεσα σε δεκάδες περίτεχνα νυφικά βρίσκεται το γραφείο του. Μπροστά του έχει ένα tablet και δείχνει ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την τεχνολογία.

Η 1η Δεκεμβρίου, η οποία το 1988 ορίστηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Κατά του AIDS, και με αφορμή αυτό ξεκινάμε την κουβέντα μας από τη φιλία και τη συνεργασία του με τον Βασίλη Κουρκουμέλη, τον πρώτο διάσημο Έλληνα που έφυγε από AIDS το 1987. Το σχεδιαστή που έγραψε ιστορία ως Billy Bo, ένα ταλαντούχο και σπάνιας ομορφιάς αγόρι, που μαζί με τον Μάκη Τσέλιο έγιναν το απόλυτο σχεδιαστικό δίδυμο από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και το 1987. «Όλες τις κολεξιόν τις σχεδιάζαμε μαζί. Κανείς από εμάς δεν ξεκίνησε μόνος του. Ήταν πάντα ο Βασίλης και ο Μάκης, αλλά μπροστά φαινόταν ο Βασίλης. Ήταν ένα πλάνο μελετημένο, καθώς ο Βασίλης ήταν ένας πανέμορφος άντρας. Ψηλός, λεπτός, φίνος, με στιλ και απέραντο ερωτισμό. Τον ερωτεύονταν οι πάντες. Άντρες και γυναίκες» περιγράφει ο γνωστός σχεδιαστής, ξεδιπλώνοντας στο People το φιλμ της ζωής του, αλλά και τη γνωριμία του με τον Βασίλη Κουρκουμέλη.

 

Η φιλία και το όραμα

Μάκης Τσέλιος γεννιέται το 1946 στην Ιθάκη. Εξαιτίας των καταστροφικών σεισμών που έχουν ως επίκεντρο τα Επτάνησα, τον Αύγουστο του 1953 η οικογένεια Τσέλιου μετακομίζει στον Πειραιά. Εκεί θα γίνει και η γνωριμία του Μάκη Τσέλιου με τον Βασίλη Κουρκουμέλη το 1971. Ο Μάκης έχει μόλις λάβει μια αποζημίωση από την προηγούμενη δουλειά του και σκέφτεται τρόπους για να επενδύσει σωστά τα χρήματά του. «Πριν ασχοληθώ με τη μόδα, εργαζόμουν σε μια εταιρεία που εμπορευόταν αυτοκίνητα, μπουλντόζες και μηχανήματα έργων. Ένα επάγγελμα που το έκανα με μεγάλη επιτυχία. Είχα, όμως, πολλές καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Μου άρεσε η μουσική, η τέχνη και η ομορφιά και έτσι αποφάσισα να στραφώ προς τα εκεί» διηγείται. Από την άλλη, ο Βασίλης είναι μόλις 18 ετών, ψάχνει να βρει αυτό που θα του ταιριάξει επαγγελματικά, ενώ εκείνη την περίοδο είναι χορευτής μαζί με τις αδελφές Μπρόγιερ σε μια μπουάτ στην Πλάκα. Μάλιστα, άνθρωποι που τον είδαν να χορεύει θα πουν αργότερα πως την ίδια ποσότητα λουλουδιών που έριχναν στις αδελφές Μπρόγιερ έριχναν και στο νεαρό, ψιλόλιγνο αγόρι.

«Με τον Βασίλη γίναμε κολλητοί. Φίλοι ζωής. Όντας εννέα χρόνια μεγαλύτερός του, προσπαθούσα να τον κατευθύνω σε πράγματα που να μας ταιριάζουν όσον αφορά τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό. Πήγαινα και τον έπαιρνα από του Μοστρού στην Πλάκα, όπου χόρευε, αλλά πίστευα πως δεν έπρεπε να συνεχίσει σε αυτόν το χώρο. Αποδείχτηκε πως είχα δίκιο. Στην αρχή σκεφτήκαμε να εμπορευτούμε κάποιες κολόνιες. Πράγματι, για ένα διάστημα κάναμε εμπόριο χονδρικής, ενώ στη συνέχεια βρήκαμε ένα μικρό μαγαζί είκοσι τετραγωνικών στην οδό Σόλωνος 1 και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τα ρούχα». Το όνομα «Billy Bo» που έδωσαν στην κοινή τους εταιρεία, στο πρώτο κατάστημα στη Σόλωνος, αλλά και στον ίδιο τον Βασίλη προήλθε από ένα τραγούδι της Caterina Valente με τίτλο «Billy Boy». «Όταν το ακούσαμε, σκεφτήκαμε αμέσως το “Billy Bo” (ένας συνδυασμός με το όνομα του Βασίλη και το γαλλικό “beau” που σημαίνει “όμορφος”). Ήταν εύηχο και μια πολύ δυνατή φράση. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα».

 

Η Χρυσή Εποχή

Πίσω στο 1973. Αρχικά, το σχεδιαστικό δίδυμο δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να επενδύσει πολλά χρήματα στο μικρό μαγαζί στη Σόλωνος. «Τα ρούχα τα κρεμούσαμε σε αλυσίδες και μας άρεσε πολύ το χρώμα, καθώς είχαμε επηρεαστεί από το πολυκατάστημα Biba, στο Λονδίνο, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Ο χώρος μας ήταν μοντέρνος, αλλά τα ρούχα μας (αντρικά και γυναικεία) κλασικά». Μέσα σε λίγους μήνες και χωρίς καμία διαφήμιση, η Αθήνα αρχίζει να μιλά για το μαγαζί στη Σόλωνος 1. Παράλληλα ‒και μετά από προτροπή του Μάκη Τσέλιου‒ ο Βασίλης γράφεται στη σχολή σχεδίου Βακαλό. Πριν το τελευταίο έτος, το τμήμα μόδας σταματά και ο Βασίλης μετεγγράφεται στη σχολή Βελουδάκη, όπου και ολοκληρώνει τις σπουδές του στο σχέδιο μόδας. Τότε γίνεται και ένας διαγωνισμός που διοργανώνει το περιοδικό Γυναίκα για νέους σχεδιαστές, όπου λαμβάνει μέρος και κερδίζει το πρώτο βραβείο. «Τα ρούχα μας ήταν τόσο τέλεια ραμμένα, που όλοι είπαν πως ο Βασίλης είναι ο νέος Yves Saint Laurent της Αθήνας». Μετά το διαγωνισμό, η ζωή του Billy Bo αλλάζει 180 μοίρες.

Ο χώρος της μόδας έχει πλέον ανοίξει την αγκαλιά του για την εταιρεία τους και ο Billy Bo είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής ελίτ. Το 1981 μαζί με τον Μάκη Τσέλιο σχεδιάζουν τις στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. «Η συνεργασία με την Ολυμπιακή είναι το διαβατήριό μας για το εξωτερικό» θυμάται ο Μάκης Τσέλιος. Η δεξίωση που πραγματοποιείται στον Αστέρα της Βουλιαγμένης για την παρουσίαση των στολών εντυπωσιάζει τους πάντες, ενώ ο Billy καταφθάνει στη Βουλιαγμένη με ελικόπτερο. Τα έντυπα και οι εφημερίδες της εποχής μιλούν για εκείνον με διθυραμβικά σχόλια. Μέσα σε χρόνο-ρεκόρ το μικρό κατάστημα στη Σόλωνος αποκτά πέντε ακόμα franchise μαγαζιά: σε Μύκονο, Θεσσαλονίκη, Ψυχικό και δύο στο κέντρο της Αθήνας. «Μεγάλος αριθμός για την Ελλάδα. Στη συνέχεια θελήσαμε να ανοιχτούμε και στο εξωτερικό. Τελικά συνεργαστήκαμε με έναν Ελληνοαμερικανό και έτσι άνοιξε η μπουτίκ μας στη Νέα Υόρκη, στη γωνία Park Avenue και 59 Δρόμοι, το Δεκέμβριο του 1986. Ένα μαγαζί 370 τετραγωνικών. Ανάμεσα στους λαμπερούς προσκεκλημένους ήταν και ο Andy Warhol. Μόνο που στα εγκαίνια δεν ήταν ο Βασίλης, παρά μόνο εγώ. Από μέσα μου είχα μαυρίσει και προς τα έξω έπρεπε να είμαι “λευκός” και χαμογελαστός» λέει και το βλέμμα του σκοτεινιάζει.

 

Οι μαρτυρικοί 9 μήνες, η συνέντευξη και το τέλος 

Λίγους μήνες νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 1986, ο Βασίλης κάνει εξετάσεις και πληροφορείται πως έχει τον ιό του AIDS. Ποτέ δεν έμαθε πώς κόλλησε, καθώς, όπως επισημαίνει ο Μάκης Τσέλιος, εκείνη την εποχή κανείς δεν έπαιρνε προφυλάξεις στο σεξ, ο ιός HIV ήταν αυτός που στα επόμενα χρόνια άλλαξε ριζικά τα δεδομένα. Όταν αυτό γίνεται γνωστό στους κοσμικούς κύκλους, ξεκινάει μια παράνοια άνευ προηγουμένου. Ο Ελληνοαμερικανός αποφασίζει να κλείσει το Billy Bo store στη Νέα Υόρκη, φοβούμενος πως ο κόσμος δεν θα ψωνίζει λόγω της ασθένειας του Βασίλη. Την ίδια αντιμετώπιση είχε από τον κόσμο και ο Μάκης Τσέλιος, καθώς τον απέφευγαν, μήπως είχε κολλήσει κι εκείνος την ασθένεια. «Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να με καλέσει κάποιος για φαγητό στο σπίτι του.

Τον Ιανουάριο του 1986 και πριν ακόμα μάθουμε για την ασθένεια, με είχε πιάσει μια κατάθλιψη, σαν προεόρτιο του μεγάλου προβλήματος που θα ερχόταν. Χωρίς λόγο, άρχισα να αδυνατίζω. Θυμάμαι πως στις 9.30 το βράδυ τέλειωνε η μέρα μου. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Μάλιστα, είχα πει τότε στον Βασίλη πως ήθελα να τα παρατήσω και να φτιάξω ένα κτήμα» αποκαλύπτει για πρώτη φορά στο People. Τη στιγμή που οι γιατροί ανακοινώνουν στον Βασίλη πως έχει AIDS είναι δίπλα του ο Μάκης Τσέλιος, ο οποίος δεν φεύγει έκτοτε στιγμή από κοντά του και γίνεται ο φύλακας-άγγελός του. Μαζί στην επιτυχία, μαζί στα δύσκολα, μαζί στο Παρίσι, στην Αμερική, αλλά και στο Γολγοθά που κρατά εννέα μήνες. Ο Billy Bo νόσησε αμέσως και η εξέλιξη της ασθένειας ήταν ραγδαία, σε μια εποχή που οι πρώτες θεραπείες του ιού ήταν στα σπάργανα και η «επιβίωση» άγνωστη λέξη για τους ασθενείς με AIDS. «Ο Βασίλης προφυλάχτηκε από εμένα στο μέγιστο βαθμό. Έχτισα έναν τοίχο πολύ ψηλό, ώστε να μην τον ακουμπά τίποτα. Αυτός ήταν και ο μεγάλος μου αγώνας. Να τον κρατήσω στη ζωή και να τον προστατέψω, ώστε να μη μαθαίνει τίποτα από αυτά που λέγονταν. Ήθελα να έχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες σχετικά με το πρόβλημα της υγείας του, να μη συναντήσει πουθενά την απόρριψη. Και το κατόρθωσα». Τον Ιανουάριο του 1987, ο Βασίλης πετάει μαζί με τον Μάκη Τσέλιο για την Αμερική, προκειμένου να υποβληθεί σε μια νέα θεραπεία. Λίγες μέρες πριν, δίνει την τελευταία του συνέντευξη στη Λένα Ζαννιδάκη για λογαριασμό του περιοδικού Ταχυδρόμος. «Γράψτε ότι ζω. Κάποτε παρουσιάσατε στον Ταχυδρόμο το σπίτι μου στη Μύκονο και το ονομάσατε “Το καταφύγιο του Απόλλωνα”. Ήμουν ευτυχισμένος τότε, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες. Φωτογραφίστε με και τώρα, απογυμνωμένο από όνειρα και φιλοδοξίες» είναι μερικά από τα λόγια του Βασίλη Κουρκουμέλη στη Λένα Ζαννιδάκη. Ο τίτλος της συνέντευξης είναι μία και μόνο λέξη: «Ζω».

Μάλιστα, δημοσιεύονται και φωτογραφίες με τη δημοσιογράφο και το σχεδιαστή από το σπίτι στο Καβούρι. «Δεν ήθελα να βγουν αυτές οι φωτογραφίες, προτιμούσα να τον θυμούνται καλά. Εκείνον, όμως, δεν τον ένοιαζε, διότι όλα τού φαίνονταν τόσο μάταια με την ασθένεια που είχε» συμπληρώνει ο Μάκης Τσέλιος. Ο Μάκης είναι εκείνος που θα τον αποχαιρετήσει για τελευταία φορά στις 13 Ιουνίου του 1987. «Ο Βασίλης έφυγε με αξιοπρέπεια, χωρίς κακία για τους ανθρώπους. Εγώ πέρασα δύσκολα, καθώς αντιμετώπισα μεγάλο πόλεμο από τα συγγενικά του πρόσωπα, αλλά πλέον τους έχω συγχωρέσει και μιλάμε» λέει, ενώ ξεκαθαρίζει πως πλέον δεν εκκρεμεί καμία δικαστική διαμάχη ανάμεσα σε εκείνον και την οικογένεια του Βασίλη, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία και την κοινή τους εταιρεία. «Ο Βασίλης είναι πάντα στο μυαλό μου. Υπάρχει ένα κενό πολύ μεγάλο. Ακόμα και σήμερα, πολλές φορές, όταν αναφέρομαι στα επαγγελματικά μου, λέω “εμείς” αντί για “εγώ”».

 

Η ζωή και μετά την καταξίωση 

Επειδή η οικογένεια του Βασίλη Κουρκουμέλη δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η εταιρεία με την επωνυμία BillyBo, ο Μάκης Τσέλιος δημιουργεί μια νέα εταιρεία με το όνομά του: Makis Tselios. Συνεχίζει με την ίδια επιτυχία να σχεδιάζει ρούχα και το 1992 αναλαμβάνει για ακόμα μια φορά το σχεδιασμό των στολών της Ολυμπιακής Αεροπορίας, λανσάροντας για πρώτη φορά και το φουλάρι. Η συνεργασία του με την Ολυμπιακή θα κρατήσει μέχρι και το 1999. Παράλληλα ακολουθούν κολεξιόν που η αθηναϊκή ελίτ αποθεώνει και μια δημιουργική περίοδος για το σχεδιαστή. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, πολλές διάσημες γυναίκες αφέθηκαν στα χέρια του. Ερωτεύτηκαν τα ρούχα, το στιλ και την αισθητική του. «Πάντα προηγούμαι της εποχής και τρέχω μπροστά.

Πλέον, πέρα από την υψηλή ραπτική, συνεργάζομαι με μεγάλες βιομηχανίες, δημιουργώ κολεξιόν και τις παράγουν αυτές με το όνομά μου. Διατηρούμε την ποιότητα και το στιλ και παράλληλα χαμηλώνουμε τις τιμές, ώστε να μπορεί κάποιος να αποκτήσει τα ρούχα που σχεδιάζω. Οφείλω βέβαια να σου πω πως ο μόνος ανασταλτικός παράγοντας σε όλη μου την προσπάθεια είναι το ελληνικό δημόσιο. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά για όλους τους Έλληνες σχεδιαστές. Είναι η εποχή που τα ελληνικά Μέσα στηρίζουν περισσότερο τις ξένες εταιρείες για να αποσπάσουν διαφήμιση. Και αυτό είναι ένα λάθος, διότι η ελληνική μόδα δεν εδραιώθηκε στο εξωτερικό» εξομολογείται.
«Μέχρι σήμερα έχω κάνει πάνω από 120 επιδείξεις μόδας, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ποτέ μου δεν επαναπαύομαι. Με το που τελειώνει μια κολεξιόν, το ίδιο βράδυ βρίσκομαι σε μια υπερδιέγερση και σκέφτομαι την επόμενη. Δεν σταματώ ποτέ, γιατί κάθε επιτυχία είναι και μια αναγέννηση». Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι να κάνεις μόδα στην Ελλάδα της κρίσης. «Δύσκολο, αλλά προσπαθώ να διατηρώ ένα επίπεδο. Πλέον, κάνω δύο επιδείξεις το χρόνο και αυτές με μέτρο. Δεν κάνω ποτέ εκπτώσεις στην αισθητική μου, δεν χρωστάω σε κανέναν. Και όχι μόνο λεφτά, ούτε και χάρη. Βέβαια, έχω θέληση και κουράγιο να πετάξω ξανά».

πηγή