Αυτές τις μέρες, η περίφημη Bootleg Series εμπλουτίστηκε με το vol. 15 (Travelin’ Thru), το οποίο κάλυψε τη ντυλανική περίοδο 1967/1969. Ήταν όμως η εποχή 1965/1966 που είχε ήδη χτίσει τον τραγουδοποιητικό του μύθο. Γιατί τόση φασαρία, λοιπόν, για τους δίσκους Bringing It All Back Home, Highway 61 Revisited και Blonde On Blonde;
Ήσυχο παιδί, επαναστάτης έφηβος
Ο Robert Allen Zimmerman γεννήθηκε τη νύχτα της 24ης Μαΐου 1941 στο Duluth της Μινεσότα, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Το 1947 η οικογένειά του μετακόμισε στο Hibbing, μια ήσυχη μικρή πόλη, το σχολείο της οποίας και θα τελείωνε ο μικρός Robert. Ήταν ένα ευγενικό και μάλλον ντροπαλό παιδί, που είχε πάντα μια δύσκολη σχέση με τον πατέρα του. Ο ερχομός της εφηβείας θα τον κάνει να επαναστατήσει με οδηγούς τον James Dean (του οποίου τις φιλμικές ατάκες χρησιμοποιούσε κατά κόρον στις συζητήσεις του), τον Elvis Presley («η πρώτη φορά που τον άκουσα ήταν σαν απόδραση από τη φυλακή») και τον Little Richard (ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ήταν το “Hey, Little Richard”). Επόμενο ήταν να έρθει και η συμμετοχή του στα πρώτα rock ‘n’ roll συγκροτήματα του σχολείου του.
Στα τέλη του 1959, ο Zimmerman εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και μετακόμισε στο οίκημα της εβραϊκής αδελφότητας του ιδρύματος. Παρά ταύτα, το ενδιαφέρον του για τις σπουδές δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως, ήταν ο ήχος της αμερικανικής παράδοσης, της φολκ, των μπλουζ και της κάντρυ που έβαλε φωτιά στον ήρωά μας, όπως και το διάβασμα της αυτοβιογραφίας του Woody Guthrie και των έργων του Jack Kerouac. Όταν ακούει την Odetta, δεν διστάζει να ανταλλάξει την ηλεκτρική κιθάρα του για μια ακουστική. Είναι σε αυτή τη φάση που υιοθετεί και το νέο του όνομα: πλέον αυτοσυστήνεται ως Bob Dylan. Οι λόγοι που το επέλεξε παραμένουν μέχρι σήμερα υπό αμφισβήτηση, καθώς ο ίδιος αρνείται σταθερά ότι κάτι τέτοιο αποτελεί αναφορά στον ποιητή Dylan Thomas. Για κάτι άλλο, πάντως, είμαστε απόλυτα σίγουροι: τον Ιανουάριο του 1961, έχοντας εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές του, ήταν έτοιμος για ένα μεγάλο ταξίδι.
New York, New York!
Ο Dylan διέσχισε τα χίλια μίλια μέχρι τη Νέα Υόρκη για να συναντήσει το ίνδαλμά του, τον Woody Guthrie, ο οποίος νοσηλευόταν άρρωστος σε ένα νοσοκομείο της πόλης. Παράλληλα με τις επισκέψεις του εκεί, άρχισε να συχνάζει στα καφέ του Greenwich Village, όπου άρχιζε εκείνη την εποχή να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα ζωντανή κοινότητα, αποτελούμενη από διανοούμενους, καλλιτέχνες και ανθρώπους που αναζητούσαν νέες συγκινήσεις. Ο Dylan θα αρχίσει να παίζει με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, πότε στο Cafe Wha?, πότε στο Gerde’s Folk City και πότε στο The Gaslight, αναπτύσσοντας το ρεπερτόριό του και ραφινάροντας συνεχώς την επί σκηνής παρουσία του. Και βέβαια ρουφώντας σαν σφουγγάρι ό,τι μπορούσε, παρακολουθώντας τους παλιότερους: τον Dave Van Ronk, τον Fred Neil, τους New Lost City Ramblers.
Ο Dylan χρειάστηκε μόλις μερικούς μήνες για να μετατραπεί από έναν μουσικό της σειράς σε ξεχωριστό περφόρμερ: τον Σεπτέμβριο του 1961 δημοσιεύεται στους New York Times η ιδιαίτερα θετική κριτική του Robert Shelton για μια εμφάνισή του. Έπειτα από δύο μήνες έχει ήδη υπογράψει συμβόλαιο με την Columbia, έπειτα από σύσταση του παραγωγού John Hammond, κι έχει βρει μάνατζερ στο πρόσωπο του Albert Grossman. Το ντεμπούτο άλμπουμ του, με τίτλο το όνομά του, κυκλοφορεί τον Μάρτιο του 1962 και επιχειρεί να παρουσιάσει όσα έκανε μέχρι τότε επί σκηνής. Παραδόξως, επέλεξε να συμπεριλάβει σε αυτό και κομμάτια που δεν είχε κάνει ακόμα κτήμα του, ενώ υπάρχουν και δύο δικές του συνθέσεις. Ελάχιστοι πάντως εντυπωσιάστηκαν από τον δίσκο και σύντομα όλοι στην Columbia αναφέρονταν στην υπόθεση Dylan ως «η τρέλα του Hammond». Όμως ο έμπειρος παραγωγός δεν είχε αμφιβολία ότι ο νεαρός προστατευόμενός του έπρεπε να έχει μια δεύτερη ευκαιρία.
Σωτήρας και ηγέτης –ή μήπως όχι;
Το δεύτερο άλμπουμ του Dylan κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1963, όμως στο μεταξύ είχε συντελεστεί μια σημαντικότατη αλλαγή (πέραν της επίσημης αλλαγής του ονόματός του): πλέον ο δημιουργός δεν ενδιαφερόταν να είναι ένας διερμηνέας της παράδοσης. Ή, τουλάχιστον, δεν του έκαναν πια οι παλιοί στίχοι, οπότε προχώρησε στην προσαρμογή των δικών του πάνω σε γνωστές μελωδίες. Ήταν άλλωστε η εποχή των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα των καταπιεσμένων ομάδων του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών, και κάποιος με την ευαισθησία του Dylan θα ήταν αδύνατο να μείνει ασυγκίνητος –ειδικά αν είχε στο πλευρό του ένα κορίτσι αριστερών πεποιθήσεων σαν τη Suze Rotolo, με την οποία συζούσε. Τα τραγούδια του The Freewheelin’ Bob Dylan διέπονται έτσι από ένα βαθύ ενδιαφέρον για τα καυτά θέματα των ημερών εκείνων και παραμένουν στο πάνθεον της κατηγορίας των «τραγουδιών διαμαρτυρίας»: “Blowin’ In The Wind”, “Masters Of War”, “A Hard Rain’s A-Gonna Fall”, “Oxford Town”.
Η ανταπόκριση αυτή τη φορά ήταν η εντελώς αντίθετη και τα αντίτυπα του δίσκου άρχισαν να πωλούνται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το πολιτικό προφίλ του Dylan ανέβηκε κατακόρυφα (έπειτα και από την αποχώρησή του από το τηλεοπτικό σόου του Ed Sullivan, εξαιτίας της άρνησης των υπευθύνων να του επιτρέψουν να παίξει το “Talkin’ John Birch Paranoid Blues”) και ο Αύγουστος βρήκε τον ίδιο και την Joan Baez –με την οποία ήταν πια ζευγάρι– στο πλευρό του Martin Luther King, στην περίφημη πορεία στην Ουάσινγκτον. Αυτή η εμφάνιση, στην οποία ο Dylan τραγούδησε, ήταν αρκετή για να αρχίσει να αναφέρεται ο κόσμος σε αυτόν ως «η φωνή της γενιάς του».
Αρχές του 1964 ήρθε και το The Times They Are A-Changin’, ένα ακόμα πολιτικοποιημένο άλμπουμ, στο οποίο γίνονται αναφορές συγκεκριμένων προσώπων και περιστατικών σε κομμάτια όπως τα “Only A Pawn In Their Game” και “The Lonesome Death Of Hattie Carroll”. Ήδη όμως από τα τέλη του 1963, ο Dylan ένιωθε να ασφυκτιά από τη «στοχοποίησή» του ως σωτηριακή μορφή των κινημάτων, αλλά και από την ανακήρυξή του σε ηγέτη της αναβίωσης της φολκ (τη συσχέτιση της οποίας με τα τραγούδια του θεωρούσε άκυρη). Σημαντικό ρόλο είχε παίξει, σίγουρα, και η δολοφονία του προέδρου John F. Kennedy (1963): ο Dylan όχι μόνο σοκαρίστηκε (όπως όλοι), αλλά φοβήθηκε κιόλας ότι θα μπορούσε και ο ίδιος να αποτελέσει στόχο, αν συνέχιζε στον δρόμο που βρισκόταν.
Το Another Side Of Bob Dylan, ηχογραφημένο μέσα σε ένα απόγευμα, κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1964, και, πιστό στον τίτλο του, παρουσίασε έναν αρκετά διαφοροποιημένο δημιουργό. Παρότι ο λιτός ακουστικός ήχος παρέμενε, ο Dylan είχε πια αφήσει πίσω του τον πολιτικό και συγκεκριμένο στίχο, για χάρη μιας περισσότερο αφηρημένης, συμβολικής και αλληγορικής γραφής (“Chimes Of Freedom”, “My Back Pages”). Όμως ο τραγουδοποιός βρισκόταν καθ’ οδόν για ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές, αφού νωρίτερα εκείνη τη χρονιά είχε ακούσει το “I Want To Hold Your Hand” στο ραδιόφωνο. «Ήξερα ότι έδειχναν την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να πάει η μουσική», θα έλεγε χρόνια αργότερα για τους Beatles. Αλλά και οι τελευταίοι θα εξέλισσαν κατά πολύ την τραγουδοποιία τους έπειτα από την ακρόαση των δικών του κομματιών…
Το φάντασμα του ηλεκτρισμού και ένας νέος χάρτης για τη λαϊκή μουσική
Ο rock ‘n’ roll ήχος που μόστραραν τα τραγούδια της πρώτης πλευράς του Bringing It All Back Home (Μάρτιος 1965) ήρθε σαν σοκ μεγατόνων για τους πολυπληθείς ακολούθους του Dylan –πράγμα που ίσως να είχε μετριαστεί αν περισσότερος κόσμος είχε ακούσει το πρώτο του single, το “Mixed Up Confusion” του 1962, στο οποίο ο τραγουδοποιός είχε επιστρέψει πρόσκαιρα στη rockabilly εφηβεία του. Τώρα, όμως, ο άλλοτε Mεσσίας αντιμετωπιζόταν από μεγάλο μέρος του ακροατηρίου του ως προδότης: ως κάποιος που «πούλησε» την αυθεντικότητα της φολκ για χάρη της εμπορευματοποίησης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Dylan έκανε εκείνο ακριβώς που θα έπρεπε να περιμένει κανείς από έναν καλλιτέχνη: έπαιρνε πράγματα από το χθες (εδώ η μπλουζ παράδοση και κυρίως τα τραγούδια του Robert Johnson), τα πάντρευε με τις τάσεις της εποχής του (ο ηλεκτρισμός και η ρυθμικότητα του rock ‘n’ roll, η γλώσσα των beat ποιητών) και δημιουργούσε δρόμους για το αύριο (το rock ως νέα παγκοσμιοποιημένη γλώσσα και φαινόμενο). Φυσικά, εκείνα τα χρόνια η λαϊκή μουσική δεν θεωρούνταν τέχνη, όμως ο Dylan «φρόντιζε» ήδη και γι’ αυτό με τα τραγούδια –και κυρίως τους στίχους του…
Κομβικό σημείο της διαδρομής ήταν το “Like A Rolling Stone”, single που κυκλοφόρησε κατακαλόκαιρο του 1965. Ένα βιτριολικό κομμάτι, το οποίο χρειάστηκε την εύνοια μιας σειράς συμπτώσεων για να ηχογραφηθεί (π.χ. τη συμμετοχή με το «έτσι θέλω» του νεαρού Al Kooper στα πλήκτρα, παρότι δεν τα είχε χειριστεί ποτέ μέχρι τότε) και ξεπέρασε τα «ντεζαβαντάζ» του –πολύ προχώ και αντιεμπορικός ήχος για την εποχή του, μεγάλη διάρκεια– για να ανέβει στα charts (Η.Π.Α. #2, Βρετανία #4) και να κερδίσει ένα νέο ακροατήριο για τον δημιουργό του.
Ο Dylan ήταν πλέον ποπ σταρ παγκόσμιας ακτινοβολίας και έπαιζε στην ίδια κατηγορία με τους Beatles και τους Rolling Stones. Και τα γιουχαΐσματα που άκουγε όπου εμφανιζόταν δεν ήταν δυνατόν να σταματήσουν την πορεία του. Το Highway 61 Revisited ήταν το επόμενο βήμα του, με τα «νέα ήθη» να διέπουν κάθε γωνιά και τη συνθετική του δεινότητα να χτυπάει καινούρια ύψη. Στο μεταξύ, τραγούδια όπως το “Desolation Row” –με την ανοιχτή σε πλήθος ερμηνειών στιχουργική τους– άρχισαν να δημιουργούν ανανεωμένο πεδίο συγκρούσεων, πλέκοντας παράλληλα ένα ολοένα και πυκνότερο μυθικό πέπλο γύρω από τον τραγουδοποιό.
Το κλείσιμο της τριλογίας και το κλείσιμο μιας πόρτας
Για την ηχογράφηση του επόμενου δίσκου του, του τελευταίου μέρους μιας άτυπης τριλογίας, ο Bob Dylan ταξίδεψε στο Νάσβιλ και συνεργάστηκε με μερικούς από τους καλύτερους session μουσικούς του Τενεσί. Κι αν η συνεννόηση μεταξύ των δύο μερών δεν ήταν η καλύτερη, το αποτέλεσμα ήταν το πιο ετερόκλητο (και γι’ αυτό συναρπαστικό) μουσικό κοκτέιλ της έως τότε δισκογραφίας του. Το Blonde On Blonde αποτέλεσε δείγμα της άρνησης του Dylan να βολευτεί σε κάποια μουσική «γωνιά» και επιβεβαίωσε τη θέλησή του να εξερευνήσει κάθε πτυχή της αμερικανικής παράδοσης, πάντα μέσα από το δικό του, απόλυτα σύγχρονο πρίσμα.
Η δαιμονισμένη κούρσα του, όμως, είχε το τίμημά της. Οι απαιτήσεις των περιοδειών τον είχαν οδηγήσει στη χρήση αμφεταμινών και άλλων ουσιών και όλες οι μαρτυρίες από τις συναυλίες του κατά τη διάρκεια του 1966 μιλούν για έναν εξουθενωμένο οργανισμό. Στις 29 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα έφερε τον τραγουδοποιό αντιμέτωπο με την πραγματικότητα: είχε έρθει η ώρα να αποτραβηχτεί από τον δημόσιο στίβο και να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη. Με πρόφαση λοιπόν τον τραυματισμό του, ακύρωσε τις προγραμματισμένες συναυλιακές υποχρεώσεις του και απείχε από τη σκηνή για σχεδόν 8 χρόνια· συνέχισε, όμως, να δίνει τακτικά το δισκογραφικό παρών.
Κι έτσι, εκεί που είχε αρχίσει να αποτελεί ένα μυστήριο σε κοινή θέα, ο Bob Dylan έγινε ένας πανταχού παρών/απών. Το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπο και το έργο του, αντί να σβήσει, αποκτούσε πλέον μυθικές διαστάσεις, με τη βοήθεια βέβαια και των επόμενων (σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις κινούμενων) δίσκων του. Ο πρώτος ροκάς που αντιμετωπίστηκε ως πραγματικός καλλιτέχνης είχε επιλέξει να κλείσει την πόρτα μέσα από την οποία ερχόταν σε επικοινωνία με τα μεγάλα ακροατήρια και να υποστεί μια ακόμα μεταμόρφωση, σε οικογενειάρχη-ερημίτη αυτή τη φορά. Αλλά ο δρόμος μπροστά έκρυβε μερικές ακόμα αναπάντεχες στροφές…
πηγή: Μιχάλης Τσαντίλας / avopolis.gr