Υψηλή ποιότητα, χαμηλές τιμές: Η ελληνική εταιρία που νίκησε τις πολυεθνικές, ηττήθηκε απ’ το πετρέλαιο

Ακόμη ένα επιχειρηματικό success story που πήρε την κάτω βόλτα

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι μεγάλες εταιρίες που ασχολούνταν με την κατασκευή και το εμπόριο λευκών οικιακών συσκευών έβλεπαν τα στατιστικά των πωλήσεών τους και δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα νούμερα που προέρχονταν από την Ελλάδα.

 

Στη χώρα μας μια ελληνική επιχείρηση, όχι μόνο τους κοιτούσε στα μάτια, αλλά με ποσοστό κοντά στο 30% ήταν ο κυρίαρχος της αγοράς στα ψυγεία, αφήνοντας πίσω του επιχειρηματικούς κολοσσούς από την Ευρώπη και την Αμερική, με ιστορία και τεχνογνωσία χρόνων στον χώρο.

Η 100% ελληνική ESKIMO δημιουργούσε αίσθηση με τα προϊόντα της, την ίδια ώρα που και άλλες ντόπιες προσπάθειες, όπως η IZOLA ή η Πίτσος, επίσης μεσουρανούσαν προσφέροντας στο καταναλωτικό κοινό συσκευές για όλο το νοικοκυριό, από την κουζίνα (ψυγεία, ηλεκτρικοί φούρνοι κλπ), μέχρι και το σαλόνι, με έγχρωμες τηλεοράσεις, βίντεο, μέχρι και θερμάστρες.

Ο συνδυασμός της υψηλής ποιότητας και των χαμηλών τιμών, αφού η ύπαρξη εργοστασίων στην χώρα περιόριζε το κόστος, έκανε τα προϊόντα ανάρπαστα και ουσιαστικά εταιρείες σαν αυτές συνέθεταν την αιχμή του δόρατος της ελληνικής βιομηχανίας.

Η ESKIMO αποτέλεσε την μετεξέλιξη της «Ι. Σταυρόπουλος & Σία», η οποία εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, κατασκευάζοντας ψυγεία που λειτουργούσαν με πάγο. Η εξάπλωση του ηλεκτρισμού και η διορατικότητα των ιδιοκτητών της (που στο μεταξύ είχαν δημιουργήσει την διάδοχο εταιρεία ΒΙΟΜΕΤΑΛ) άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού. Μόλις το 1959 παρουσιάστηκε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο και από εκείνο το σημείο και μετά ακολούθησε μια πορεία προς την κορυφή, η οποία μεταφράζεται σε ένα από τα σπουδαιότερα success stories της ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Από το 1968 η εταιρεία ήταν πλέον εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ενώ την περίοδο της απόλυτης δόξας της, το 1973, αριθμούσε πάνω από 1500 εργαζομένους, δίνοντας δουλειά σε ισάριθμες οικογένειες. Όμως οι… glory days δεν θα κρατούσαν για πάντα.

Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ήρθε η πετρελαϊκή κρίση να δώσει το πρώτο μεγάλο χτύπημα που κλυδώνισε την ESKIMO, την ίδια ώρα που ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό θέριευε, με τα ξένα brands να προσπαθούν να υποσκελίσουν με κάθε τρόπο αυτόν τον απρόσμενο «περιφερειακό παίκτη» που παρέμενε «ενοχλητικός», παρά τις αντιξοότητες.

Χωρίς να υπάρχει πρόσβαση, όμως, σε φθηνό πετρέλαιο πια, το κόστος γιγαντώθηκε, ενώ την ίδια περίοδο αποδείχθηκε λανθασμένη η πολιτική επέκτασης η οποία υιοθετήθηκε. Πριν ξεσπάσει η κρίση, η διοίκηση είχε εγκρίνει την κατασκευή νέας μονάδας στην Μεταμόρφωση, σε μια χρονική συγκυρία που «πρόσταζε» μια πιο συντηρητική προσέγγιση.

Αυτός ο συνδυασμός δυσμενών επιχειρηματικών συνθηκών διεθνώς και ατυχών στρατηγικών επιλογών, αλλά και αδυσώπητου ανταγωνισμού έφερε τα αποτελέσματα που θα περίμενε κανείς. Τον μαρασμό της ESKIMO…

Οι προσπάθειες ανασύνταξης ήταν έντονες, αλλά το ποτάμι δεν γύριζε, πια, πίσω. Το 1977 έγινε η συγχώνευση με την IZOLA, με τις ευλογίες και την εγγύηση της Εθνικής Τράπεζας, όμως το εγχείρημα δεν άντεξε πάνω από δέκα χρόνια.

Η είσοδος της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, οι ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο τρόπος διάθεσης των κοινοτικών δακτυλίων, όπως είναι πανθομολογούμενο, αποτέλεσε την αρχή του τέλους για αυτό που κάποτε ονομαζόταν ελληνική βιομηχανία. Πλέον ήταν αδύνατο να ανταγωνιστεί κανείς τις ιαπωνικές, ευρωπαϊκές ή αμερικανικές μάρκες, οι οποίες μονοπώλησαν την αγορά και οδήγησαν στον απόλυτο μαρασμό κάθε κατά τόπους άλλης προσπάθειας.

Οι μονάδες παραγωγής παραχωρήθηκαν σε τρίτους, ενώ το ίδιο συνέβη και με τα επιχειρηματικά σήματα, ενώ η εταιρία περιόρισε σημαντικά την δραστηριότητά της σε απλό επίπεδο συναρμολόγησης. Οι μέρες της δόξας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, ενώ η χρηματιστηριακή κρίση του 1996 την οδήγησε εκτός ταμπλό συναλλαγών…

Τα επόμενα χρόνια ό,τι είχε μείνει από την κάποτε κραταιά ESKIMO πέρασε στα χέρια του επιχειρηματία Βασίλη Ζούλοβιτς, ο οποίος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να την επαναφέρει στο προσκήνιο. Τελικά, τέσσερα χρόνια  αργότερα, θα πωληθεί στην F.G. Europe του Γιώργου Φειδάκη, με την παραγωγική διαδικασία πάντως να επιτελείται εκτός Ελλάδας και συγκεκριμένα σε Τουρκία και Σλοβενία…

πηγή: menshouse.gr