Ήταν Σεπτέμβριος του 2007, όταν μια τυχαία βόλτα μπροστά από το αεροδρόμιο του Ελληνικού ανακάτεψε θολές μνήμες από τα παιδικά του χρόνια. Σταμάτησε και, όπως κάθισε να το κοιτά, οι εικόνες επέστρεψαν δυνατές. Εκείνος να κολλάει τη μύτη του στο τζάμι, περιμένοντας να δει το αεροπλάνο που θα έφερνε τον πατέρα του από το εξωτερικό. Θυμήθηκε το χαμόγελο της μητέρας του όταν άκουγε να ανακοινώνεται η άφιξη της πτήσης. Και την αδελφή του να τον κυνηγά στους διαδρόμους του Ελληνικού. Μα τι περισσότερο να ήθελε εκείνη τη στιγμή από αυτό που γνώριζε τόσο καλά να κάνει… Να περάσει τον φράχτη και να το φωτογραφίσει.
Κατάφερε το πρώτο κλικ τον Οκτώβριο του 2007, έξι χρόνια μετά το κλείσιμο του αεροδρομίου, και έκανε την τελευταία φωτογράφιση τον Ιανουάριο του 2013. Ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης, ο άνθρωπος που αποτύπωσε στον φακό του τις εικόνες που ακολούθησαν το τέλος μιας εποχής, είδε το έργο του να αποσπά διακρίσεις και πρόσφατα να κατακτά την Αμερική. Στα τέλη Ιανουαρίου, το μεγαλύτερο μουσειακό συγκρότημα των Ηνωμένων Πολιτειών, το ίδρυμα «Smithsonian», ανακοίνωσε ότι πλέον συμπεριλαμβάνει στη συλλογή του είκοσι επιλεγμένες φωτογραφίες του παλιού αεροδρομίου της Αθήνας, όλες με την υπογραφή του Αλέξανδρου Λαμπροβασίλη. Το «Κ» συνάντησε τον Έλληνα φωτογράφο και έμαθε τις άγνωστες λεπτομέρειες πίσω από τη φωτογράφιση του Ελληνικού, αλλά και τη διαδρομή του έως την επιτυχία.
Δεκαπέντε επισκέψεις μέσα σε έξι χρόνια, 840 κλικ, 90 τυπωμένες φωτογραφίες. Ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είδε με τον φακό του μέσα και έξω από τις πύλες του παλιού αεροδρομίου. «Στην πρώτη μου επίσκεψη χρησιμοποίησα βιντεοκάμερα, έτσι ώστε να ανακαλύψω τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της φωτογράφισης. Σε ένα από τα πρώτα στιγμιότυπα ακούγομαι να μονολογώ καθώς πατούσα στα χαλάσματα: «Τώρα, αυτό γιατί να συμβαίνει;», αφηγείται.
Φωτογράφισε το Ελληνικό έτσι όπως έμεινε να στέκει στον χρόνο, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση. «Δεν πείραξα ούτε κόκκο σκόνης από εκεί μέσα, το φωτογράφιζα όπως το έβλεπα. Δεν με ενδιέφερε να εντυπωσιάσω. Ήταν από μόνο του εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτός ο χώρος έστεκε έτσι παρατημένος έξι χρόνια μετά το κλείσιμό του», λέει ο φωτογράφος.
Όσο περνούσε ο καιρός και η χώρα έμπαινε πιο βαθιά στην κρίση, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τις εικόνες κρυβόταν ένας συμβολισμός. «Τη μία στιγμή έβλεπες δύο κούκλες της Ολυμπιακής τυλιγμένες με σελοφάν, αλλά, όταν καταλάγιαζε η εντύπωση της εικόνας, συνειδητοποιούσες ότι αυτές οι κούκλες συμβόλιζαν τη σημερινή κατάσταση, μια ολόκληρη χώρα στη ναφθαλίνη».
Οι φωτογραφίες συνθέτουν μια αφήγηση για την ιστορία του Ελληνικού. Οι εικόνες στοιχειώνουν, ωστόσο είναι όμορφες και επιτρέπουν σε εκείνον που τις κοιτά να φανταστεί τη ζωντάνια του παρελθόντος. Το έργο του έχει λάβει τρεις σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς και έχει παρουσιαστεί σε φεστιβάλ στο Μπρούκλιν και στη Βοστώνη.
Πριν από 12 χρόνια, ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης άφησε πίσω του την Αθήνα για να εργαστεί στη Νέα Υόρκη. Ήξερε πως στην πιο ισχυρή μητρόπολη του κόσμου θα έβρισκε ευκαιρίες που δεν θα μπορούσε να του προσφέρει η Ελλάδα. Τον πρώτο καιρό συνεργάστηκε με τον ελληνικό Τύπο και στη συνέχεια με αρχιτεκτονικά γραφεία, φωτογραφίζοντας κατοικίες. Στον «ελεύθερο» χρόνο του μοίραζε σουβλάκια στην Αστόρια, δουλειά που καμιά φορά κάνει ακόμη και σήμερα –όπως λέει–, αφού πρέπει να συμπληρώνει το εισόδημά του για να συντηρεί την πολύ ακριβή ζωή της Νέας Υόρκης. Όλο αυτό το διάστημα η σχέση του με την Ελλάδα δεν άλλαξε. Έρχεται συχνά πίσω, για να επισκεφθεί την οικογένεια και τους φίλους του. Ανάμεσα σε εκείνα τα ταξίδια φωτογράφιζε και το Ελληνικό. «Εδώ ανήκω, δεν πήγα για δέκα χρόνια στην Αμερική και έγινα Αμερικανός. Δεν έγινα φωτογράφος στη Νέα Υόρκη, στη Λήμνο έγινα. Εκεί όπου περνούσα τα καλοκαίρια μαζί με τον παππού και τη γιαγιά μου», εξηγεί. «Όλα ξεκίνησαν σε μια πιτσαρία στη Σαγκάη», λέει ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης καθώς περιγράφει με ποιον τρόπο είκοσι από τις φωτογραφίες του Ελληνικού κατέληξαν στη συλλογή του Smithsonian. «Το 2011 βρέθηκα σε ένα φεστιβάλ να παρουσιάζω μαζί με τριάντα Αμερικανούς φωτογράφους μια εργασία με πορτρέτα της Νέας Υόρκης. Στην πιτσαρία όπου πήγαμε μετά, γνώρισα την επιμελήτρια του «Smithsonian», Κάρολιν Ρούσο, που καθόταν στο ίδιο τραπέζι. Προέκυψε να εργάζεται και η ίδια σε ένα έργο για λογαριασμό του μουσείου με θέμα τους πύργους ελέγχου. Κανονίσαμε να έρθει στην Ελλάδα για να φωτογραφίσει και από τότε ξεκίνησε μια όμορφη γνωριμία», περιγράφει.
Η επιμελήτρια είδε πολύ αργότερα τη δουλειά του Λαμπροβασίλη και εντυπωσιάστηκε. Εισηγήθηκε στην επιτροπή του Εθνικού Μουσείου Αεροναυπηγικής και Διαστήματος του «Smithsonian» στην Ουάσιγκτον να παραλάβει το έργο του και λίγο αργότερα οι διαδικασίες δρομολογήθηκαν.
Πέρασαν δυόμιση χρόνια από τότε που το ίδρυμα παρέλαβε τις φωτογραφίες και μόλις στα τέλη του περασμένου μήνα έκανε την επίσημη αναγγελία ότι τις συμπεριλαμβάνει στη συλλογή του, με σκοπό να τις εκθέσει το επόμενο διάστημα. Για τον Αλέξανδρο Λαμπροβασίλη, ήταν η σφραγίδα πάνω σε μια διαδρομή πολλών ετών. «Αυτό που συνέβη με αφήνει πλέον ελεύθερο να κάνω αυτά που θέλω με τη φωτογραφία. Σκεφτόμουν ότι, φτάνοντας στα πενήντα, θα ήθελα να μπορώ να βρίσκομαι οπουδήποτε ανά πάσα στιγμή. Τώρα είμαι πλέον κοντά σε αυτό».
Πηγή: kathimerini.gr