Οι εθνικιστές Αθήνας και Σκοπίων έχουν τελικά κάτι κοινό.
ο Μακεδονικό ως ζήτημα δεν ξεκίνησε προφανώς με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν ξεκίνησε καν τη δεκαετία του 1990 με τα μεγάλα συλλαλητήρια, την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Σαμάρα και φυσικά την ανεξαρτητοποίηση του κράτους της ΠΓΔΜ.
Το Μακεδονικό Ζήτημα έχει τις ρίζες του πολύ πίσω, στον 19ο αιώνα. Και δεν είναι καθόλου πρωτότυπο, καθόλου μοναδικό. Αποτελεί μια κλασική διαμάχη ανάμεσα σε εθνότητες που ζούσαν σε ένα κομμάτι μιας ετοιμόρροπης αυτοκρατορίας (εν προκειμένω της Οθωμανικής) να κυριαρχήσουν, να καλύψουν το κενό. Πραγματικά, τίποτα το ξεχωριστό για τον συγκεκριμένο αιώνα. Και αυτό πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας. Η Μακεδονία υπήρξε για αιώνες ένας γεωγραφικός χώρος όπου ζούσαν άνθρωποι διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών (Έλληνες, Τούρκοι, Σλάβοι, Εβραίοι, κτλ), πράγμα που εν μέρει δημιούργησε όλον αυτόν τον εντυπωσιακό λαογραφικό πλούτο της περιοχής, καθώς τη μεγάλη δύναμη της Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ού αιώνα, μιας πολιτιστικής μητρόπολης της εποχής.
Πριν την προσάρτηση της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, υπολογίζεται ότι στη Μακεδονία διέμεναν εκατοντάδες χιλιάδες σλαβόφωνοι κάτοικοι. Ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται, μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα, και με τη συγκροτημένη προσπάθεια εξελληνισμού που έγινε εκ μέρους του ελληνικού κράτους. Ακόμα και τότε όμως το σύνθημα ‘η Μακεδονία είναι μια’ δεν είχε κανένα νόημα και κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η Μακεδονία χωρίστηκε σε τρία μέρη: το μεγαλύτερο μέρος προσαρτήθηκε στην ελληνική επικράτεια, ένα δεύτερο στη Βουλγαρία και ένα τελευταίο σε αυτό που που στη συνέχεια αποτέλεσε την ομόσπονδη Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας, λοιπόν, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν ανήκει εξολοκλήρου στην ελληνική επικράτεια.
Για πολλά χρόνια, η περιοχή έγινε το επίκεντρο ενός πολέμου εθνικισμών με προσπάθειες αφομοίωσης του ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και, πολύ αργότερα, από το κράτος της ΠΓΔΜ. Αυτή η σύγκρουση εθνικισμών δεν ήταν μόνο ένοπλη. Πριν το 1913, στις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να πάρουν με το μέρος τους τον ντόπιο σλαβομακεδονικό πληθυσμό ακούγονταν πράγματα που θα θεωρούνταν σήμερα, με τη γνωστή ρητορική, αμιγώς και κάθετα ανθελληνικά. Έτσι, το 1904 ο γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη διατυπώνει τη θεωρία ότι τα σλαβομακεδονικά αποτελούν μια γλωσσική οντότητα που έχει ρίζες στην ελληνική αρχαιότητα (!). Υπάρχει δε και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα –ανατριχιαστικό για τη νέα εθνικοφροσύνη- που παραθέτει ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του ‘Η Απαγορευμένη Γλώσσα’:
«Φοβάμαι μην αποδειχθεί ότι ημέραν τινά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννοεί ευκολώτερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον ή όσον θα εννοεί τα δήθεν ελληνικώτερα ιδιώματα του Κυπρίου ή του Πελοποννησίου αγρότου»
Αυτή η τελείως αντιεπιστημονική θέση (η γλώσσα του Αλεξάνδρου δεν είχε καμία σχέση με τα σλαβομακεδονικά) διατυπώθηκε προφανώς σε μια προσπάθεια του ελληνικού κράτους, στο πλαίσιο βέβαια ενός ολόκληρου προπαγανδιστικού μηχανισμού, να εμφυσήσει στους Σλαβομακεδόνες την πεποίθηση ότι σχετίζονται περισσότερο με το ελληνικό κράτος.
Πολλές φορές νομίζουμε ότι το εθνικό αφήγημα είναι ένας λόγος σταθερός επί αιώνες, ότι τα δίκαια του έθνους είναι μοναδικά και αμετάβλητα μέσα στα χρόνια. Κι όμως. Ο ‘εθνικός λόγος’ είναι ρευστός, μετασχηματίζεται, ξεχνάει εχθρούς, δημιουργεί νέους. Κοινός παρονομαστής είναι μια ιδιαίτερη, συναισθηματικά φορτισμένη, σχεδόν αγχώδης σχέση με το παρελθόν και μια αφηρημένη αίσθηση καθήκοντος στο να το υπηρετήσουμε. Προϋπόθεση για την ύπαρξη εθνικού λόγου είναι η κατασκευή των εχθρών του.
Το Μακεδονικό Ζήτημα -ας το πιάσουμε εδώ από όταν η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991- είναι ζωντανό εδώ και τόσες δεκαετίες, σε αντίθεση με την πρόβλεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πρόβλεψη που ήταν λογική εδώ που τα λέμε. Και ένας λόγος που είναι ζωντανό ακόμα είναι ότι βολεύει πολλούς να μένει ζωντανό. Χτίζει καριέρες. Δημοσιογραφικές, καλλιτεχνικές και κυρίως πολιτικές. Τις χτίζει και τις συντηρεί. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΠΓΔΜ. Όταν κάποιος σταματάει να έχει τι να πει, βρίσκει στο μακεδονικό ένα εύκολο πεδίο να βρει ανταπόκριση, να συνεχίσει να είναι δημοφιλής, να συνομιλήσει με τη βάση του στα καφενεία.
Και αν υπάρχει μια ειλικρινής αγωνία για τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στα συλλαλητήρια για το ΄ξεπούλημα της Μακεδονίας’, υπάρχει ένα τελείως ανειλικρινές αλλά ταυτόχρονα πραγματικό άγχος για όσους το συντηρούν πολιτικά: μια τελείως συντεχνιακή λογική. Λύση στο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους σημαίνει ότι χάνεται για μια μεγάλη ομάδα πολιτικών, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, μια μεγάλη δεξαμενή ψαρέματος ψήφων, ένας εύκολος τρόπος να κάνεις καριέρα, να γίνεις αρεστός, να ζεις το χειροκρότημα για τις απόψεις σου. Τελικά, μέσα στο σύνθημα ‘ξεπούλημα της Μακεδονίας’ χωράνε πολλές ανησυχίες, ανησυχίες που υπερβαίνουν κατά πολύ το όνομα ενός γειτονικού κράτους των 2 εκατομμυρίων κατοίκων.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, μικρή σημασία έχει η ίδια η συμφωνία με τα καλά και τα κακά που μπορεί να έχει. Έτσι, ακόμα και αν η συσχέτιση της ΠΓΔΜ με την αρχαία Μακεδονία αποτελεί παρελθόν, ο Μέγας Αλέξανδρος βρίσκεται ακόμα στο επίκεντρο των διαμαρτυριών. Και ας μην τον διεκδικεί κανείς. Ένα ζήτημα, που αφορά μια τελείως νεοτερικού τύπου διαμάχη, εντάχθηκε στο πλαίσιο ενός λόγου που αφορά και την αρχαιότητα. Ενώ στην πραγματικότητα δεν την αφορά καθόλου.
Μέσα σε όλο αυτό, η Ελλάδα έχασε καθολικά τη μάχη, ακόμα και κάνοντας μια ανάγνωση που αφορά τα εθνικά δίκαια. Όλος ο πλανήτης αναφερόταν στο γειτονικό κράτος ως Μακεδονία, την ώρα που το εθνικό φαντασιακό ικανοποιούνταν μια στο τόσο πατώντας το χορηγούμενο ποστ στο facebook δημοσιογράφων που διορθώνουν ξένους αξιωματούχους ή με το να κρύβουν το όνομα σε παιχνίδια μπάσκετ ή με το να ορμάνε συλλογικά και έξαλλα σε όποιον τολμούσε να προφέρει, έστω και από σαρδάμ, την απαγορευμένη λέξη στην Eurovision. Ταυτόχρονα, οποιαδήποτε μη λύση συμφέρει την προώθηση των συμφερόντων πολύ πιο επιθετικών εθνικισμών, όπως του τουρκικού ή του βουλγαρικού. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Το ζήτημα έχει ξεπεράσει προ πολλού τη διπλωματία.
Υπάρχει κάτι κοινό, λοιπόν, που ενώνει τους εθνικιστές της Αθήνας με εκείνους των Σκοπίων και το κοινό αυτό είναι ότι δεν θέλουν να βρεθεί λύση, γιατί δεν συμφέρει κανέναν τους να βρεθεί λύση. Όποια και αν είναι αυτή. Το ιδανικό τους πλάνο θα ήταν αυτή η διαμάχη να συνεχίσει ως ακριβώς έχει στην πορεία των ετών μέχρι, ποιος ξέρει, κάπου το 3019, να πάνε με ιπτάμενα πούλμαν, ντυμένοι όμως με στολές μακεδονομάχων στο Καϊμάκτσαλαν και να πολεμήσουν με σάρισες. Έτσι ηρωικά όπως μας έμαθε το σχολείο να υπερασπιζόμαστε τα δίκαια του έθνους μας. Το βαθύτερο αίτημα σχετίζεται με την εναρμόνιση του πολιτικού με το εθνικό.
Ο Καντ έλεγε πως η μεροληψία, η τάση του ανθρώπου να κάνει εξαιρέσεις επ’ονόματι του εαυτού του είναι η κεντρική ανθρώπινη αδυναμία από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες. Σε αυτή την περίπτωση ξεχνάμε ότι η γειτονική χώρα προβαίνει σε συνταγματική αλλαγή του ίδιου του ονόματός της, προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνια. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά από διεθνές δίκαιο για να καταλάβει ότι το να ορίζει το κάθε κράτος την ονομασία του με βάση τις επιθυμίες ενός άλλου, είναι γενικά κάτι που δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Και όμως, όσο και αν δεν φαίνεται από τις καθεστωτικές αφηγήσεις της ιστορίας, ο κόσμος προχωράει μπροστά συνήθως μέσα από τη συνύπαρξη. Ακόμα και στα Βαλκάνια που οι εθνικισμοί (συνδεδεμένοι στην περίπτωσή μας με τους διάφορους αλυτρωτισμούς) αρχίζουν και πάλι να φουντώνουν και φαντάζουν σαν να σε περικυκλώνουν από παντού, σαν το τσιμέντο και το σίδερο. Ακόμα και εδώ, όσο χίπικο ή τετριμμένο και αν φαίνεται, όσο εκτός κλίματος και παρατημένο από την ιστορία, όσο ονειροπόλο και εξωπραγματικό, όσο αντιηρωικό και συναισθηματοκτόνο. Ο μόνος δρόμος για μπροστά είναι ο δρόμος της συμφιλίωσης.
πηγή: Νίκος Σταματίνης / oneman.gr