Ένας θρυλικός ροκάς, που έγραψε συγκλονιστικά κομμάτια και πέρασε μια ζωή μέσα σε ναρκωτικά και αλκοόλ. Πώς όμως ένα τραγικό περιστατικό, έκανε τον Έρικ Κλάπτον να αλλάξει για πάντα.
Ο βιογράφος Φίλιπ Νόρμαν, περιγράφει στο βιβλίο του «Slowhand: The Life And Music Of Eric Clapton» την βασανισμένη ζωή του διάσημου τραγουδιστή.
Όταν πήρε αγκαλιά τον νεογέννητο γιο του τον Αύγουστο του 1986, ο Έρικ Κλάπτον ένιωσε πως ήταν το πρώτο αληθινό πράγμα που του είχε συμβεί ποτέ – «το μόνο πράγμα στη ζωή μου που θα μπορούσε να αποδειχθεί καλό» είπε.
Ο γιος του Κόνορ, ήταν ένα πανέμορφο παιδί, με τα ίδια ξανθά μαλλιά που είχε και ο Κλάπτον ως μωρό και ήταν αξιαγάπητος.
Η λέξη που χρησιμοποιούσαν όλοι όσοι γνώριζαν το παιδί ήταν πως επρόκειτο για κάτι «μαγικό» και ο πατέρας του, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μπλεγμένος με ναρκωτικά και αλκοόλ, ένιωθε πολύ συγκινημένος.
Ωστόσο, η άφιξη του Κόνορ στη ζωή του έφερε μαζί του και μια τρομερή αναμέτρηση. Το αγόρι ήταν μόλις 4 ετών, τον Μάρτιο του 1991, όταν ο Έρικ έφτασε σε ένα διαμέρισμα στον 53ο όροφο για να παραλάβει τον Κόνορ από την μητέρα του, την Ιταλίδα ηθοποιό Λόρι ντε Σάντο, που είχε την επιμέλεια.
Θα ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιρνε τον γιο του μόνος του και ο Κλάπτον είχε αγοράσει εισιτήρια για το τσίρκο στο Nassau Coliseum στο Λονγκ Άιλαντ. Όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα, ο Κόνορ μιλούσε με ενθουσιασμό για τους κλόουν και τους ελέφαντες, και ο Έρικ είπε στην Λόρι πως από εκεί και στο εξής, σκόπευε να γίνει ένας καλός πατέρας.
Την επόμενη ημέρα, ο Κλάπτον και το αγόρι σχεδίαζαν να επισκεφθούν τον ζωολογικό κήπο του Μπρονξ, και μετά να έτρωγαν σε ένα ιταλικό εστιατόριο.
Το πρωί, την ώρα που η μητέρα και ο γιος περίμεναν τον Κλάπτον να πάρει τον Κόνορ από το διαμέρισμα, ένας καθαριστής ήρθε για να καθαρίσει τα παράθυρα. Η Λόρι βρισκόταν στο μπάνιο και το αγόρι υπό την φροντίδα της νταντάς, αλλά τριγυρνούσε στο δωμάτιο σε μια κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ανυπομονώντας να δει τον μπαμπά του και πάλι.
Ο καθαριστής εργαζόταν στα παράθυρα του καθιστικού, ένα εκ των οποίων ήταν ακόμη ανοιχτό. Φώναξε την νταντά για να έχει στο νου της το παιδί, αλλά προτού μπορέσει να αντιδράσει, ο Κόνορ την προσπέρασε, Ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου όπου συνήθιζε να ακουμπά την μύτη του στο τζάμι και να κοιτάζει έξω – και εξαφανίστηκε.
Ο Έρικ Κλάπτον γνώρισε την Λόρι κατά την διάρκεια δύο συναυλιών του στο Μιλάνο τον Οκτώβριο του 1985, όταν ήταν 40 ετών. Με τα δικά του λόγια «μαγεύτηκε».
Δεν τον απασχολούσε καν πως ήταν ακόμη παντρεμένος με την Πάτι – την πρώην σύζυγο του Τζορτζ Χάρισον των Beatles, την οποία ο Κλάπτον κυνηγούσε επί χρόνια – ή το γεγονός πως εκείνη την περίοδο μόλις είχαν περάσει με αποτυχία ακόμη μια θεραπεία γονιμότητας, προκειμένου να κάνουν παιδί. Η Πάτι τοποθετούσε τα λουλούδια στα βάζα στο σπίτι τους στο Σούρεϊ όταν ο Έρικ πήγε και της είπε ότι η Λόρι ήταν έγκυος. Την έκανε να νιώσει – σύμφωνα με τα λεγόμενά της – σαν «η καρδιά μου να ήταν έτοιμη να σπάσει».
Η Λόρι, εν το μεταξύ, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εγκυμοσύνης της, πιστεύοντας πως ο Κλάπτον δεν ήθελε το μωρό. Όπως και οι άλλες του κατακτήσεις, διαπίστωσε πως έδειχνε να χάνει το ενδιαφέρον του προς το πρόσωπό της, μόλις εκείνη έμεινε έγκυος. Στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της, έλαβε ένα τηλεφώνημα από κάποιον από τους μάνατζέρ του, που την πίεζαν με «οδυνηρούς» όρους να κάνει έκτρωση. Γι’ αυτήν όμως, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο.
Τα σήματα από τον Κλάπτον, εν τω μεταξύ, ήταν στην καλύτερη περίπτωση αντιφατικά. Η διάθεσή του γινόταν σκοτεινή, με την σιωπή να κυριαρχεί για αρκετές ημέρες.
Με την ερωμένη του την οποία δεν ήθελε και την Πάτι, την σύζυγο, που δεν τον ήθελε αυτή πια, ο θρύλος της ροκ, ένιωσε πως ο κόσμο του διαλυόταν και επιχείρησε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας ένα ολόκληρο μπουκάλι Βάλιουμ. Δέκα ώρες αργότερα, ξύπνησε χωρίς επιπτώσεις. Με την ημερομηνία γέννησης του παιδιού του να πλησιάζει τον Αύγουστο του 1986, η διάθεσή του άρχισε να αλλάζει.
Επειδή ο πατέρας του παιδιού ήταν Άγγλος, η Λόρι ήθελε να γεννήσει στο Λονδίνο, οπότε ο Κλάπτον την έκλεισε δωμάτιο στην ιδιωτική πτέρυγα του Lindo στο νοσοκομείο St. Mary’s και νοίκιασε ένα σπίτι γι’ αυτήν στην Τσέλσι. Στις 21 Αυγούστου, γέννησε ένα αγοράκι με καισαρική τομή. Αφήνοντας κατά μέρος μια ζωή υπερευαισθησίας, ο Κλάπτον ήταν εκεί κατά τη γέννηση. Στη συνέχεια, η Λόρι επέστρεψε στο σπίτι της στο Μιλάνο, το οποίο ο νέος μπαμπάς πραγματοποιούσε μηνιαίες επισκέψεις. Όχι, όμως πως επέτρεψε στην πατρότητα να αλλάξει ολοκληρωτικά τον τρόπο ζωής του. Ποτέ δεν έπινε όταν ήταν με τον Κόνορ, αλλά όπως λέει ο ίδιος, περίμενε πότε η Λόρι θα έπαιρνε το παιδί για να μπορέσει να πιει μια βότκα και μετά μία ακόμη κι άλλη μία.
Η παλιά ζωή του επέστρεφε σταθερά.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του στο Σούρεϊ, νωρίς το πρωί της 17ης Μαρτίου 1987 – στα 43α γενέθλια της Πάτι – έπεσε μεθυσμένος στο κρεβάτι, από το οποίο τον είχε εξορίσει η σύζυγο του.
Κατηγορώντας την Πάτι πως δεν ήταν «σωστή σύζυγος», την διέταξε να φύγει από το σπίτι και άρχισε να πετά τα πράγματά της από το παράθυρο.
Ήταν και «σκληρό και φρικτό» αυτό που έκανε, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος αργότερα. Η Πάτι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φύγει, κι αυτή τη φορά για πάντα.
Στη συνέχεια, ενώ ήταν σε περιοδεία στην Αυστραλία το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, ο Κλάπτον άρχισε να υποφέρει από τύψεις, με την φοβερή σκέψη πως θα μπορούσε να μεταβιβάσει κατά κάποιον τρόπο τον αλκοολισμό στον Κόνορ – πως το παιδί του θα περνούσε μια μέρα τους ίδιους κύκλους αυταπάτης και ταπείνωσης.
«Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να σπάσω την αλυσίδα και να του δώσω αυτό που δεν είχα ποτέ – έναν πατέρα» λέει ο Κλάπτον.
Τον Νοέμβριο, ο τραγουδιστής μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης στην Μινεάπολη. Από τότε που έφυγε από την κλινική, δεν ξαναάγγιξε αλκοόλ.
Ο Κλάπτον και η Λόρι αρραβωνιάστηκαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά μέχρι το 1991, είχε καταφέρει να απομακρυνθεί χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την πρόσβασή του στον Κόνορ.
Εν τω μεταξύ, εκείνη, άρχισε μια σχέση με τον Ιταλό παραγωγό Σίλβιο Σάρντι, ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στο κτίριο Galleria στη Νέα Υόρκη. Και ήταν από εκεί, που εκείνη την απαίσια μέρα τον Μάιο του 1991, η Λόρι τηλεφώνησε στον Έρικ, ουρλιάζοντας πως ο Κόνορ ήταν νεκρός. Κατάφερε να του πει ότι έπεσε από ένα ανοιχτό παράθυρο, αλλά η ιδέα και μόνο ήταν αδιανόητη για τον Έρικ που το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν «Είσαι σίγουρη;».
Ζαλισμένος, περπάτησε μέχρι την Galleria, σκεπτόμενος πως μπορεί να ήταν λάθος.Καθώς πλησίαζε στον προορισμό του, είδε ένα ασθενοφόρο, την κίτρινη ταινία της αστυνομίας και ένα πλήθος να στέκεται έξω από την είσοδο και αρχικά, συνέχισε τον δρόμο του σαν να μην τον αφορούσε.
Ακούγοντας την είδηση, ο μάνατζέρ του, Ρότζερ Φόρεστερ, οδήγησε μέχρι το Χίθροου και επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο, φτάνοντας τέσσερις ώρες αργότερα. Συνόδευσε τον Έρικ στο νεκροτομείο.
«Όποια σωματική βλάβη και να είχε υποστεί από την πτώση ο Κόνορ, την ώρα που τον είδα, είχαν αποκαταστήσει το σώμα του ώστε να δείχνει κάπως κανονικό» θυμάται ο Κλάπτον. «Θυμάμαι να κοιτάζω το όμορφο προσωπάκι του και να σκέφτομαι: ‘Αυτός δεν είναι ο γιος μου. Μοιάζει λίγο με αυτόν αλλά έχει φύγει’».
Στο μυαλό του Κλάπτον, δεν υπήρχε κανένα άλλο μέρος για να αναπαυθεί ο Κόνορ, από την εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής στο Ρίπλεϊ, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την γενέτειρά του, δίπλα στο πρώτο του σχολείο. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 28 Μαρτίου, δύο ημέρες πριν τα 46α γενέθλια του Έρικ. Μεταξύ των παραβρισκομένων ήταν ο Τζορτζ Χάρισον, ο Φιλ Κόλινς και πολλά άλλα πρόσωπα της μουσικής σκηνής. Ακόμη και η Πάτι ήταν εκεί.
Στην ταφή, υπήρξε μια φοβερή στιγμή, όταν η Ιταλίδα γιαγιά του Κόνορ, η Κλορίντα, προσπάθησε να πέσει κι αυτήν στον περίτεχνο, αμερικανικό και πελώριο φέρετρο, αλλά την συγκράτησαν. Ο Έρικ συμπεριφερόταν με αξιοπρέπεια σε όλη την διάρκεια της κηδείας.
Εκατοντάδες γράμματα και μηνύματα συλλυπητηρίων εστάλησαν από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου κι ενός από τον πρίγκιπα Κάρολο.
Μετά την κηδεία, όταν το σπίτι του ήταν άδειο, ο Έρικ άρχισε να τα διαβάζει. Η πιο δύσκολη στιγμή από όλες ήταν όταν βρήκε ένα πράσινο χαρτί, που είχε σταλεί όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Νέα Υόρκη. Με κεφαλαία γράμματα, έγραφε: «Σ’ αγαπώ. Θέλω να σε δω ξανά. Φιλί. Με αγάπη Κόνορ Κλάπτον».
Τους μήνες που ακολούθησαν, μόλις και μετά βίας κοιμόταν και ακόμη και η μουσική φαινόταν σαν να είχε χάσει την δύναμη να παρηγορεί.
Αλλά το τραγούδι που έπαιζε ξανά και ξανά ήταν η δική του μπαλάντα «Wonderful Tonight», την οποία είχε εμπνευστεί από την Πάτι.
Καθώς η προοπτική επέστρεφε, ο Έρικ είδε πως η απώλεια του θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Εκείνο το καλοκαίρι γύρισε ένα βίντεο για λογαριασμό του Υπουργείου Υγείας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, το οποίο ήταν πραγματικά συνταρακτικό για όλους τους γονείς: «Βάλτε κάγκελα στα παράθυρα και πόρτες ασφαλείας στις πόρτες. Είναι εύκολο και μπορεί να αποτρέψει μια τρομερή τραγωδία, Πιστέψτε με, ξέρω».
Όταν επιτέλους μπόρεσε να πιάσει ξανά την κιθάρα έγραψε το «Tears in Heaven», ένα αφιέρωμα στον γιο του Κόνορ, το οποίο έγινε και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του ‘90. Το θαύμα ήταν πως δεν το ηχογράφησε σε στούντιο. Η αδιέξοδη, απερίγραπτη θλίψη του, έσπρωξε την φωνή του σε νέους δρόμους, σε ένα φαλσέτο παρά την ασυνήθιστη τραχύτητά του.
Δέκα μήνες μετά τον θάνατο του Κόνορ, ο Έρικ ξαναβίωσε το απαίσιο πρωινό της 20ης Μαρτίου με ηρεμία στο δικαστήριο.
Αρνήθηκε να κατηγορήσει τον Χοσέ Παστράνα, τον καθαριστή που είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρο. Είχε συνεχίσει την συμμετοχή του στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, που αποδείχτηκε ένα ισχυρό κίνητρο από μόνο του.
«Ο Έρικ έδειξε τεράστια δύναμη χαρακτήρα» εξηγεί η Βιβιέν Γκρίφιν, η γραμματέας του. «Το είδος της τραγωδίας που βίωσε θα είχε στείλει τους περισσότερους ανθρώπους πίσω στο αλκοόλ. Aυτό που τον κράτησε, όπως πάντα έλεγε, ήταν η σκέψη πως θα αποτελούσε προδοσία για τον Κόνορ».
Υπήρχε επίσης κάτι καινούριο που τον κρατούσε, ακόμη και εν μέσω αυτής της απελπισίας, χάρη στην μάνατζερ του στούντιο Ιβόν Κέλι, που την είχε αποπλανήσει ο Κλάπτον μερικά χρόνια πριν και την είχε αφήσει έγκυο.
Επί 6 χρόνια, η Ιβόννη μεγάλωνε ήσυχα το παιδί της με τον σύζυγό της, χωρίς να αναζητά καμία αναγνώριση από τον Κλάπτον.
Ενώ ο Έρικ είχε πάντα πλήρη επίγνωση της κόρης του, Ρουθ, και ποτέ δεν απέφυγε καμία οικονομική ευθύνη, ποτέ δεν είχε καμία ουσιαστική επαφή.
Τώρα, πίσω στην πατρίδα της, το Ντόνκαστερ, και έχοντας μάθει την απώλεια του Έρικ, η Ιβόννη του έγραψε, προσφέροντάς του όση πρόσβαση θα ήθελε στην κόρη του.
Συγκινημένος από την γενναιοδωρία της, ο Έρικ την προσκάλεσε με την Ρουθ για μια κρουαζιέρα στην Αντίγκουα το καλοκαίρι του 1991.
Αυτή η όμορφη, 6χρονη του πρόσφερε αυτό που ο ίδιος περιέγραψε ως μια «ζωντάνια σε μια θάλασσα αμηχανίας και σύγχυσης» και επέστρεψε στη Βρετανία και άρχισε να την βλέπει τακτικά και να προσπαθεί ξανά να γίνει ένας «κανονικός» πατέρας.
Κι έτσι, αυτός ο ροκάς κατάφερε να περάσει μέσα από μια γενναία μεταμόρφωση.
‘Ένας πυλώνας των ανώνυμων αλκοολικών, ο Κλάπτον είναι πλέον ένας κορυφαίος αγωνιστής κατά της χρήσης ναρκωτικών , που έχει χαρίσει εκατομμύρια στο κέντρο θεραπείας Crossroads το οποίο βοήθησε να ιδρυθεί στην Αντίγκουα.
Η προσπάθειά του να αποπλανήσει κάθε γυναίκα στον κόσμο, έληξε όταν ήταν 54 ετών, και γνώρισε την 23χρονη Αμερικανίδα φοιτήτρια με το όνομα Μελία ΜακΈνερι. Το 2001 έγινε η δεύτερη σύζυγός του. Η Μελία είναι πλέον η μόνη γυναίκα στην οποία ήταν πάντα πιστός.
Συντάκτης: ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
πηγή: iefimerida.gr