Πάνε σχεδόν 90 χρόνια από τη δημιουργία της. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα αφού προσέφερε νερό σε ολόκληρη την Αττική.
Στις 25 Οκτωβρίου του 1929, παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τότε μετρούσε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, εγκαινίασε, στο Μαραθώνα, την κατασκευή που ξεδίψασε την Αττική.
Υπουργοί και υφυπουργοί της κυβέρνησης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παναγής Τσαλδάρης, ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης, ο πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, Ρόμπερτ Σκίνερ, βουλευτές, γερουσιαστές, καθηγητές του Πολυτεχνείου, ανώτεροι υπάλληλοι του Υπουργείου Συγκοινωνίας, το ανώτερο προσωπικό της Ulen και της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων, όλοι τους συγκεντρώθηκαν στο νότιο άκρο του φράγματος, όπου έγινε ο αγιασμός από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο.
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποκάλυψε τη μεταλλική αναμνηστική πλάκα, επί της οποίας χαράχθηκε η φράση: «ΦΡΑΓΜΑ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ. ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ ΚΑΤΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΝ 1927. ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΘΗ ΚΑΤΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΝ 1929».
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν και άλλα, συμπληρωματικά έργα, ενώ για πρώτη φορά η δεξαμενή γέμισε και υπερχείλισε στις 15 Ιανουαρίου 1931. Μέχρι όμως ο στόχος να γίνει πραγματικότητα προηγήθηκαν πολλά…
Το βίντεο που ακολουθεί προέρχεται από το Ιστορικό Αρχείο της ΕΥΔΑΠ και αναφέρεται στην κατασκευή του Φράγματος του Μαραθώνα, στην τεχνίτη λίμνη, στην κατασκευή της σήραγγας Μπογιατίου, καθώς και στην κατασκευή των Μονάδων Επεξεργασίας Νερού στο Γαλάτσι.
Από την Ulen στην ΕΥΔΑΠ
Οι ανάγκες υδροδότησης της Αττικής έγιναν επιτακτικές το 1925. Τα υδραγωγεία, οι δημόσιες βρύσες, τα πηγάδια και οι νερουλάδες δεν μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα παρά μόνο παροδικά.
Ανεπάρκεια και κακή ποιότητα του νερού, ανύπαρκτη υποδομή υδροδότησης και απότομη αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, απαιτούσαν ουσιαστικά βήματα για τη λύση του προβλήματος που απειλούσε ακόμα και τη δημόσια υγεία, αφού για κάθε κάτοικο αναλογούσαν περίπου δέκα λίτρα νερού την ημέρα.
Αρχές της πόλης και αρμόδιοι φορείς μετά από πολλές συζητήσεις και τον άκαρπο Διεθνή Διαγωνισμό που προηγήθηκε, δυο μεγάλες Αμερικανικές εταιρίες, η “Mac Arthur Bros” και η “Ulen and Co” προσέγγισαν την κυβέρνηση με προτάσεις χρηματοδότησης για την κατασκευή των έργων, όπου τελικά κυριάρχησε η δεύτερη.
Στην πρότασή της Ulen προβλεπόταν η κατασκευή φράγματος και η δημιουργία τεχνητής λίμνης στο Μαραθώνα, η κατασκευή σήραγγας μεταφοράς νερού στην Αθήνα, μονάδες καθαρισμού του νερού στο Γαλάτσι και δίκτυο διανομής του νερού σε Αθήνα και Πειραιά.
Έργα δύσκολα και δαπανηρά που θα πραγματοποιούνταν σε ένα κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, με μεγαλύτερο από αυτά το φράγμα του Μαραθώνα, ένα κατασκευαστικό θαύμα της εποχής, που συνετέλεσε καθοριστικά στην ανάπτυξη του Λεκανοπεδίου.
Η σύμβαση μεταξύ της «Ulen», του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας Αθηνών υπογράφτηκε το Δεκέμβριο του 1924. Επικυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων τον Απρίλιο του 1925 και τον Οκτώβριο του 1926 τα έργα ξεκίνησαν, για να ολοκληρωθούν το 1931.
Τη λειτουργία των έργων αυτών ανάλαβε η Ελληνική Εταιρεία Υδάτων και από το 1980 η εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας, γνωστή ως ΕΥΔΑΠ.
Λίμνη Μαραθώνα – Τεχνικά στοιχεία και αριθμοί
Η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα κατασκευάστηκε σε απόσταση 30 χιλιομέτρων βορειοανατολικά από την Αθήνα, εκεί που συμβάλλουν οι χείμαρροι Χάραδρος και Βαρνάβας, οι οποίοι εκβάλλουν στον κόλπο του Μαραθώνα.
Σκοπός της η περισυλλογή του νερού της βροχής, αλλά και αυτού που κυλά από τις πλαγιές της Πάρνηθας.
Για την εκτέλεση των έργων πραγματοποιήθηκαν απαλλοτριώσεις ιδιωτικών κτημάτων εμβαδού 3.574 στρεμμάτων.
Η λίμνη δημιουργήθηκε χάρη στην κατασκευή φράγματος, μήκους 285 μέτρων και ύψους 54 μέτρων, το οποίο έχει μαρμάρινη πρόσοψη, ενώ ο πυρήνας του είναι χτισμένος με πέτρες, τσιμέντο, μάρμαρα και θηραϊκή γη.
Το φράγμα του Μαραθώνα είναι το μόνο φράγμα στον κόσμο το οποίο έχει επένδυση, πλήρως, από μάρμαρο και μάλιστα μάρμαρο από την Πεντέλη, από αυτό που χτίστηκε ο Παρθενώνας.
Το σύνολο του όγκου του φράγματος είναι 172.000 κυβικά μέτρα, από τα οποία τα δύο τρίτα βρίσκονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Η στατικότητά του εξασφαλίζεται από το ίδιο του το βάρος. Στην κορυφή του έχει πλάτος 4,5 μέτρα και στη βάση του 48 μέτρα, ενώ για μεγαλύτερη ασφάλεια, έχει σχήμα τόξου.
Η τεχνητή λίμνη που σχηματίστηκε με το φράγμα αυτό έχει χωρητικότητα 41 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού. Η επιφάνειά της στην ανώτατη στάθμη του νερού φτάνει τα 2.400.000 τετραγωνικά μέτρα. Το βάθος του νερού φτάνει τα 50 μέτρα.
Το φράγμα διέθετε μαρμάρινο υπερχειλιστή για να εκτονώνεται η περίσσεια νερού, αν υπήρχαν έντονες βροχοπτώσεις ή μειωμένη κατανάλωση νερού.
Η μεταφορά του νερού στην Αττική – Η σήραγγα του Μπογιατίου
Πώς όμως θα μεταφερόταν το νερό από το φράγμα στην Αθήνα; Για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε ένα ακόμη σημαντικό έργο, η Σήραγγα Μπογιατίου, μήκους 13,4 χιλιομέτρων, η οποία περνάει κάτω από το σημείο που ενώνεται η Πεντέλη με την Πάρνηθα και φτάνει ως την περιοχή της Χελιδονούς στην Κηφισιά.
Στις 30 Μαρτίου 1930, τρία χρόνια και επτά μήνες από την έναρξη των εργασιών, τα δύο άκρα της σήραγγας συναντήθηκαν και στις 9 Φεβρουαρίου του 1931 το έργο περατώθηκε και αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της εταιρείας Ulen, η οποία την χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη υδραυλική σήραγγα στην Ευρώπη».
Οι εσωτερικές διαστάσεις της είναι 240 x 230 εκατοστά. Για την κατασκευή της συνολικά απαιτήθηκε εκσκαφή 60.000 κυβικά μέτρα γαιώδους εδάφους και 4.800 κυβικά μέτρα βράχων.
Τα ορύγματα μεταφέρονταν έξω από τη σήραγγα με ηλεκτρικούς συρμούς. Το εσωτερικό φωτιζόταν με ηλεκτρισμό και είχε επενδυθεί με ειδικώς κατασκευασμένους δακτυλίους από σκυρόδεμα, μέχρι τον Ιούνιο του 1931, οπότε και η σήραγγα ετέθη σε χρήση.
Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν 450 άντρες, που κατοικούσαν στο εργοτάξιο του Μαραθώνα και σε ένα δεύτερο, μικρότερο, στη Χελιδονού.
Οι άνθρωποι που έκαναν το όραμα πραγματικότητα
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του Ευάγγελου Χεκίμογλου, στο Λεύκωμα «Υδάτινη Ιστοριογραφία: Χρονικό της διαχείρισης» του νερού στην Αττική, σχετικά με την καθημερινότητα εργατών που απασχολήθηκαν στην κατασκευή του φράγματος και της λίμνης του Μαραθώνα. Σύμφωνα με όσα αναφέρει, οι άνθρωποι αυτοί, αρχικά, είχαν κατασκηνώσει γύρω από το εργοτάξιο και διατρέφονταν πρόχειρα, με ξηρά τροφή.
Επειδή ο χρόνος κατασκευής θα ήταν μακρύς και ερχόταν ο χειμώνας, για τη μόνιμη διαμονή των εργατών κατασκευάστηκαν κοιτώνες από μάρμαρα, τα οποία υπήρχαν άφθονα στην περιοχή, που φωτίζονταν με ηλεκτρισμό, είχαν σήτες στα παράθυρα, λόγω του έντονου προβλήματος των κουνουπιών και του φόβου της ελονοσίας και το χειμώνα θερμαίνονταν κανονικά.
«Το προσωπικό στο Μαραθώνα τελικώς στεγάστηκε σε μαρμάρινους κοιτώνες, με ποιότητα λιθοδομής ίδια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Παρθενώνα και των άλλων κτιρίων της Ακρόπολης», αναφέρει ο Roy Gausmann, ο γενικός διευθυντής της «Ulen».
Αργότερα, οι Έλληνες εργάτες διατρεφόταν υποχρεωτικά στην καντίνα του εργοστασίου. Οι Αμερικανοί μηχανικοί είχαν εντυπωσιαστεί από τη συνήθειά τους να τρώνε, συνήθως, ψωμί με ελιές, για να εξοικονομήσουν χρήματα. Σκέφτηκαν ότι, μετά από μερικούς μήνες εργασίας, η κακή διατροφή θα τους αρρώσταινε, και εφάρμοσαν ένα είδος «υποχρεωτικής διατροφής». Κάθε εργάτης έπαιρνε τρία γεύματα ημερησίως, για τα οποία πλήρωνε το ένα τρίτο του ημερομισθίου του. Η διατροφή περιλάμβανε καθημερινώς ψάρι ή κρέας, μία οκά ψωμί και λαχανικά, ζυμαρικά, όσπρια και φρούτα.
Για τις ανάγκες του προσωπικού και του εργοταξίου, φρέσκο νερό μεταφερόταν με σωλήνα από τη Σταμάτα, ενώ στο εργοτάξιο υπήρχε και ένα μικρό νοσοκομείο, όπου μεταφέρονταν και νοσηλεύονταν οι ασθενείς εργάτες.
Ολιγωρία και γραφειοκρατία – Ο εργολάβος με το παμπάλαιο γεωτρύπανο, οι άπειροι χειριστές και οι ντιζελομηχανές που άργησαν έναν χρόνο και επτά μήνες
Φυσικά δεν έλειψαν τα εμπόδια έως την περάτωση του έργου, τα οποία συνετέλεσαν στο να χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Η πρώτη γεώτρηση πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1926 και –σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της «Ulen», Roy Gausmann, «ήταν ένα μάθημα για το πώς γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα». Ανατέθηκε σε υπεργολάβο, ο οποίος μειοδότησε για το έργο ισχυριζόμενος ότι διέθετε τεχνογνωσία και εξοπλισμό, αλλά προσκόμισε ένα παμπάλαιο γεωτρύπανο, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, «θα έπρεπε να βρίσκεται σε μουσείο». Το γεωτρύπανο αυτό το χειρίζονταν «τρεις κακοπληρωμένοι και εντελώς ανειδίκευτοι εργάτες», που ανάλωναν τον περισσότερο χρόνο για να το θέσουν και να το κρατήσουν σε λειτουργία.
Έτσι, η εργασία προχωρούσε με μεγάλες καθυστερήσεις. Τόσο μεγάλες που οι μηχανικοί βαρέθηκαν να περιμένουν και αποφάσισαν να κάνουν εκτιμήσεις για το υπέδαφος με βάση τα ευρήματα των ανώτερων στρωμάτων, σκεπτόμενοι ότι, ακόμα και αν οι εκτιμήσεις τους διαψεύδονταν, θα υπήρχε επαρκής χρόνος για να προβούν στις απαραίτητες αλλαγές, λόγω της βραδύτητας στην πρόοδο της γεώτρησης.
Για τις εργασίες ήταν απαραίτητη η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μηχανικοί της «Ulen» αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος υπό τις δεδομένες συνθήκες ήταν οι ντιζελομηχανές. Οι Αμερικανοί θεωρούσαν την προμήθεια των ντιζελομηχανών απλή υπόθεση, αλλά στην Ελλάδα αποδείχτηκε μία μικρή Οδύσσεια. Υπέβαλαν το αίτημα στο υπουργείο το Νοέμβριο του 1925. Η υπηρεσία ελέγχου των έργων αρνήθηκε ακόμη και να το εξετάσει. Οι Αμερικανοί επανέφεραν το αίτημα, η υπηρεσία ελέγχου τροποποίησε τις προδιαγραφές της Ulen, ενέκρινε το σχετικό φάκελο στα τέλη Μαΐου του 1926.
Επακολούθησε μειοδοτικός διαγωνισμός, στον οποίο συμμετείχαν 19 προμηθευτές. Οι προσφορές ανοίχτηκαν και στάλθηκαν στο υπουργείο στις 21 Αυγούστου. Η παραγγελία δόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1926. Οι μηχανές φορτώθηκαν για την Ελλάδα, πέρασαν από το Τελωνείο και κατέληξαν στο εργοτάξιο ένα χρόνο και επτά μήνες μετά τον αρχικό σχεδιασμό και δέκα μήνες μετά την παραγγελία. Κατά τον Gausmann, η «βραδύτητα» αυτή, συνηθισμένη για τους Έλληνες μηχανικούς, ήταν «αποκαρδιωτική» για τους Αμερικανούς, που θεωρούσαν ως επαρκέστατο χρόνο για την όλη διαδικασία το ένα τρίμηνο.
Το νέο σύστημα ύδρευσης των Αθηνών και Πειραιώς τέθηκε σε χρήση τον Ιούνιο του 1931, το επόμενο έτος, για πρώτη φορά, η Αθήνα και ο Πειραιάς “είχαν επάρκεια νερού”, με μέση ημερήσια κατανάλωση 31.350 κ.μ. από την οποία το 70% προερχόταν από τη λίμνη του Μαραθώνα.
Άλλωστε, και σήμερα ακόμη, ο Μαραθώνας, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, λειτουργεί ως βοηθητική πηγή υδροληψίας.
πηγή: pentapostagma.gr