Οι επιστήμονες προειδοποιούν για την εμφάνιση τροπικών νοσημάτων στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα). Μεταξύ άλλων ευθύνεται το κλίμα που γίνεται πιο ζεστό και υγρό. Μας απειλούν τα νοσήματα που μεταδίδονται με έντομα. Κινδυνεύουν και οι χώρες του βορρά.
Τα τροπικά νοσήματα που μεταδίδονται με τα κουνούπια, τα τσιμπούρια και άλλα έντομα εξαπλώνονται γρήγορα και απειλούν ολόκληρη την Ευρώπη, προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Όπως ανέφεραν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας & Λοιμωδών Νόσων (ESCMID 2019) που πραγματοποιείται στο Άμστερνταμ, η γηραιά ήπειρος κινδυνεύει να δει επιδημίες δάγγειου πυρετού, λεϊσμανίασης, πυρετού chikungunya και κροτωνογενούς εγκεφαλίτιδας.
Την τάση αυτή τροφοδοτεί η κλιματική αλλαγή και τα διεθνή ταξίδια και εμπόριο. Μάλιστα, ο κίνδυνος δεν απειλεί πλέον μόνο τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ακόμα και χώρες που βρίσκονται στη βόρειο Ευρώπη κινδυνεύουν να δουν επιδημίες.
Την κατάσταση μπορεί να αντιστρέψει μόνο η λήψη άμεσων μέτρων, ώστε να αυξηθεί η επιτήρηση και η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των κρατών, λένε.
Στην Ελλάδα
Όπως εξήγησαν οι ειδικοί στο συνέδριο, η υπερθέρμανση του πλανήτη επέτρεψε την τελευταία δεκαετία στα κουνούπια, τους κρότωνες (τσιμπούρια) και άλλα έντομα να πολλαπλασιαστούν, να προσαρμοστούν στις διαφορετικές εποχές και να εισβάλλουν σε νέα εδάφη. Ελλάδα-Ευρώπη
Το επακόλουθο ήταν να εμφανιστούν διάφορα τροπικά νοσήματα και να καταγραφούν εξάρσεις:
- Δάγγειου πυρετού στη Γαλλία και την Κροατία
- Ελονοσίας στην Ελλάδα
- Πυρετού από τον ιό του Δυτικού Νείλου στη νοτιοανατολική Ευρώπη
- Πυρετού chikungunya στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι εξάρσεις αυτές υπήρξαν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Τώρα, αναμένονται νέα τροπικά νοσήματα και επιδημίες.
Στην Ελλάδα π.χ. τα προγνωστικά μοντέλα δείχνουν ότι μέχρι το 2025 θα υπάρξει αυξημένος κίνδυνος λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου στις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας. Τον ίδιο κίνδυνο θα διατρέξει η ανατολική Κροατία και η βορειοδυτική Τουρκία. Μέχρι το 2050, ο αυξημένος κίνδυνος προβλέπεται ότι θα αφορά ακόμα περισσότερα κράτη.
Ήδη εξ άλλου η χώρα μας έχει γνωρίσει και επιδημίες ελονοσίας και λεϊσμανίασης, τις οποίες είναι πολύ πιθανό να ξαναδεί τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο η τελευταία επιδημία δάγγειου πυρετού επί ελληνικού εδάφους είχε καταγραφεί την περίοδο 1927-1928 στην Αθήνα. Υπολογίζεται ότι στο δεύτερο κύμα εκείνης της επιδημίας είχαν νοσήσει 650.000 άνθρωποι.
Πολλοί ασθενείς είχαν αιμορραγικές εκδηλώσεις, ενώ η θνησιμότητα έφτασε το 1%, κατά τον Dr Giovanni Rezza, από το Τμήμα Λοιμωδών, Παρασιτικών & Ανοσο-διαμεσολαβητικών Νόσων στο Istituto Superiore di Sanita της Ρώμης.
Part-time τροπική περιοχή
«Η Μεσογειακή Ευρώπη αποτελεί μία part-time τροπική περιοχή», είπε σε ομιλία του στο συνέδριο. «Ήδη έχουν εγκατασταθεί σε αυτήν ισχυροί ξενιστές, όπως το κουνούπι-τίγρης. Στο μέλλον, ο πιο θερμός και υγρός καιρός μπορεί να δημιουργήσει ιδανικές συνθήκες για να εγκατασταθεί και το ασιατικό κουνούπι-τίγρης».
Το ασιατικό κουνούπι-τίγρης φέρει τους ιούς που προκαλούν δάγγειο πυρετό και πυρετό chikungunya. Η εγκατάστασή του στις μεσογειακές χώρες θα του παρείχε την ευκαιρία να εξαπλωθεί στην Κεντρική Ευρώπη και τη Βρετανία.
Έως πρότινος η μετάδοση του δάγκειου πυρετού περιοριζόταν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Αυτό οφειλόταν στο ότι οι θερμοκρασίες υπό το μηδέν καταστρέφουν τα αυγά και τις προνύμφες του ασιατικού κουνουπιού-τίγρης.
Ωστόσο «η παράταση των περιόδων με υψηλές θερμοκρασίες θα επιτρέψει στα κουνούπια να επιβιώσουν και να εξαπλωθούν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης κατά τις προσεχείς δεκαετίες», προειδοποίησε ο καθηγητής Jan C. Semenza, από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου & Πρόληψης Ασθενειών (ECDC).
«Πρέπει να περιμένουμε νέες εξάρσεις»
«Δεδομένης της συνεχιζόμενης εξάπλωσης των κουνουπιών και άλλων ξενιστών σε όλη την Ευρώπη, πρέπει να περιμένουμε νέες εξάρσεις και να είμαστε έτοιμοι να επέμβουμε εγκαίρως», τόνισε ο Dr Semenza.
«Οι υπηρεσίες δημοσίας Υγείας πρέπει να βελτιώσουν την επαγρύπνηση, εγκαθιστώντας λ.χ. νέα συστήματα προειδοποίησης. Πρέπει επίσης να υπάρξει αυξημένη ενημέρωση για τους δυνητικούς κινδύνους του κοινού και των εργαζομένων στην Υγεία».
πηγή: Ρούλα Τσουλέα / iatropedia.gr