Μπέρργκμαν, Βισκόντι και ταξίδια σε όλες τις ταινίες του κόσμου.
Η καλοκαιρινή διάθεση μάλλον επηρεάζει και τις εταιρίες διανομής που αφού έβγαλαν ότι τους είχε απομείνει στα ράφια – και δυστυχώς συνεχίζουν, αλλά με μέτρο – τώρα ποντάρουν στις επανεκδόσεις κλασικών και εξαιρετικών ταινιών του παρελθόντος και σίγουρα κάνουν καλά, αφού το κοινό διψάει για καλό σινεμά, κάτι που αποδείχθηκε και με την αριστουργηματική ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ «Μάρτυρας Κατηγορίας» την περασμένη εβδομάδα, η οποία γέμισε τα τέσσερα σινεμά στα οποία προβλήθηκε.
Έτσι, αυτή την εβδομάδα έχουμε τέσσερις νέες αφίξεις και άλλες τόσες επανεκδόσεις, οι οποίες κερδίζουν συντριπτικά τις νέες παραγωγές, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν το αστυνομικό δράμα από την Αργεντινή «Κόκκινη Έκλειψη» και το εξαιρετικό animation «Toy Story 4».
«Κόκκινη Έκλειψη»
(«Rojo») Αστυνομικό δράμα μυστηρίου, αργεντίνικης (πολυεθνικής) παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μπέντζαμιν Ναϊσάτ, με τους Κλαούντιο Μαρτίνεζ Μπελ, Αντρέα Φριγκέριο Μάρα Μπεστέλι, Αλφρέντο Κάστρο κα.
Αρκετά ενδιαφέρον αστυνομικό δράμα μυστηρίου από την Αργεντινή και από τον ανερχόμενο σκηνοθέτη Μπέντζαμιν Ναϊσάτ που προσπαθεί να φρεσκάρει την κινηματογραφική αφήγηση, τις περισσότερες φορές με επιτυχία, κάτι που του αναγνωρίστηκε και στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, από το οποίο έφυγε με τρία βραβεία.
Η ιστορία τοποθετείται στην Αργεντινή της δεκαετίας του ‘70, σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται και πάλι κάτω από μία στυγνή δικτατορία, τους «εγκεφάλους» του ΔΝΤ και των αμερικάνικων «υπηρεσιών», ένα ιστορικό πλαίσιο που εύκολα το μεταφέρεις και στα δικά μας ή σε πολλές άλλες χώρες που δοκιμάστηκαν μέχρι να υποκύψουν ή που συνεχίζουν ακόμη να δίνουν τη μάχη τους. Και αυτό το καταλαβαίνεις καλύτερα όταν νομίζεις ότι βλέπεις στην ταινία του Ναϊσάτ κάποια στοιχεία που μοιάζουν ασύνδετα, αλλά έρχεται η μνήμη και τα τακτοποιεί και η καρδιά αρχίζει να χτυπά άτακτα.
Η ταινία μπορεί να χάνει στο επίπεδο του μυστηρίου και τις ίντριγκας, αλλά αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι επικεντρώνεται στη βαριά ιστορία της Αργεντινής και τους εφιάλτες που ξυπνούν στο λαό της. Άλλωστε, τα «μαύρα» χρόνια των αναμνήσεων του ήρωα, που εμφανίζεται ως ο «κακός» αλλά ουσιαστικά είναι το θύμα – ένα από τα πολλά εκείνων των χρόνων – πάντα θα στοιχειώνουν τους ανθρώπους που έζησαν τον Βιντέλα και όλα όσα έφερε μαζί του ο εκλεκτός των ΗΠΑ. Ωστόσο, το καθοριστικό σχόλιο του σκηνοθέτη είναι αυτό που αφορά αυτούς που στήριξαν με τον τρόπο τους τύπους σαν τον Βιντέλα, τις «μεταρρυθμίσεις» του ΔΝΤ και την αγριότητα που ακολούθησε.
Οι πρωταγωνιστές Κλάουντιο Μαρτίνεζ Μπελ και Αντρέα Φριγκέριο, μακριά από τα πρότυπα του Χόλυγουντ, παίζουν στα όρια και καταφέρνουν να δώσουν το βάρος και το βάθος του πολυεπίπεδου χαρακτήρα τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Βρισκόμαστε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ένας παράξενος άνδρας φθάνει σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη. Εκεί μέσα σε ένα εστιατόριο και χωρίς κανέναν προφανή λόγο αρχίζει να προσβάλει τον Κλαούντιο έναν φημισμένο δικηγόρο. Η κοινότητα υπερασπίζεται τον δικηγόρο και ο ξένος φεύγει κακήν κακώς. Αργότερα την νύχτα, ο ξένος που είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί επιτίθεται στον Κλαούντιο και στην γυναίκα του Σουζάνα. Ο δικηγόρος τότε θα πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή γεμάτο μυστικά και σιωπή.
«Ο Έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ»
(«Vita & Virginia») Βιογραφικό δράμα, βρετανικής και ιρλανδικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τσάνια Μπάτον, με τους Τζέμα Άρτερτον, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Ρούπερτ Πένρι-Τζόουνς, Πίτερ Φερντινάντο κα.
Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι οι ταινίες που έχουμε δει το τελευταίο διάστημα με θέματα τη ζωή διάσημων και ειδικά της λογοτεχνίας – σχετικά πρόσφατα την «Κολέτ» με την Κίρα Νάιτλι και το «Μαίρη Σέλλεϋ» με την Ελ Φάνινγκ – αφήνουν μία επίγευση αδιάφορη, θυμίζοντας, κατά πολύ, τηλεοπτικές παραγωγές. Χωρίς τόλμη και καυστικότητα, με στρογγυλοποίηση των καταστάσεων, με έναν ιδιότυπο κόφτη στην κριτική σκέψη, δίχως σαρκαστική διάθεση, χρησιμοποιώντας ένα καλλιγραφικό λογοτεχνικό λόγο αντί της πραγματικά ζωντανής γλώσσας και μένοντας μακριά από τους δαίμονες, τα άγχη, τα πάθη, τους υπαρξιακούς προβληματισμούς που κινούν την καλλιτεχνική έμπνευση των συγγραφέων.
Έτσι κι εδώ, η ταινία της Τσάνια Μπάτον, που βασίζεται στην αλληλογραφία ανάμεσα στη φημισμένη Βιρτζίνια Γουλφ και τη Βίτα Σάκβιλ–Γουέστ, οι οποίες είχαν μια παθιασμένη σχέση κόντρα στα κοινωνικά όρια της εποχής τους, θυμίζει περισσότερο ένα δραματοποιημένο βιογραφικό ντοκιμαντέρ τηλεοπτικής φόρμας. Έτσι, η Μπάτον, που προτιμά να προσεγγίσει την ιστορία της περισσότερο ως ένα ρομάντζο παρά ως μία καταραμένη ιστορία, σύντομα χάνει τη δυναμική της και καταλήγει σε ένα επίπεδο έργο, στα όρια της βαρεμάρας – ειδικά σε αυτούς που δεν αρέσκονται στις απαλές ροζ ιστορίες διανθισμένες από το απαραίτητο φεμινιστικό μανιφέστο.
Ένα κάποιο ενδιαφέρον στην ταινία έχει η θέαση της περιβόητης λέσχης Μπλούμσμπερι, που δημιουργήθηκε από διάσημους καλλιτέχνες, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, Άλντους Χάξλεϊ, Ρότζερ Φράι κλπ, οι οποίοι έβαλαν στη λογοτεχνία τον μοντερνισμό. Επίσης, ένα ενδιαφέρον έχει και η προσέγγιση της Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία παρουσιάζεται διαφορετικά από τη γενική άποψη γι’ αυτήν, καθώς δείχνει ευάλωτη, αν και οι εμμονές της ή η ερωτικές επιθυμίες της είναι αυτές που έβγαλαν από μέσα της το λογοτεχνικό της ταλέντο και ως εκ τούτου και το θρυλικό της ερωτικό γράμμα «Ορλάντο».
Η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι στο ρόλο της Βιρτζίνια Γουλφ δείχνει ιδανική, αν και χάνει ορισμένες φορές στις δύσκολες αποχρώσεις του πολυσύνθετου χαρακτήρα της, ενώ η Τζέμα Άρτερτον αποτελεί μία μάλλον καλή επιλογή, διαθέτοντας τον απαραίτητο δυναμισμό και το πικάντικο του χαρακτήρα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Στο Λονδίνο του 1920, η συγγραφέας των «Ωρών» Βιρτζίνια Γουλφ και η αριστοκράτισσα ποιήτρια Σάμσβιλ-Γουέστ, ζούνε παράλληλες ζωές μέχρι την στιγμή που θα συναντηθούν. Ο θαυμασμός της δεύτερης για την δουλειά της πρώτης, αλλά και η ακαταμάχητη έλξη που θα νιώσουν, θα τις κάνουν να ξεκινήσουν μια ταραχώδη και παθιασμένη σχέση, που θα ξεπεράσει όλα τα κοινωνικά ταμπού. Θα αλλάξει για πάντα τις ζωές και το έργο τους και θα μείνει στην ιστορία. Αυτή η σχέση ενέπνευσε την Βιρτζίνια Γουλφ να γράψει ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της: το «Ορλάντο».
«Μικρά Αθώα Ψέματα 2»
(«Nous Finirons Ensemble») Δραματική κωμωδία, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Γκιγιόμ Κανέ, με τους Φρανσουά Κλουζέ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Ζιλ Λελούς, Λοράν Λαφίτ, Μπενουά Μαζιμέλ κα.
Η γαλλική κομεντί που έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία επιστρέφει μετά από επτά χρόνια, προφανώς για να φέρει κι άλλα έσοδα στους παραγωγούς της ταινίας και τίποτα άλλο. Και αν η πρώτη ταινία είχε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, πέρα από το πρωταγωνιστικό χαρισματικό καστ, το σίκουελ είναι μία ανούσια επανάληψη, με τα αδιέξοδα της παρέας να μένουν αδιερεύνητα και τα όποια σεναριακά ευρήματα να μην έχουν τη στοιχειώδη σπιρτάδα και τελικά την αποτελεσματικότητα που θα περίμενε κανείς.
Έτσι, αυτά που μένουν είναι τα δοκιμασμένα κλισέ, ορισμένα καρτ ποστάλ πλάνα, σαν τουριστική διαφήμιση και η πεποίθηση ότι οι δημιουργοί της ταινίας στόχευσαν για μια ακόμη φορά στις τσέπες του κοινού.
Η πρωταγωνιστική παρέα των Φρανσουά Κλουζέ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Ζιλ Λελούς, Λοράν Λαφίτ και Μπενουά Μαζιμέλ στέκεται μεν στο ύψος της, αλλά είναι φανερό ότι ξέρουν κι αυτοί ότι επαναλαμβάνονται, ενώ μάλλον διακρίνεις και το άγχος τους να ανταπεξέλθουν έχοντας ελάχιστη βοήθεια, τόσο από τον σκηνοθέτη Κανέ όσο και από το φτωχό σενάριο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. O Μαξ βρίσκεται ένα βήμα πριν την κατάθλιψη γι’ αυτό και ξεκινά για ένα μοναχικό σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Την ίδια στιγμή, οι φίλοι του που έχει να δει τρία χρόνια καταστρώνουν ένα πάρτι έκπληξη για τα γενέθλιά του σαν μια ευκαιρία για να ξανασμίξουν. Τώρα που τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, τα ζευγάρια έχουν απομακρυνθεί, οι ζωές έχουν αλλάξει και όλοι λένε μικρά αθώα ψέματα, τι έχει απομείνει από τη φιλία;
«Toy Story 4»
(«Toy Story 4») Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζος Κούλεϊ.
Ακόμη μία ιστορία από τα αγαπημένα παιχνίδια της Pixar, την τέταρτη κατά σειρά, αυτή τη φορά με νέους ήρωες, αλλά πάντα με το ίδιο κέφι και τις ψυχομένες φιγούρες, που ξεχωρίζουν από τις πολλές ταινίες του είδους. Μια ταινία που αφήνει πίσω της τα παιδιάστικα αστεία και την ευκολία να γοητεύει τους μπόμπιρες με συνταγές που φτάνουν στα όρια του «τηγανιτές πατάτες με κεφτέδες», δουλεύοντας ψιλοβελονιά τους χαρακτήρες και βρίσκοντας πρωτότυπους τρόπους να επικοινωνεί με το κοινό, να συγκινεί και να κουνά από το λήθαργο συνειδήσεις – αυτό αφορά κυρίως τους μεγαλύτερους.
Στα θετικά της ταινίας και η μουσική του Ράντι Νιούμαν, αλλά και οι φωνές που δανείζουν οι Τομ Χανκς, Τιμ Άλεν, Άνι Ποτς, Τόνι Χέιλ, Κριστίνα Χέντριξ. Προβάλλεται και μεταγλωττισμένο με τις φωνές των Άλκη Κούρκουλου, Γιώργου Λιάντου, Μαρίας Πλακίδη κα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Γούντι ήταν πάντα σίγουρος για τη θέση του στον κόσμο και το ότι προτεραιότητα του είναι η φροντίδα του παιδιού του, είτε είναι ο Άντι είτε η Μπόνι. Οπότε, όταν το καινούριο παιχνίδι της Μπόνι, που είναι καρπός χειροτεχνίας από αναλώσιμα υλικά και ακούει στο όνομα Φόρκι αυτοαποκαλείται «σκουπίδι», ο Γούντυ αναλαμβάνει να του δείξει ότι πρέπει να αγκαλιάσει το γεγονός ότι είναι ένα παιχνίδι. Όταν η Μπόνι παίρνει την παρέα σε οικογενειακή εκδρομή, ο Γούντι καταλήγει σε μία απρόσμενη παράκαμψη που του επιφυλάσσει μία συνάντηση με τη χαμένη του φίλη Λόλα. Μετά από χρόνια μοναχικής περιπλάνησης, το περιπετειώδες πνεύμα της Λόλα και οι εμπειρίες της στον δρόμο έρχονται σε αντίθεση με την ντελικάτη, πορσελάνινη επίστρωση της. Πάνω που ο Γούντι και η Λόλα συνειδητοποιούν ότι οι δύο κόσμοι τους είναι μακριά σε ό,τι αφορά τη ζωή τους ως παιχνίδια, την ίδια στιγμή καταλαβαίνουν ότι αυτή είναι η πιο ασήμαντη έγνοια τους.
«Άγριες Φράουλες»
(«Wild Strawberries») Δραματική ταινία, σουηδικής παραγωγής του 1957, σε σκηνοθεσία Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τους Βίκτορ Σιόστρομ, Μπίμπι Άντερσον, Ίνγκριντ Τούλιν κα.
Το κλασικό αριστούργημα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε νέες ψηφιακές κόπιες, με το οποίο ο φημισμένος σκηνοθέτης παραδίδει ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό, που διαπερνά τη Σουηδία και το παρελθόν της, αλλά και το σύμπαν του πρωταγωνιστή. Ο Μπέργκμαν χαμηλώνει τις μεταφυσικές του ανησυχίες, για να προσηλωθεί στην ενδοσκόπηση, στην αλλοτρίωση και την έλλειψη επικοινωνίας, κάνοντας μικρά σταθερά και σίγουρα άλματα από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό, με την ιμπρεσιονιστική χρήση του φωτός.
Τι είναι ο χρόνος; Πως μπορείς να απαλλαγείς από τη συμβατική θεώρησή του; Μια εικόνα χίλιες λέξεις: Ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Ο Μπέργκμαν βρίσκει το κορυφαίο κινηματογραφικό εύρημα για να μιλήσει. Να μιλήσει για τους σταθμούς της ζωής του πρωταγωνιστή – ένας καταξιωμένος ηλικιωμένος γιατρός – τη ζωή και το θάνατο, τη μοναξιά και τον εγωισμό.
Ο κορυφαίος Σουηδός σκηνοθέτης δημιουργεί μια σπαρακτική υπαρξιακή ταινία, που βάζει αιώνια ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο, την παραίτηση από τη ζωή, κάτι που μπορεί να ανατρέψει μια φλογερή απαστράπτουσα ανάμνηση ή η γεύση μιας άγριας φράουλας.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Μια ταινία που περνά στην κληρονομιά της ανθρωπότητας και πάντα θα δημιουργεί την αίσθηση στον θεατή, που την είδε, ότι κάτι σημαντικό του συνέβη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο ηλικιωμένος γιατρός Άιζακ Μποργκ ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, η οποία δεν τρέφει και τα ευγενέστερα των συναισθημάτων για τον εγωπαθή πεθερό της.. Στη διαδρομή, έπειτα και από έναν εφιάλτη που θα τον προβληματίσει, ο γιατρός θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα που, συνειρμικά, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τα όνειρα του παρελθόντος και τις μνήμες μιας ζωής που έχει μείνει πίσω και το ταξίδι του θα μετατραπεί, τελικά, σε μια πνευματική πορεία συμφιλίωσης με το παρελθόν και τους οικείους του, με το υποσυνείδητο να συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής, πετυχημένης κοινωνικά, αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά.
«Η ευτυχία»
(«Le Bonheur») Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 1965, σε σκηνοθεσία Ανιές Βαρντά, με τους Ζαν Κλοντ Ντρουότ, Μαρί – Φρανς Μπογιέ, Σίλβια Σαουρέλ, Μαρσέλ Φορέ – Μπερτέν κα.
Η Ανιές Βαρντά, που χάσαμε πριν λίγο καιρό, μετά την ασπρόμαυρη «Κλεό από τις 5 στις 7», την οποία απολαύσαμε πέρυσι, εδώ επιστρέφει με μια έντονα πολύχρωμη ταινία, πλαισιωμένη από τη μουσική του Μότσαρτ και με αναφορές στους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, αλλά και τον Ζαν Ρενουάρ, καθώς μια σκηνή από την ταινία του «Πρόγευμα στη Χλόη» εμφανίζεται να παίζει στην τηλεόραση μέσα στην ταινία. Πλημμυρισμένη στα καλοκαιρινά χρώματα με την παλέτα της να κινείται σταδιακά προς το μελαγχολικό φθινόπωρο, η Βαρντά καταθέτει με το δικό της τρόπο το ανατρεπτικό στοχασμό πάνω στην έννοια του έρωτα, της πίστης και βέβαια της ίδιας της ευτυχίας διαλύοντας μεθοδικά κάθε μελοδραματικό στερεότυπο. Ένας μοναδικός ύμνος στην ίδια.
Όπως είχε πει και η ίδια, η σπουδαία Ανιές Βαρντά, για την ταινία της, «φαντάστηκα ένα καλοκαιρινό ροδάκινο με τα τέλεια χρώματά του και μέσα του υπάρχει ένα σκουλήκι. Φαντάστηκα πίνακες του ιμπρεσιονισμού που μεταδίδουν μια αίσθηση μελαγχολίας παρόλο που απεικονίζουν καθημερινές ευτυχισμένες σκηνές. Άκουσα Μότσαρτ και σκέφτηκα την υπεροχή του θανάτου. Έγραψα το σενάριο γρήγορα, το γυρίσαμε γρήγορα, όπως το ζωντανό φως των καλοκαιριών που περνούν γρήγορα. Σε έναν κόσμο γεμάτο από προκατασκευασμένες εικόνες ευτυχίας, είναι ενδιαφέρον να διαλύεις τα κλισέ».
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Φρανσουά ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο του Τερέζ και τα δύο τους παιδιά σε ένα εργατικό προάστιο του Παρισιού. Εκείνος είναι ξυλουργός και εκείνη μοδίστρα. Όταν ο Φρανσουά πάει σε μια άλλη πόλη για δουλειά γνωρίζει την Εμιλί, υπάλληλο ταχυδρομείου, και ξεκινάει μια σχέση μαζί της που θα φέρει δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή του ζωή.
«Θάνατος στη Βενετία»
(Morte a Venezia») Δραματική ταινία, ιταλικής και γαλλικής παραγωγής του 1971, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, με τους Ντερκ Μπόγκαρντ, Μπιορν Άντερσεν, Σιλβάνα Μάγκανο κα.
Το φημισμένο δράμα του Λουκίνο Βισκόντι («Ο Γατόπαρδος») σε νέες ψηφιακές κόπιες, για τους λάτρεις του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, αλλά και αυτούς που θέλουν να ανακαλύψουν ένα ανυπέρβλητο μελαγχολικό θέαμα κορυφαίας αισθητικής, συνοδευόμενο άψογα από τη υποβλητική μουσική του Γκούσταβ Μάλερ.
Ο Βισκόντι, που σεβάστηκε το βιβλίο του Τόμας Μαν, στήνει, με σκηνικό την υπέροχη Βενετία, ένα πνιγηρό δράμα, για τη μοναξιά, τα γηρατειά και την ψευδαίσθηση της ομορφιάς, μέσα στα μουχλιασμένα κανάλια της Γαληνοτάτης. Και όλα αυτά σε μια πανδαισία χρωμάτων και μιας εξαιρετικής καλλιτεχνικής επιμέλειας που αναδεικνύει το θέμα σε κάθε λεπτομέρειά του. Φυσικά υπάρχει και το αξεπέραστο φινάλε, που συγκαταλέγεται στα πιο ποιητικά, αλλά και πιο εμπνευσμένα του σινεμά, καθώς βλέπουμε τον πρωταγωνιστή μόνο του στην παραλία να αργοπεθαίνει και κοιτώντας τον νεαρό Τάντζιο, το συνώνυμο της «ομορφιάς», του ναρκισσισμού και του πόθου να ξεμακραίνει προς τη θάλασσα.
Η επιλογή του σπουδαίου ηθοποιού Ντερκ Μπόγκαρντ για τον πρώτο ρόλο κάτι παραπάνω από εύστοχη. Ο Βρετανός ηθοποιός δίνει ρεσιτάλ με το βλέμμα του, του ανείπωτου σιωπηλού πόνου, το υπέροχα μετρημένο παίξιμό του. Δίπλα του η υπέροχη φιγούρα και το ακαταμάχητο πρόσωπο της Σιλβάνα Μάγκανο, το οποίο κρύβεται πίσω από τις σκιές των περίτεχνων καπέλων της, αλλά και ο Μπιορν Άντερσεν, ακόμη μία σωστή επιλογή στο ρόλο του Τάντζιο, καθώς η όψη του και οι γραμμές του παραπέμπουν σε αναγεννησιακούς πίνακες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Γκούσταφ φον Άσενμπαχ είναι ένας ηλικιωμένος συνθέτης, που αποφασίζει να ταξιδέψει στη Βενετία για λόγους υγείας. Εκεί βλέπει και ερωτεύεται τον Πολωνό έφηβο Τάτζιο, ο οποίος κάνει διακοπές με την οικογένειά του. Παρά τις προειδοποιήσεις των αρχών για την επιδημία που θερίζει τη Βενετία, ο Άσενμπαχ παραμένει στο ξενοδοχείο, προκειμένου να θαυμάσει τον Τάτζιο. Έτσι, το πάθος του για την ιδανική ομορφιά υπερνικά τη θέληση για ζωή, και όσο η υγεία του επιδεινώνεται, ο Άσενμπαχ επιμένει στον ανεκπλήρωτο έρωτα.
«Ο Θάνατος ενός Γραφειοκράτη»
(«La muerte de un burócrata») Κωμική κοινωνική σάτιρα, κουβανέζικης παραγωγής του 1966, σε σκηνοθεσία Τόμας Γκ. Αλέα, με τους Τίμοθι Ντάλτον, Σαλβαντόρ Γουντ, Σίλβια Πλάνας κα.
Γνήσια λαϊκή κωμωδία από την Κούβα, σε νέες κόπιες, που βγάζει πολύ γέλιο με τα παράλογα της γραφειοκρατίας. Με σαρδόνιο, κατάμαυρο χιούμορ, ο Αλέα ισοπεδώνει τα πάντα, καταδεικνύοντας τον παραλογισμό των κρατικών υπηρεσιών, σε μια εποχή που οι υπηρεσίες δεν λειτουργούσαν για την εξυπηρέτηση του κοινού, αλλά για την επίδειξη του ποιος κάνει κουμάντο σε αυτή τη ζωή. Βεβαίως μετά φτάσαμε στο άλλο άκρο, καθώς ήρθαν οι εταιρίες, οι υπερεθνικοί οργανισμοί, τα σαΐνια της αγοράς και η φάρσα ή το παράλογο έδωσε τη θέση του στο δράμα και την απάνθρωπη εκμετάλλευση. Θα μπορούσε να πει κάποιος και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά μάλλον θα αδικούσαμε το πανίσχυρο τέρας της γραφειοκρατίας, αφού πάντα υπάρχει κάτι πιο μοχθηρό και πιο τερατώδες.
Πάντως, στην ταινία γίνεται πραγματικά της κακομοίρας, καθώς στο αστείο στόρι προσθέστε και μια σειρά από σουρεαλιστικές καταστάσεις και εικόνες, που φτάνουν την πλάκα στα άκρα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένας υποδειγματικός εργάτης στην Κούβα, που πέθανε κατά τη διάρκεια του καθήκοντος, θάβεται μαζί με το εργατικό βιβλιάριό του, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να μη μπορεί να πάρει την σύνταξή της και να μπλέξει με την τρέλα της γραφειοκρατίας.
πηγή: thetoc.gr