Λίγο πριν την αναχώρησή του, ο ατυχής Μπάστας, συνομιλώντας με έναν φίλο του βαρκάρη στο λιμάνι της Ραφήνας, τον Δημήτρη Καρδαμάκη, άφησε να υπονοηθεί ότι “κάτι του ‘λεγε ότι δε θα έφτανε γερός στην Αθήνα”.
Ο Καρδαμάκης, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της θάλασσας, ήταν φύσει προληπτικός και δεν αρκέστηκε στην απλή αυτή εκδήλωση των ανησυχιών του Μπάστα. Ήθελε να μάθει από πού πήγαζε αυτή η κατάφωρη ανησυχία του. Έτσι, ο Αντώνιος Μπάστας του εκμυστηρεύθηκε ότι είχε δει ένα κακό όνειρο, που τον είχε προϊδεάσει. Ο βαρκάρης της Ραφήνας άρχισε να εξιστορεί το παράξενο όνειρο, που του είχε διηγηθεί ο δυστυχής Μπάστας λίγο πριν χάσει τελικώς τη ζωή του:
“Ο Αντώνης μου είπε ότι κατά το γλυκοχάραμα, μια μέρα προτού φύγει για την Αθήνα, είδε έξαφνα πως βρέθηκε μέσα σ’ ένα απέραντο περιβόλι με κάτι παράξενα λουλούδια, που είχαν πελώρια κοτσάνια. Τα λουλούδια αυτά ήταν κατάμαυρα και του έκανε μεγάλη εντύπωση. Κανένα δέντρο δεν υπήρχε μες στον κήπο. Η γη ήταν στείρα και τα μόνα πράγματα που βρίσκονταν εκεί, ήταν εκείνα τα αλλόκοτα λουλούδια. Ούτε πουλιά, ούτε έντομα, ούτε ζώα. Ο Μπάστας βρέθηκε στη μέση του περιβολιού και κοιτούσε τριγύρω σαστισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σόι πράγμα ήταν ετούτος ο περίεργος κήπος.
Και ξαφνικά, όπως μου είπε, από το βάθος του περιβολιού άρχισαν να μπαίνουν κάτι βρόμικα νερά. Ο Αντώνης Μπάστας τα έχασε. Έκανε να φύγει, μα δεν κατάφερνε να ξεκολλήσει τα πόδια του. Κάτι τον κρατούσε εκεί. Εν τω μεταξύ, τα νερά όλο και φούσκωναν και του έφτασαν μέχρι τη μέση. Το περιβόλι γέμισε και το νερό συνεχώς ανέβαινε, μέχρι που του έφτασε μέχρι τον λαιμό. Άρχισε να χάνει την ισορροπία του και από τον φόβο του δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει. Έπειτα, όμως, όταν το νερό κόντευε να του φράξει το στόμα, κατόρθωσε να βγάλει μια φωνή κι ύστερα, ξύπνησε!”
Αυτό, λοιπόν, ήταν το προφητικό όνειρο που είχε δει την προηγουμένη ο ατυχής Αντώνης Μπάστας και το οποίο πρόλαβε να το διηγηθεί στον φίλο του βαρκάρη από τη Ραφήνα. Ο δυστυχής αυτός άνθρωπος βρήκε έναν οικτρό θάνατο στα συντρίμμια του λεωφορείου μέσα σε μια ρεματιά του Πικερμίου. Άραγε πρέπει ή δεν πρέπει να πιστεύουμε στα όνειρα;
Άλλωστε, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι δεν είδαν τέτοια όνειρα και άλλοι από τους επιβάτες του μοιραίου λεωφορείου;
Δεν ήταν, όμως, μόνο το όνειρο του Μπάστα που αποτελούσε το μυστήριο, το οποίο περιέβαλε το τραγικό εκείνο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν και το ίδιο το σημείο, στο οποίο συνέβη το μακάβριο περιστατικό. Και το σημείο αυτό ήταν η περιβόητη Γέφυρα του Πικερμίου.
Για τη γέφυρα αυτή, οι χωρικοί της περιοχής εκφράζονταν πάντοτε με μια απέχθεια ανάμικτη με τρόμο.
Ένας ψαράς είχε δηλώσει:
“Δεν περνάει ούτε χρόνος, που να μη γίνουν τρία-τέσσερα δυστυχήματα σ’ αυτήν την αφορισμένη γέφυρα. Πότε θα πέσει κάτω ένα αυτοκίνητο, πότε θα φύγει εντελώς ανεξήγητα η ρόδα κάποιου κάρου, πότε θα κοπεί μυστηριωδώς ο άξονας μιας φορτωμένης σούστας, πότε θα σωριαστεί καταγής τραυματίας κάποιος ποδηλάτης! Θαρρείς και κάποιο αιμοβόρο στοιχειό βρίσκεται σε τούτη εδώ την καταραμένη γέφυρα!”
Σχετικά, λοιπόν, με τα θρυλούμενα στοιχειά της Γέφυρας του Πικερμίου κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες. Μια από αυτές, η πιθανότερη ίσως, ήταν η εξής:
Το 1913, ένας ξένος, συνοδευόμενος από μια ωραιότατη φίλη του, επέστρεφε από την Κάρυστο μέσω της Ραφήνας. Ήταν φθινόπωρο και το χαριτωμένο ζευγάρι των δύο ξένων, μόλις έφτασε στην Ραφήνα, πήρε ένα αμάξι, για να φτάσει στην Αθήνα.
Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά. Μα, όταν έφτασαν κοντά στο 21ο χιλιόμετρο της οδού Ραφήνας-Αθηνών, στην αρχή ακριβώς της μυστηριώδους Γέφυρας του Πικερμίου, τα άλογα σταμάτησαν απότομα και τρεις οπλισμένοι άγνωστοι επιτέθηκαν εναντίον του αμαξά και των δύο ξένων.
Μάταια οι δύο ερωτευμένοι καλούσαν σε βοήθεια. Μάταια παρακαλούσε ο αμαξάς να τους αφήσουν στην ησυχία τους, ορκιζόμενος πως κανένας από τους τρεις τους δεν είχε χρήματα μαζί τους. Κανείς δεν τους άκουγε. Η φθινοπωρινή νύχτα είχε βυθίσει στο σκοτάδι όλο το άγριο εκείνο περιβάλλον και τότε, ξέσπασε μια ραγδαία νεροποντή. Οι ληστές, όταν έχασαν εντελώς την υπομονή τους, όταν είδαν ότι τίποτα δεν έβγαινε με το καλό, σκότωσαν τον αμαξά και τον πέταξαν μαζί με τους δύο ξένους, οι οποίοι γονυπετείς, με δάκρυα στα μάτια, ζητούσαν οίκτο από τους φοβερούς ληστές.
Ο δύστυχος αμαξάς και οι δύο ερωτευμένοι ξένοι βρέθηκαν σε μια στιγμή κάτω στα βάθη της χαράδρας, η οποία είχε μεταβληθεί σε έναν ορμητικό χείμαρρο εξαιτίας της δυνατής βροχής. Τα άλογα αφηνίασαν από τις βροντές και τις αστραπές και κανείς ποτέ δεν έμαθε τίποτε για την τύχη του δύσμοιρου αμαξά και των τραγικών ξένων, που μετέφερε.
Η άμαξα βρέθηκε δυο μέρες μετά, σφηνωμένη σε κάποια δέντρα του δάσους, χίλια πεντακόσια μέτρα περίπου από το σημείο, όπου είχε γίνει το έγκλημα. Τα πτώματα των ξένων και του αμαξά δε βρέθηκαν ποτέ. Ίσως να τα παρέσυρε το ρέμα της χαράδρας και να τα ξέβγαλε στη θάλασσα…
Από τότε, τις χειμωνιάτικες νύχτες, όσοι περνούσαν πάνω από τη γέφυρα, άκουγαν κάτι αλλόκοσμες φωνές, που έμοιαζαν με τραγικές επικλήσεις, με γόους και απαρηγόρητα κλάματα. Από τότε, κατά την παράδοση, η Γέφυρα του Πικερμίου θεωρήθηκε στοιχειωμένη.
Μια άλλη εκδοχή του γιατί στοιχειώθηκε η εν λόγω γέφυρα ήταν η εξής:
Πριν από πολλά χρόνια, ζούσε στην περιοχή μια όμορφη χωριατοπούλα, η οποία έπεσε από τη γέφυρα κάτω στη βαθιά χαράδρα και σκοτώθηκε, γιατί ο πατέρας της δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να της επιτρέψει να παντρευτεί ένα φτωχό τσομπανόπουλο, που εκείνη αγαπούσε με όλη της την καρδιά.
Εν πάση περιπτώσει, οι χωρικοί, που περνούσαν συχνά από τη Γέφυρα του Πικερμίου, ιδίως τον χειμώνα, ισχυρίζονταν ότι πολύ συχνά τα άλογά τους αρνούνταν να τη διαβούν και αλάφιαζαν, σαν να αντίκριζαν ένα τρομακτικό θέαμα, που κανένας άνθρωπος, όμως, δεν μπορούσε να δει.
Η γέφυρα, από την οποία κατέπεσε στις 19 Αυγούστου του 1931 το υπ’ αριθμόν 28475 λεωφορείο της συγκοινωνίας Ραφήνας, βρισκόταν στο 21ο χιλιόμετρο της οδού Μαραθώνος, αμέσως μετά το Πικέρμι. Η γέφυρα αυτή ονομαζόταν “Γέφυρα Παπά”, είχε ύψος πέντε μέτρων και ήταν πολύ επικίνδυνη, διότι από αυτήν αναγκαστικώς γινόταν και απότομη στροφή του δρόμου προς αμφότερες τις κατευθύνσεις της. Όλοι οι επιβάτες που τραυματίστηκαν, καθώς και ο Αντώνιος Μπάστας που έχασε τη ζωή του, κατάγονταν από την Κάρυστο της Εύβοιας.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 20/08/1931…
πηγή: strangepress.gr