Πώς σώθηκε ο θερινός κινηματογράφος της Βουλιαγμένης
Η «Ακτή» στη Βουλιαγμένη δεν είναι ένα σινεμά. Λειτουργώντας ανελλιπώς τα καλοκαίρια από το 1976 είναι ένα σημείο που κάνει πολλά παραπάνω από το να προβάλει σε μια μεγάλη οθόνη τα σύγχρονα προϊόντα της 7ης τέχνης: Συγκεντρώνει και συμπυκνώνει για γενιές επί γενιών συναισθήματα, γεύσεις, μυρωδιές και μνήμες.
Οι μελετητές των θερινών σινεμά της Ελλάδας, όπως ο Βασίλης Ιωάννου, έχουν καταγράψει (μεταξύ άλλων και στο ηλεκτρονικό ευρετήριο cinema hellas) ότι ο πρώτος θερινός κινηματογράφος της Βουλιαγμένης ξεκίνησε το 1961, λεγόταν «Κάπρι» και βρισκόταν στη γωνία των οδών Θησέως και Ήρας, όπου σήμερα λειτουργεί το σούπερ μάρκετ. Το 1970 μετονομάστηκε σε «Κυανή Ακτή» αλλά το 1975 σταμάτησε οριστικά, καθώς το ακίνητο άλλαξε χρήση.
Τη σκυτάλη πήρε η «Ακτή» που βρίσκεται λίγο παρακάτω, στη γωνία Θησέως και Αιόλου, και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1976. Οι δύο συνέταιροι που χτύπησαν τη δημοπρασία του ΟΔΔΕΠ (Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας), τον Μάρτιο του 1976 με 11.500 δραχμές μηνιαίο μίσθωμα, ο Σωκράτης Πανταζής και ο Θεόδωρος Γκαραβέλος, κρατούν τον κινηματογράφο μέχρι σήμερα, με τη βοήθεια των συγγενών τους.
«Τα πρώτα χρόνια αλλάζαμε κάθε βράδυ ταινία, το σινεμά είχε 500 καθίσματα και στις δύο παραστάσεις της ημέρας ήμασταν γεμάτοι», διηγείται στον «Δημοσιογράφο» ο Σωκράτης Πανταζής που από 15 ετών μέχρι σήμερα βρίσκεται στον χώρο του κινηματογράφου. Πλέον η μεγάλη μηχανή προβολής που χειριζόταν έχει αδρανοποιηθεί και οι ταινίες έρχονται ψηφιακά με σκληρό δίσκο, σε μηχανήματα που γνωρίζει η νέα γενιά.
Στην «Ακτή» ο Σωκράτης Πανταζής φιλοξενούσε τακτικά τη Ρένα Βλαχοπούλου, που του παραπονιόταν αστειευόμενη ότι τα καθίσματα είναι ψηλά και δεν έφτανε ο Νίκος Ρίζος, αλλά και πολιτικούς που επέλεγαν – και ακόμη επιλέγουν – τη Βουλιαγμένη ως απόμακρο μέρος για κρυφά και φανερά ραντεβού.
Στην «Ακτή» εκδηλώνονταν άλλωστε και οι «τεντιμπόηδες» της περιοχής όπως τους αποκαλεί, καθώς του έκαναν τη ζωή δύσκολη: Πότε με τα …αυγά που πετούσαν από έξω στους ανυποψίαστους θεατές, πότε με τη φασαρία που προκαλούσαν μέσα κατά τη διάρκεια της παράστασης με διάφορες αφορμές.
Υπήρξαν καλοκαίρια, πριν την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, που στην «Ακτή» κόπηκαν 62.000 εισιτήρια, όπως θυμούνται οι άνθρωποι του σινεμά. Ο θερινός κινηματογράφος υπήρξε για την εποχή ό,τι σήμερα είναι το netflix, μια σχετικά φτηνή διασκέδαση, όπου η ίδια η ταινία ήταν απλώς η αφορμή για την έξοδο και τη συνεύρεση της παρέας κάτω από τον νυχτερινό ουρανό.
Όλα αυτά θα είχαν τελειώσει το 1994 οριστικά, αν αφηνόταν η ιδιοκτήτρια Εκκλησία της Ελλάδος και ο αδιάφορος Δήμος να δρομολογήσουν τα σχέδια για αξιοποίηση του ακινήτου.
Ήταν αποτέλεσμα της τύχης που βρέθηκε εκείνη την περίοδο ο Χρήστος Διονυσόπουλος στα έδρανα της αντιπολίτευσης του Δήμου Βουλιαγμένης και κατόπιν αποτέλεσμα της μεθοδικότητάς του η ιστορική απόφαση να κηρυχθεί η «Ακτή» διατηρητέο μνημείο.
Όπως αναφέρει ο Χρήστος Διονυσόπουλος στον «Δημοσιογράφο», ο Γρηγόρης Κασιδόκωστας αποσιώπησε τότε στο Δημοτικό Συμβούλιο τις ενέργειες της Εκκλησίας να δημοπρατηθεί το ακίνητο όπου βρίσκεται το «Ακτή» και να αλλάξει χρήση. Αφού μάλιστα αποκαλύφθηκε μετά από δική του έρευνα το σχέδιο να δοθεί το οικόπεδο για αντιπαροχή για οικοδόμηση πολυώροφου κτηρίου, ο τότε Δήμαρχος δήλωσε, όπως καταγράφεται και στα επίσημα πρακτικά, ότι «μάλλον κακό κάνει η συζήτηση» περί ανακήρυξης του κινηματογράφου ως μνημείου.
Κεντρικό ρόλο από τότε στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε ο σημερινός Μητροπολίτης Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης, Αντώνιος, που αντέδρασε πρώτος στις κινήσεις Διονυσόπουλου να σταματήσει η αντιπαροχή. Στον ημερήσιο Τύπο της εποχής (Ελευθεροτυπία, Νίκη, Αυριανή) διασώζονται και οι δηλώσεις του: «Περιουσία μας είναι, ό,τι θέλουμε την κάνουμε. Να παραχωρήσει το σπίτι του ο κ. Διονυσόπουλος για να γίνει κινηματογράφος για τους Βουλιαγμενιώτες».
Ευτυχώς, οι αρμόδιοι παράγοντες και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού είχαν αντίθετη άποψη. Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 η 1η Εφορεία Νεώτερων Μνημείων σταμάτησε τη δημοπρασία με έγγραφό της προς τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ενώ με ΦΕΚ που δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου 1995 και υπογράφτηκε από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Θάνο Μικρούτσικο, η υπόθεση έκλεισε για πάντα:
«Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ιστορικό τόπο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία […] το Θερινό κινηματογράφο Ακτή στη Βουλιαγμένη μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του στα όρια της ιδιοκτησίας, διότι αποτελεί τυπικό δείγμα Θερινού κινηματογράφου με σημαντική πολιτισμική και εκπαιδευτική λειτουργία καθώς και επειδή πρόκειται για το μοναδικό Θερινό κινηματογράφο της περιοχής άρρηκτα συνδεδεμένο με τις μνήμες των κατοίκων της».
πηγή: Γιώργος Λαουτάρης / dimosiografos.com