Για το `μύθο` της Μελίνας Μερκούρη έχουν χυθεί τόνοι μελάνης, προσπαθώντας να αποτυπώσουν την εκθαμβωτική προσωπικότητά της και το έργο της. Έφυγε από τη ζωή στις 6 Μαρτίου του 1994.
Νομίζω ότι δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις την ιδιαίτερη, όλο γλύκα αυθεντική φωνή της, σημαδεμένη από χιλιάδες τσιγάρα αλλά και με τη σφραγίδα της μεγαλοαστικής καταγωγής.
Πριν ξεκινήσω να ετοιμάζω ένα επετειακό αφιέρωμα για εκείνη, κάνω μια μικρή έρευνα στο τι έχει πει σε συνεντεύξεις της. Επιλέγω να αναδημοσιεύσω μια ιδιαίτερη συνέντευξη που έδωσε τέσσερα χρόνια πριν “φύγει” από τη ζωή. Το Φεβρουάριο του 1990, για το -τότε περιοδικό- ΚΛΙΚ, στον Πέτρο Κωστόπουλο.
Εδώ, η Μελίνα παρουσιάζεται ξανά ως σταρ και όχι σαν πολιτικός. Φωτογραφίζεται από τον εθνικό μας φωτογράφο, Τάκη Διαμαντόπουλο, αποδεικνύοντας πως όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, δεν παύει να διαθέτει μοιραίο ερωτικό δυναμισμό και γοητεία.
“Το ΚΛΙΚ με ερέθιζε µ΄αυτή τη συνέντευξη και ήθελα να κάνω κι εγώ ένα δώρο όχι µόνο στον εαυτό µου, δηλαδή να ξεφύγω από τη Μελίνα Μερκούρη του 1967-68, αλλά και σ’ αυτούς που διαβάζουν το ΚΛΙΚ, ένα δώρο του 1990 και ένα άλλο ερέθισµα.” λέει η Μελίνα, και συνεχίζει “ Ίσως η μεγαλύτερη τρέλα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι αυτές οι φωτογραφίες στο ΚΛΙΚ.”
Η Μελίνα είναι η μοιραία γυναίκα που… Δέχτηκε τη μαχαιριά του Γιώργου Φούντα στη “Στέλλα”. Ερωτεύτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ο Ζυλ Ντασέν… Υποδύθηκε την Μπλανς και την Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο, μαγεύοντας το Αθηναικό κοινό στο θρυλικό υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Αποθεώθηκε ως “Ίλυα” του σέλιλόιντ και του Μπρόντγουει, τραγουδώντας τον Ιλισσό του Χατζιδάκι στην “Αθηναία”.
Ξεσήκωσε τα μέλη της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών- στο ελληνικό πάρτι για την προβολή του “Ποτέ την Κυριακή”-, για να μάθουν με ενθουσιασμό, συρτάκι από εκείνη. Δεν έχασε ποτέ την τόλμη, το θάρρος και τη γενναιότητά της, λέγοντας ένα βράδυ της Κατοχής, “Ρίξε” στο Γερμανό στρατιώτη, όταν εκείνος τη σημάδεψε με το όπλο του στο γοητευτικό πρόσωπό της.
Είναι η γυναίκα που ξεχώρισε με ό,τι ασχολήθηκε. Μια γυναίκα με ισχυρή, μοναδική προσωπικότητα που δεν δίστασε να είναι ο εαυτός της και να υψώνει τη φωνή της όπου ήταν απαραίτητο. Ξεχώρισε ενώ βρισκόταν σε μια φωτισμένη- από δεκάδες προβολείς – προεκλογική εξέδρα, χαμογελώντας με περηφάνια κι έχοντας στα χέρια της το σήμα της νίκης.
Το θεατρικό σανίδι τη λάτρεψε, χαρίζοντάς της αξιοζήλευτους Μπλανς και Λαίδη Μάκβεθ, Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο, Ωραία Ελένη, Μήδεια και Κλυταιμνήστρα, ήταν κάποιοι από αυτοί. Και γίνεται πραγματικότητα το μεγάλο της όνειρο. Mια νύχτα στην Επίδαυρο, λίγο πριν το τέλος της καριέρας της.
Ως υπουργός Πολιτισμού, έδωσε τον αγώνα της για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα.
Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι οι επικριτές της. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναρωτήθηκαν το πόσο εύκολο ήταν να βρει ανοιχτές πόρτες λόγω καταγωγής. Άλλοι, πάλι, έκαναν σχόλια για τον ατίθασο ερωτικό της βίο.
Aκόμα και οι πιο δύσπιστοι, όμως, με το πέρασμα του χρόνου, συνειδητοποίησαν την αξία της Μελίνας. “Είμαι το πιο αυθεντικό παράξενο πλάσμα που έχει βγάλει η νεότερη Ελλάδα. Όλοι οι άλλοι είναι ερσάτζ.” είπε κάποτε.
Όταν χάνει τη μάχη της με την επάρατη νόσο, ο διεθνής Τύπος τη βαπτίζει “Τελευταία Ελληνίδα θεά” και ο ελληνικός Τύπος-προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το ασύλληπτο της αναχώρησής της- χύνει τόνους μελάνης αποθεώνοντάς την.
Διαβάζοντας τη συνέντευξη που ακολουθεί, έχω την αίσθηση πως όσα χρόνια και αν περάσουν, η Μελίνα, “Darling”, είναι ακόμα εδώ…
Φεβρουάριος 1990, ΚΛΙΚ – Αποκλειστική συνέντευξη στον Πέτρο Κωστόπουλο
Η συζήτηση με την Μελίνα Μερκούρη κράτησε μήνες. Εδώ και πολλά χρόνια είχε συνηθίσει να μιλάει πολιτικά, μόνο που στην περίπτωσή μας, θεωρήσαμε ότι ήδη η Μελίνα έχει πει όσα έπρεπε να πει για την Ακρόπολη, τα Ελγίνεια, την Ελλάδα… Πιο πολλά από κάθε Έλληνα… ΄Ετσι, όλα έγιναν δύσκολα, γι’αυτήν και για μας. Εδώ και 23 χρόνια η Μελίνα θέλησε να εγκαταλείψει τον τίτλο της σταρ. Όμως, σε εποχές που όλα βρίσκονται σε αμφισβήτηση πια, αν όχι σε κατάρρευση, οι αξίες και τα πραγματικά αστέρια λάμπουν όσο ποτέ στο παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο ότι η γυναίκα που αμφισβητήθηκε ηθικά πιο πολύ απ’όλες τις Ελληνίδες, προβάλλει σήμερα ανέγγιχτη απ’τις μικρότητες και την νεοελληνική μιζέρια, σαν μια σταθερή αναφορά ήθους. Στη διάρκεια της συνέντευξης, 40 χρόνια πέρασαν όχι μόνο σαν ασπρόμαυρο φιλμ, αλλά και σαν ιστορία. Παιδικοί έρωτες, καπρίτσια, σκάνδαλα, σταρ, πολιτικοί, Κάννες, Μπρόντγουει, πρωτοσέλιδα, απόπειρες αυτοκτονίας και δολοφονίας, η πολιτική και ο θάνατος. Η Μελίνα δεν έμεινε ούτε για μια στιγμή ήσυχη. Οργισμένη, επιθετική, ματαιόδοξη, ενοχοποιητική, αλλά και χαδιάρα, αθώα, διασκεδαστική, επιθυμητή, σε κάνει να ξεχνάς ηλικίες και χρόνια, για να μείνει μπροστά σου ένα παιδί. Στη συζήτηση, το φαγητό, το σαλονι, τη Βουλή, το μπουντουάρ και, ακόμη περισσότερο, όταν απλώς κινείται ή περπατάει, η Μελίνα Μερκούρη διαθέτει αυτό που δεν μπορείς να περιγράψεις αλλά απλώς βλέπεις και αισθάνεσαι, όταν σου τύχει κάποτε. Starquality. Μόνο που εδώ που ζούμε δεν θα μας ξανατύχει εύκολα. Η Μελίνα δεν είναι απλά σταρ του θεάματος και της πολιτικής. Είναι η μοναδική σταρ που ζει σ’αυτόν τον τόπο.
Γιατί αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός; Ματαιοδοξία; Σου άρεσε; Οι σταρ;
Την έχω πει αυτή την ιστορία, αλλά είναι πάρα πολύ ωραία και νομίζω ότι, όπως πουλιέται η κόκα-κόλα, πρέπει να πουλιέται και μια καλή ιστορία και να λέγεται δύο φορές. Εγώ αισθάνθηκα ότι, έπρεπε να γίνω ηθοποιός διότι είχα πολιτικούς στο σπίτι, και τους έβλεπα στο μπαλκόνι να μιλάνε και να πείθουν τον κόσμο. Ε, λοιπόν, ήταν μια παράσταση. Και εγώ, ήθελα να κάνω ορισμένα πράγματα και να τα καταφέρω για τον εαυτό μου.
Μια μέρα, ήμουν πέντε χρονών, κι ήθελα ένα φωτογράφο αλλά ήξερα πως δεν υπήρχαν τα λεφτά γιατί θα μου έπαιρναν παπούτσια τα Χριστούγεννα. Όμως, ήθελα φωτογράφο και αναρωτιόμουν πώς μπορώ να τον αποκτήσω και σκέφτηκα με την πειθώ, με τα λόγια, όπως κάνει ο παππούς μου απ’το μπαλκόνι, όπως κάνει ο μπαμπάς μου, όπως κάνει ο θείος μου. Λοιπόν, πήγα στον καθρέφτη και άρχισα να λέω “θα ήθελα πάρα πολύ ένα φωτογράφο και, αν δεν μου τον δώσεις, θα είναι πάρα πολύ μεγάλη δυστυχία για μένα” κι άρχισα να αυτοσυγκινούμαι. Στο τέλος συγκινήθηκα πάρα πολύ και γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Είχα πάρα πολύ ωραία δάκρυα, πιο ωραία από μάτια, ήταν σαν μπριγιάντια. Λοιπόν, μπροστά στον καθρέφτη λέω “τώρα πρέπει να κλάψω, αλλά δεν πρέπει να κλάψω πάρα πολύ και άρχισε να τρέχει ένα δάκρυ και το κράτησα εκεί και το επανέλαβα. Ήμουν ηθοποιός (το γραμμόφωνο το πήρα). Άρχισα με μια τέτοια διάθεση και ύστερα, όταν ήμουν 8-9 χρονών, υπήρχε η “ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΩΗ” που έδινε παραστάσεις κάθε χρόνο και με πήραν πρωταγωνίστρια. Ήταν ένα τεράστιο γεγονός, δεν γίνονται πια αυτά τα πράγματα. Έπαιζα τη γάτα, έπαιζα την πριγκηπέσσα, έπαιζα την καμαριέρα κι έγινα το ταλέντο. Από κει και πέρα δεν υπήρχε τίποτ’άλλο για μένα από το να γίνω ηθοποιός.
Ο κινηματογράφος ήρθε αργά;
Ναι, ήρθε αργά γιατί δεν με ήθελαν.
Γιατί δε σε ήθελαν;
Για το στόμα μου. Δεν τους άρεσε, το έβρισκαν μεγάλο και προκλητικό.
Τελικά όμως τα κατάφερες.
Ναι. Είναι απίστευτο πόσο δεν με θέλανε στην αρχή.
Όταν έγινε η “Στέλλα”, ένιωσες διαφορετικά βγαίνοντας στο λευκό πανί;
Εγώ ερωτεύτηκα την κάμερα και νομίζω ότι με ερωτεύτηκε και αυτή. Έπαιζα την Λαίδή Μάκβεθ εκείνη την εποχή, στην οποία ήμουν φρικτή, ήμουν απαίσια, αλλά με την “Στέλλα” έπαθα αυτό που λέμε τρομερό έρωτα. Δηλαδή, όταν ερχόταν η κάμερα, αισθανόμουνα μια απίθανη, αν θέλεις, πράξη ερωτική. Άφησα το στόμα μου ελεύθερο, μου φωτογράφησαν το λαρύγγι, δεν φοβήθηκα καθόλου. Ακόμη και σήμερα, ακόμη χτες, που ήρθε η κάμερα εδώ, την καλωσόρισα.
Αυτό το μεγάλο στόμα έγραφε στον φακό ή προκαλούσε;
Όχι, κατ’αυτούς έγραφε, δεν προκαλούσε. Να σου πω λοιπόν μια ιστορία. Ήμουν ήδη ηθοποιός του θεάτρου και με λέγαν Ελληνοπαρισινή γιατί είχα παίξει και στο Παρίσι θέατρο και, αν θέλεις, είχα μια καριέρα ευρωπαική. Ήταν η εποχή που οι κοπέλες έπρεπε να είχαν ένα μικρό μπουμπουκένιο στόμα, να είναι ξανθές, να είναι ενζενύ. Εγώ ποτέ δεν ήμουν ενζενύ, ούτε όταν ήμουν 5 χρονών. Νομίζω ότι είχα αυτές τις ρυτίδες, με το στόμα με τις άκρες προς τα κάτω απ’όταν ήμουν 5 χρονών. Δεν θεωρούσαν ο Φίνος και όλοι ότι θα άρεσα στο ελληνικό κοινό. Με βρίσκανε όλοι πολύ-πολύ προκλητική. Όχι με την έννοια της σεξουαλικότητας αλλά με την έννοια της ασχήμιας. Είχα βέβαια αυτά τα μάτια, αλλά υπήρχε και αυτό το στόμα. Έτσι σκέφτηκα να κάνω στο εξωτερικό ένα τεστ. Να τραβούσα κάποιες φωτογραφίες. Με φωτογράφησε ο Marpass που ήταν ο φωτογράφος της Μισέλ Μοργκάν. Δεν βρέθηκε ρόλος για μένα. Βρέθηκε ο Κακογιάννης, ο οποίος ερχόταν από την Αγγλία και είχε δει και άλλες γυναίκες με μεγάλο στόμα. Είχε δει την Τζόοαν Κρώφορντ που εδώ δεν είχαν δει ποτέ. Κάναμε ένα υπέροχο τεστ. Με φωτογράφησε πολύ άγρια, δηλαδή πήρε την κάμερα και την έβαλε μέσα στο στόμα μου. Τώρα, μ’αυτό που θα πω θα γίνει σκάνδαλο αλλά φαίνεται ότι της κάμερας της άρεσε. Έτσι έγινε η “Στέλλα”.
Η “Στέλλα” είναι μια κλασική ταινία, αλλά η φράση που έχει γίνει σλόγκαν είναι το “Στέλλα κρατάω μαχαίρι”. Πώς αισθανόσουν σ’αυτή τη σκηνή;
Νομίζω ότι όλη η “Στέλλα” είναι γραμμένη για μένα, έχει λόγια δικά μου, κάναμε πάρα πολλές πρόβες, είναι ένα κομμάτι απόλυτα δικό μου. Εγώ ένα λαχταρώ όλη μου τη ζωή, να με πάρει ένα βόλι ή ένα μαχαίρι. Όταν πήγαινα εκεί, πήγαινα για να πεθάνω. Ήταν ωραία.
Το ζούσες;
Όχι δεν το ζούσα τότε, το ζω τώρα. Και αυτή τη στιγμή έχω ανατριχιάσει. Εκεί που περπατάω και του λέω “γεια σου”, νόμιζα ότι θα με σκοτώσει.
Τί σκεφτόσουνα;
Ότι θα πεθάνω, γιατί έτσι έπρεπε. Έπρεπε να πληρώσω. Γιατί εγώ ξέρω να πληρώνω τον λογαριασμό, είμαι από τους λίγους Έλληνες που ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ τον λογαριασμό.Δεν κέρδισα τίποτα χωρίς να πληρώσω.
Όμως, τελικά, δεν πήρες το βραβείο στις Κάννες…!
Είχα αναστατώσει όμως τις Κάννες και ξέρεις γιατί δεν πήρα το βραβείo; Ήταν η εποχή που υποψήφια ήταν η Μπέτσυ Μπλερ. Ήταν η εποχή που ο Ασσάρ και ο Πανιόλ ήταν στην επιτροπή. Μόλις είχε γίνει ο Ασσάρ ακαδημαικός και είχε αρχίσει να τρέμει, διότι του λέγανε ότι “η ελληνική εποχή του ήταν καταστροφική”. Λοιπόν, πηγαίνουμε στο ρωσικό πάρτι και γίνεται το σώσε. Εγώ είμαι σίγουρη ότι έχω το βραβείο στην τσέπη – και ο Ασσάρ και ο Πανιό, τα φιλαράκια, επίσης, και όχι μόνον αυτοί. Η “ΣΤΕΛΛΑ” είναι το καινούργιο πρόσωπο, είναι η Ντήτριχ, η Γκάρμπο και εγώ ήμουν σε ευφορία, ήμουν η χαρά της ζωής. Οι Κάννες είχαν γίνει εθνικό θέμα για την Ελλάδα. Πάμε σε αυτό το πάρτι και τα πίνουμε και μεθάει όλη η επιτροπή. Και είναι, ανάθεμά το, την ημέρα που είναι να γίνει η επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του Αντρέ Καγιάτ που αντιπροσωπεύει τη Γαλλία. Φθάσαμε προς το τέλος, στουπί όλοι. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες λέγανε ότι αυτό το πλάσμα τους παρέσυρε να μην δουν την γαλλική πρεμιέρα. Έτσι, δόθηκε το βραβείο στην Μπέτσυ Μπλερ.
Ποιοι από τους σταρ που γνώρισες σου έχουν αποτυπωθεί έντονα στη μνήμη;
Ο Μπράντο είναι σταρ. Επίσης με τον Μπράντο υπήρχε κάτι πιο πολύ από μια γνωριμία. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τον Τζούλη, αγαπούσε και μένα. Θυμάμαι μια βραδιά ήρθε και κοιμήθηκε έξω απ’το σπίτι που μέναμε στην Ν. Υόρκη. Ο Ντασέν σχεδίαζε μία ταινία με θέμα τον Περικλή. Όταν τον βρήκε ο Ντασέν το πρωί και τον ρώτησε τι κάνει του απάντησε: “O Περικλής που ψάχνεις είμαι εγώ.”
Άρεσες στον Μπράντο;
Δεν του άρεσαν οι ξανθιές γυναίκες, μια φορά με φλέρταρε αλλά ήταν μεθυσμένος.
Με την Γκάρμπο, πού είχατε συναντηθεί;
Εδώ στην Ελλάδα, στις Σπέτσες. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή μου η συνάντηση αυτή. Εκείνη την εποχή, ήθελε να της χορεύω ή να της τραγουδώ ή να της δίνω τα παπούτσια μου του Καρντέν ή να τολμάει να βγάζει τα γυαλιά της για μένα. Η Γκάρμπο έλεγε “δώσε μου το πηρούνι” και εσύ νόμιζες ότι σου έλεγε το θεϊκότερο πράγμα, κάτι σαν Ρίλκε. Δεν έλεγε έξυπνα πράγματα, αλλά ήταν μια θεά.
Έχεις πει ότι θαύμαζες μικρή την Κρώφορντ;
Η Τζόαν Κρώφορντ είχε κάνει ένα φίλμ με τον Τζούλη πριν πολλά χρόνια, είχανε τσακωθεί πάρα πολύ, αλλά και η Τζόαν Κρώφορντ ήταν γκανγκστεράκι, τότε που οι σταρ ήτανε σταρ και ο Τζούλη πάρα πολύ νέος. Η Τζόαν Κρώφορντ μας τηλεφώνησε στο σπίτι, ήτανε μετά το “Ίλια νταρλινγκ”, και κάλεσε τον Τζούλη κι εμένα στο σπίτι της, και πολλούς γερουσιαστές. Είμαι στο ξενοδοχείο γεμάτη τρακ και έρχεται ο Τζούλη άρρωστος και μου λέει: “Mελίνα πρέπει να πας μόνη σου.” Εκείνη την εποχή μιλούσα κακά αγγλικά και είχα ένα φοβερό τρακ που θα έβλεπα την Τζόαν Κρώφορντ, που ήταν το ίνδαλμα μου από παιδί και ήθελα να της μοιάσω. Την παίρνει τηλέφωνο ο Τζούλη, της λέει ότι είναι άρρωστος, αυτή του απαντάει ότι θα του στείλει γιατρό, αλλά θέλει οπωσδήποτε εμένα να πάω. Πηγαίνω στο τηλέφωνο και της λέω “I can’t come. I don’t speak english Miss Crawford, excuse me very-very much.” Σιωπή. Ξανά εγώ το ίδιο. Σιωπή. Έφτασα μέχρι υστερίας. Η σιωπή κράτησε σχεδόν 20 λεπτά. Δεν μου απαντούσε επί 20 λεπτά, εκτός αυτού εκείνη τη μέρα είχα τα γενέθλιά μου. Έφτασα να κλαίω, να ικετεύω και να μη μου μιλάει. Αφού με λυπήθηκε ο Τζούλη και πήρε το ακουστικό από το χέρι μου και της είπε “enough is enough”
Ποιος άλλος από τους γνωστούς σταρ σου έχει μείνει;
Με εντυπωσίασε ο Τζακ Νίκολσον με την τρέλα του και την επιμονή του. Μας είδε μια φορά στο αεροδρόμιο και έτρεξε να μας χαιρετήσει ο ίδιος, σαν να έβγαινε από ταινία, με τα γυαλιά του, με μάτια shining.Στο Λος Άντζελες μας τηλεφωνούσε διαρκώς, ακόμα και στις 3 η ώρα τη νύχτα, επιμένοντας να βγούμε. Μας είχε τρελάνει. Δίνει την εντύπωση ότι στους ρόλους παίζει τον εαυτό του.
Όμως η συνάντησή σου με τον μεγάλο Τσάπλιν δεν ήταν και τόσο συγκλονιστική.
Ξεκινήσαμε από τη Λωζάνη με το τρένο να πάμε να τον συναντήσουμε, τα δύο του κορίτσια κι εγώ. Είχα φοβερό τράκ που θα γνώριζα τον Τσάπλιν. Πήγαμε στο σπίτι του και κάπου τα’ χανες, διότι ήταν ένας φοβερός άνθρωπος φοβερά εγωιστής και μίλαγε πιο πολύ απ’ότι έπρεπε. Έλεγε ιστορίες που ήταν κουρασμένες. Είχε μια πατριαρχική σκληράδα και έγινε κι ένα φοβερό γεγονός. Νόμιζε ότι η κόρη του είχε βγει έξω και είχε καθυστερήσει να γυρίσει. Φθάσαμε στο σημείο να φωνάξουμε όλη την αστυνομία εκείνο το βράδυ. Αυτός ήταν ένας τρελός άνθρωπος και, εν τέλει, η κόρη βρέθηκε να κοιμάται στο δωμάτιό της. Δεν με μάγεψε. Ήταν τόσο απόμακρος, που στο τέλος του φρούτου διαλυθήκαμε κακήν κακώς.
Από τον Αντρέ Μαλρώ, τί σου’χει μείνει;
Aπό τον Μαλρώ μου’χει μείνει ένα θαυμάσιο γεύμα σ’ένα απ’τα καλύτερα ρεστωράν του Παρισιού, ο απίστευτος μου για το έργο του, το ότι με είδε στα χρόνια της δικτατορίας, κοινωνική τάξη από τον ποιητή μέχρι τον εργάτη. Είχα απίστευτη παιδική ηλικία σ’ένα σπίτι με τεράστια χρώματα, όχι όμως πλούσιο, είχαμε μια απίστευτη περιφρόνηση για το χρήμα.
Σου άρεσε μικρή να ζεις τη νύχτα;
Δεν μου άρεσε μόνο μικρή να ζω τη νύχτα, μου άρεσε μέχρι που γνώρισα τον Ντασέν, μέχρι που άρχισε ο διαβολοκινηματογράφος. Γιατί μια θεατρίνα ζει τη νύχτα, γιατί εμείς δουλεύαμε 15 ώρες την ημέρα και περιμέναμε να ξεσκάσουμε το βράδυ. Πηγαίναμε και χορεύαμε στην Αρζεντίνα με ζωντανές ορχήστρες και μετά πηγαίναμε τα χαράματα και τρώγαμε πατσά. Τρελαινόμουν για τη νύχτα. Γιατί πίστευα ότι η ζωή είναι να δουλεύεις τη μέρα και να γλεντάς τη νύχτα.
Μην ξεχνάς ότι είμαι και παιδί της Κατοχής. Και έτσι είχαμε μια δίψα απίστευτη για γλέντι με όλα αυτά που είχαμε ζήσει, κάθε στιγμή είχε τη δική της πολυτέλεια ή τη δική της αγωνία.
Το μυστικό σου, λένε, είναι η ματιά σου. Κοιτάζεις τον άλλον στα μάτια και τον καθηλώνεις.
Κοιτάζω στα μάτια και κοιτάω.
Θεωρείς τους ερωτευμένους άντρες πιο αφελείς από τις γυναίκες;
Ένας ερωτευμένος άντρας είναι πιο ερωτευμένος από μια γυναίκα. Εγώ έχω μια κακία με τους άντρες. Ήμουνα πάρα πολύ κακό κορίτσι. Τους ταλαιπωρούσα. Διότι η μάνα μου είχε τον πιο ωραίο άντρα της Ελλάδας, τον πατέρα μου, γιατί χώρισε πολύ νέα, γιατί άκουγα πάντα ότι οι άντρες είναι φρικτοί, απαίσιοι, κερατώνουν και σ’αφήνουν. Κι έτσι ήταν. Μέσα μου έλεγα: Εσύ μια μέρα θα τους εκδικηθείς και νομίζω ότι η φτιαξιά μου, δεν μιλάω για την εξωτερική μου εμφάνιση, μου έδωσε δύναμη να μην φτάσω ποτέ στον γκρεμό, μόνο με τον Τζούλη έγινε αυτό.
Ούτε όμως και εσύ ήσουν πιστή.
Απολύτως.
Θυμάσαι μια σκηνή στη Θεσσαλονίκη που ήμαστε στην αποθήκη με τους ρόκερς και πλησίασε ένα εξαγριωμένο φρικιό; Γύρισες και του είπες: “Moυ ανάβεις σε παρακαλώ φωτιά αγοράκι μου”. Έμεινε άφωνος και σου άναψε… Πίστευε ότι, αν κάνεις τέτοιου είδους επαφή και μιλάς σε ένα άνθρωπο που σε βρίζει και είναι επιθετικός ή που ζητάει το δίκιο του, είναι καλό να πεις ή κάνε κάτι για μένα”. Θεωρώ ότι ήδη έτσι υπάρχει μια σχέση.
Ξέρω ότι είσαι ακόμη επιθυμητή, από πολλούς, όπως και ότι οι ομοφυλόφιλοι σε λατρεύουν.
Δεν είναι τυχαίο αυτό γιατί και εγώ τους αγαπώ, τους θαυμάζω γιατί κάνουν μια πράξη γενναία. Νομίζω ότι οι άντρες και οι γυναίκες πιστεύουν ότι όταν ήμουν πάρα πολύ νέα έπρεπε να κάνω τα σφάλματα που έκανα, να κάνω τις τσαχπινιές που έκανα. Ήμουνα, πιστεύω, σωστή με την ηλικία μου και έφτασα σε μια ωριμότητα χωρίς να χάσω με το να είμαι χορτασμένη, με το να είμαι κάποιος που έχει μεγάλη κουλτούρα στη ζωή και έχει μάθει από τους ανθρώπους πολλά πράγματα. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο από το να με αγαπάνε.
Πιστεύεις ότι για να γίνει ένας καλός πολιτικός δεν πρέπει (γιατί είναι κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στην Ελλάδα, γιατί όλοι περνάνε κατευθείαν στην πολιτική απ’τους κομματικούς μηχανισμούς) να έχει μια προσωπική καριέρα ο ίδιος έξω από την πολιτική;
Πιστεύω απολύτως ότι οι άνθρωποι οι πετυχημένοι στο επάγγελμά τους γίνονται οι καλύτεροι πολιτικοί. Ασυζητητί το πιστεύω, πρώτον δεν είναι πεινασμένοι. Πρέπει να είναι άνθρωποι οι οποίοι έδωσαν τις εξετάσεις τους σε άλλα πράγματα εκτός από την πολιτική. Αν είσαι ένας λειτουργός και έχεις ένα επάγγελμα, γνωρίζεις πολύ περισσότερα από την ψυχή και από τα αιτήματα που ζητιούνται, όταν γίνεσαι πολιτικός. Θεωρώ υπέροχο ότι στη Σοβιετική Ένωση, π.χ. τον υπουργό Πολιτισμού, τον οποίο γνωρίζω πάρα πολύ καλά και του έχω χαρίσει ένα κομπολογάκι, τον φωνάζουν “ο Υπουργός του Ποτέ την Κυριακή”, διότι κάθε Κυριακή πηγαίνει και εξασκείται στο επάγγελμά του, το θέατρο.
Δεν νομίζεις ότι στην Ελλάδα οι πολιτικοί κουβαλάνε μια υπέρμετρη σοβαροφάνεια;
Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν θα τολμούσαν ποτέ ούτε να τραγουδήσουν, ούτε να εμφανιστούν σε κάποιο χώρο αισθητικό άξιο λόγου, ούτε να μιλήσουνε για τον εαυτό τους. Διότι θεωρούνε ότι δεν πρέπει. Είναι αυτή η τρομερή σοβαροφάνεια και αυτός ο τρομερός συντηρητισμός, είτε αυτό λέγεται ΚΚΕ ή ΝΔ , είτε αυτό λέγεται ΠΑΣΟΚ. Μόνο ο Αντρέας Παπανδρέου μπόρεσε – και πάλι θα του κάνω κομπλιμέντο – να φανερώσει και να επιδείξει, όχι με την κακή έννοια, το προσωπικό του θέμα. Για μένα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και ευτυχώς, ταξιδεύοντας έξω, είδα ότι ναι μεν πολλοί κατηγόρησαν και προστύχευσαν αυτό το πράγμα, αλλά πολλοί άνθρωποι που ξέρον να εκτιμούν, θεώρησαν ότι ήταν μια γενναία πράξη.
Σου φέρθηκε καλά η πολιτική και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα;
Ναι. Παρ’ότι στην αρχή προσπάθησαν όλοι να με καταποντίσουν κάνοντας φρικτά πράγματα, μαστιγώματα φοβερά στο κορμί μου, επειδή ήμουν ηθοποιός ή για την ιδιωτική μου ζωή. Πιστεύω ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Αντρέας Παπανδρέου μου έδωσαν ένα υπουργείο για 8 χρόνια, κάτι το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο αλλά δεν με βοήθησε να μπορέσω να δείξω μια δουλειά 8 χρόνων, που θα ήταν διαφορετική με ορισμένα χρήματα και με αληθινή συμπαράσταση. Υπήρχαν όχι μόνο άλλες προτεραιότητες, αλλά υπήρχε και ένας σνομπισμός απέναντι στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Ήμουν κάποιος που μόνο ορισμένοι από το ΠΑΣΟΚ, πάρα πολύ λίγοι, μπορούσαν να κάτσουν να μ’ακούσουν ένα τέταρτο ή 20 λεπτά.
Πιστεύεις ότι είσαι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος πολιτιστικού αλλά και πασόκου;
Δεν θα’πρεπε να είμαι; Νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει και αυτό το είδος. Ήταν κάτι που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί λιγάκι.
Έχω την εντύπωση ότι είσαι ένα ονειροπόλο άτομο. Το όνειρό σου έγινε πραγματικότητα μετά από 8 χρόνια;
Όχι, δεν έκανα καθόλου το όνειρό μου.
Ποιο ήταν το όνειρό σου;
Δύσκολο σήμερα να το πω. Ξέρεις, είμαι σε μια στιγμή που πρέπει να βρω την ισορροπία μου, διότι πίστεψα, σε πάρα πολλά πράγματα, που με τροφοδοτήσανε, και τα οποία καταρρεύσανε. Δεν μιλάω για το κόμμα μας, μιλάω για το ΠΑΣΟΚ, μιλάω στο γενικό πλαίσιο, γιατί δεν είμαστε μια νησίδα ανεξάρτητη.
Όπου βρεθείς, εδώ και 40 χρόνια, μιλάς για την Ελλάδα, ότι αγαπάς την Ελλάδα. Από τη μια μεριά, βέβαια, σαν Ελληνίδα, όπως όλοι οι Έλληνες, θα μιλάς για την Ελλάδα. Αλλά είσαι τόσο πολύ ευχαριστημένη από ό,τι γίνεται στην Ελλάδα;
Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα και δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένη, αλλά νομίζω ότι είμαι έτοιμη για όλα. Και το είδα και τώρα που πέρασα από δυσκολίες υγείας. Νομίζω ότι, αν δεν αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα, θα ήμουν τεμπέλα, θα ήμουν πάρα πολύ εγωκεντρική, θα ήμουν δειλή σε ορισμένα πράγματα. Η Ελλάδα με κρατάει στο να μην προδώσω και να μην πούνε, αυτοί που γνωρίζουμε, όχι, δεν ήταν αντάξια της Ελλάδας.
Ήσουν και είσαι πολλές φορές ένα μικρό και άτακτο παιδί όμως.
Ήμουν πάρα πολύ άτακτη μικρή, αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι διχοτομημένη η ζωή μου, ότι από την εποχή που έμπλεξα με την πολιτική, με την αντίσταση, δεν έκανα τις αταξίες είτε που ονειρεύτηκα είτε που ήτανε στο χέρι μου να κάνω. Δηλαδή, δεν έκανα την τρέλα της ζωής μου. Ίσως η μεγαλύτερη τρέλα που έχω κάνει είναι αυτές οι φωτογραφίες στο ΚΛΙΚ. Σκεφτόμουνα πάντα, και αυτό είναι ίσως που δεν συγχωρώ στους Έλληνες, ότι ποτέ δεν με αφήσανε (και ίσως να είχα γίνει καλύτερη πολιτικός) να πω και να κάνω τις αταξίες μου, οι οποίες είχανε και δόση, όχι βέβαια ιδιοφυίας, αλλά οπωσδήποτε φαντασίας.
Επένδυσες σε ανθρώπους που σε απογοητεύουν;
Όπως κάθε τίμιος άνθρωπος. (γέλια)
Δίνεις μια εικόνα ενός ανθρώπου αήττητου ή άτρωτου.
Ήμουνα λες; Νομίζω ότι αυτό που ο κόσμος λέει ή που πιστεύει είναι ότι είμαι γενναία και αυτός ο τελευταίος 1 1/2 χρόνος μου απέδειξε ότι είμαι κάποια.
Έχεις φοβηθεί ποτέ τον θάνατο;
O θάνατος με καταδιώκει από τότε που ήμουν μικρό παιδί.
Έχεις κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας μικρή-μικρή. Έπεσες στις ρόδες ενός αυτοκινήτου, ερωτευμένη, 14 χρονών.
Έκανα και δεύτερη όταν ήμουν 30.
Την αναγνωρίζεις σαν γενναία πράξη μια πράξη αυτοκτονίας;
Ναι, όπως και το να επιμείνεις στη ζωή. Αλλά κάθε πράξη που σε καταστρέφει την θεωρώ γενναία.
Αν δεν είχε γίνει η Χούντα, πιστεύεις ότι θα είχες κόψει την καριέρα σου στον κινηματογράφο και το θέατρο;
Όχι.
Και τώρα, 23 χρόνια μετά, το μετάνιωσες;
Όχι.
Θα μπορούσες να ζήσεις πια, μετά από τόσα χρόνια, εκτός πρώτης σελίδος;
Γιατί;(γέλια)
Από τους πολιτικούς τι σου έμεινε; Σαν άτομα, σαν πρόσωπα, σε σχέση με αυτούς που έκανες πριν παρέα και που ήταν θεατρίνοι.
Οι μεγάλοι θεατρίνοι, οι άνθρωποι της τέχνης, μου προσέφεραν ό,τι δεν θα μπορούσε να μου προσφέρει το μεγαλύτερο βιβλίο. Με μόρφωσαν. Οι μεγάλοι πολιτικοί και αυτοί μου δώσανε και πιστεύω ότι έχω ταλέντο και για τα δύο. Αλλά, πιο πολύ απ’όλα, πιστεύω ότι έχω ταλέντο για να κάνω αντίσταση. Αντίσταση στη μικρότητα, στο βρισίδι, στο να μου κόψεις κάτι που έβαλα πολύ στο μυαλό μου και που πρέπει να υλοποιηθεί. Θα μου πεις, έγιναν όλα αυτά; Όχι, δεν υλοποιήθηκαν, αλλά έχουν μπει στο δρόμο για την υλοποίησή τους.
Την ποιότητα ενός ανθρώπου με τι κριτήριο την κρίνεις; Ποια είναι τα στοιχεία που σε τραβάνε εσένα;
Μυαλό.
Δεν είναι η καρδιά;To μυαλό είναι πρώτο;
Noμίζω ότι το μυαλό υπαγορεύει στην καρδιά. Θα σου πω κάτι που είναι τρομερό. Σιχαίνομαι τους αυθόρμητους με την καλή καρδιά, όταν δεν είναι μόνο απλοί πολίτες. Όταν αναλαμβάνουν κοινά, όταν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις στη ζωή. Διότι έχω να σου πω ένα νέο, εγώ δεν είμαι αυθόρμητη, και, ό,τι είναι αυθορμητισμός μου, περνάει μέσα σ’αυτήν την κάμαρα, μέσα στο σπίτι και μέσα στους δικούς μου 3 ανθρώπους.
Η μεγαλύτερη μικρότητα που συνάντησες στη ζωή σου ποια ήταν; Που σου έχει μείνει πικρή γεύση.
Δει είμαι κάποιος που συγχωράει πολύ εύκολα και είμαι και άνθρωπος που θυμάται πάρα πολύ, δεν έχω ξεχάσει το κακό που έγινε σε μένα, τώρα δεν θέλω να σου πω πάλι για την Ελλάδα, γιατί θα φανεί κλισέ. Δεν είμαι από αυτούς που ξεχνάνε, δεν έχω ξεχάσει ποιά είναι η μικρότητα που μου κάνανε, όταν με υποπτευθήκανε.
Βλέπεις κινηματογράφο τώρα;
Όχι, παλιά πήγαινα στον κινηματογράφο 3 φορές τη μέρα. Τώρα όχι. Ζηλεύω.
Άλλαξες μέσα από την επιτυχία ή μάλλον μέσα από την εξουσία;
Δεν πιστεύω ότι άλλαξα. Εξουσία ένιωσα δύο στιγμές μόνο. Η μία ήταν σαν ηθοποιός, όταν ανάγκασα τον παραγωγό να φέρει πίσω τον Τζούλη που είχε πάνει να τραβήξει τον πόλεμο στο Ισραήλ, απειλώντας τον ότι θα σταματήσω να παίζω. Ο Τζούλη γύρισε σε 24 ώρες και του είπα ότι, αν ξαναφύγει, θα πηδήξω από το παράθυρο και αυτός μου είπε “πήδα” και έφυγε. Η δεύτερη φορά ήταν όταν πήγαινα στην Επίδαυρο εξοντωμένη και ο δρόμος ήταν γεμάτος κίνηση. Τότε ο οδηγός μου είπε “κυρία Μερκούρη, να φωνάξουμε το 100 να μπει μπροστά;” και μπήκε ένας μοτοσικλετιστής και έφτασα στην ώρα μου. Για να πω την αλήθεια, μια σταρ έχει περισσότερη εξουσία από έναν πολιτικό στην καθημερινή ζωή.
Μετά από πολλά χρόνια έκανες κάποιες φωτογραφίες, τώρα για το ΚΛΙΚ, που είχαν μια καλλιτεχνική διάθεση. Έπαιξες λίγο με το φακό και με τα φιλμ. Δεν φοβήθηκες μήπως θεωρήσουν ότι επιστρέφεις στην καλλιτεχνική Μελίνα, στο θέατρο, στο σινεμά;
Αυτά τα Χριστούγεννα για μένα ήταν ίσως τα πιο δύσκολα Χριστούγεννα της ζωής μου. Έμεινα πάρα πολύ μόνη μου μαζί με τον Ντασέν και με 2-3 ανθρώπους. Θα περάσουμε πολύ γρήγορα το θέμα της Ρουμανίας, αλλά πραγματικά ήτανε το θέμα που με ταρακούνησε όσο τίποτα άλλο μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, αλλά, επειδή, δεν θα μιλήσουμε για πολιτική, ας μιλήσουμε μόνο από προσωπικής απόψεως. Πέρασα από πάρα πολλές δυσκολίες και με ένα μέλλον μπροστά μου, τόσο σε προσωπικό επίπεδο αλλά και για όλους εμάς, πάρα πολύ νεφελώδες. Μείναμε απομονωμένοι και κολλημένοι στην τηλεόραση, στην Κίνα και τη Ρουμανία, δηλαδή, ξεφύγαμε από την ελληνική πραγματικότητα και τα προβλήματα τα πολιτικά της Ελλάδας. Σκέφτηκα τον εαυτό μου, την ηλικία μου, τη ζωή μου με τον Ντασέν και ξανάζησα με τον Ντασέν αυτές τις γιορτές. Για μια στιγμή σκέφτηκα τι να κάνω, λύση θα ήταν η φυγή ή να δώσω ένα τακούνι – όπως το λέω- στο πάτωμα για να σηκωθεί η ψυχολογική μου κατάσταση. Μα, πραγματικά αυτός ο 1 1/2 χρόνος ήταν ένας εφιάλτης προσωπικός, ο οποίος βεβαίως δεν φάνηκε, αλλά ήταν. Το ΚΛΙΚ, με ερέθιζε μ’αυτή τη συνέντευξη και ήθελα να κάνω κι εγώ ένα δώρο όχι µόνο στον εαυτό µου, δηλαδή να ξεφύγω από τη Μελίνα Μερκούρη του 1967-68, αλλά και σ’ αυτούς που διαβάζουν το ΚΛΙΚ, ένα δώρο του 1990 και ένα άλλο ερέθισµα. Έτυχε να µιλήσω µε τον ∆ιονύση Φωτόπουλο, ο οποίος είναι ένας πολύ δύσκολος χαρακτήρας, αλλά βρίσκω ότι είναι ένας πολύ µεγάλος καλλιτέχνης και είπα ότι θα κάνω µια συλλογική δουλειά, θα µεταµφιεστώ, θα δω αν αντέχω να κινηθώ και να κολυµπήσω. Νοµίζω ότι και ένας πολιτικός, αν είναι µεγάλος δικηγόρος, ακόµα και αν όλα γύρω του ήταν µε οµίχλη, θα πήγαινε και θα έκανε µια µεγάλη δίκη. Αυτό είναι το άλλο µου όπλο, αυτός είναι ο άλλος µου εαυτός και είπα γιατί να µη βγω να δουν τα νιάτα, οι νέοι που διαβάζουν αυτό το περιοδικό, εάν εγώ µπορώ να παίξω, αν αντέχω ακόµα.
Ποιούς ανθρώπους θαυμάζεις;
Θα ήθελα να ήμουν η Γκάρμπο και η Πασιονάρια. Βέβαια, δεν είμαι καμιά από τις δύο.
Φωτογραφίες: Τάκης Διαμαντόπουλος
πηγή: Μανταλένα Μαρία Διαμαντή / klik.gr