Οι μεταμεσονύκτιες προβολές είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κεφάλαιο για όσους αγαπούν το σινεμά. Η Αθήνα έχει τις δικές της, αυτές έχουν τη δική της αίθουσα, το Ααβόρα, και όλα αυτά έχουν το δικό τους άνθρωπο, τον Άκη Καπράνο, που είναι και κριτικός κινηματογράφου, αλλά είναι και πολλά άλλα πράγματα.
Αυτό που συμβαίνει στο «Ααβόρα» -Ιπποκράτους 180 (ΜΕΤΡΟ Αμπελόκηποι)-, κάθε Σάββατο -μετά τα μεσάνυχτα είπαμε- μπορείτε να το ανακαλύψετε καλύτερα μόνοι σας. Το διά ταύτα είναι ότι αν πάτε, θα δείτε κάποια ταινία που δεν θα την πετύχετε εύκολα αλλού, κλασική ή καλτ, αλλά πάντως στάνταρ καλή, αφού θα την έχει διαλέξει ο Άκης και ο Άκης δεν διαλέγει ποτέ τυχαία ταινίες. Επειδή το ξέρει το σπορ, καλύτερα από τους περισσότερους. Επίσης θα ζήσετε ένα μοναδικό κλίμα και θα δείτε πολύ ενδιαφέροντα κόσμο. Αυτά στο «τι», το «που» και το «πώς». Σημαντικά, όμως, πίσω από τις εκδηλώσεις και τα λοιπά, είναι πάντα πιο πολύ τα πρόσωπα.
Για τον Άκη Καπράνο μπορώ να βεβαιώσω διάφορα πράγματα: Αγαπάει τον κινηματογράφο. Πραγματικά. Αγαπάει τη μουσική, κάνει ο ίδιος εξάλλου εξαιρετικά ντιτζεϊλίκια και όχι μόνο. Και είναι πολύ νυχτερινός τύπος, όπως οι περισσότεροι ενδιαφέροντες άνθρωποι, εξάλλου. Το λέει και ο ίδιος.
Επίσης ξέρει απίθανα καλά να γράφει.
Έτσι, όταν θέλησα να μού μιλήσει για το Midnight Express, αυτή την κινηματογραφική πρωτοβουλία μεταμεσονύκτιων προβολών που εμπνεύστηκε και δημιούργησε μόνος του, του είπα πολύ απλά: «Σιγά μην σου κάνω ερωτήσεις. Γράφτα μόνος σου, με δικά σου λόγια…».
Το έκανε:
«Κανείς δεν πίστευε σε αυτή την ιστορία. Θυμόμουν με τόση νοσταλγία τις μεταμεσονύχτιες προβολές στο Άλφαβιλ και τη Δεξαμενή και, δε ξέρω, τι σημαίνει «πάω σινεμά» σήμερα; Αν πας στα multiplex η ταινία μοιάζει δευτερεύον ζήτημα. Αν πάλι πας σε μια παλιά παραδοσιακή αίθουσα, οι ταινίες είναι συνήθως του λεγόμενου «καλλιτεχνικού» κυκλώματος και οι τρόποι σου πρέπει να είναι αρεστοί. Δεν μπορείς, ας πούμε, να αντιδράς έντονα στα ερεθίσματα που σου προσφέρει η ταινία. Το χω ξαναπεί, πήγα να δω τον «Κυνόδοντα» σε ονομαστή αίθουσα, και δε μου επέτρεπαν να γελάω με τα αστεία της. Όλο «σσσσς» και «σσσσς» από τις κυρίες δεξιά κι αριστερά, επειδή έβλεπα «σοβαρή τέχνη». Ε και; Σοβαρή τέχνη είναι ο «Κυνόδοντας», σοβαρή τέχνη είναι και το χιούμορ, πιο σοβαρό ακόμα είναι να αντιδράμε σε αυτό που βλέπουμε όπως θέλουμε από τη στιγμή που δε θεωρούμε τον εαυτό μας υπεράνω της ταινίας.
Οπότε αυτό που αρχικά ήθελα να κάνω, πήγε κάπου αλλού από μόνο του. Γιατί εγώ, όπως είπα στην αρχή, ήθελα να ξαναζήσω αυτό που έζησα στις μεταμεσονύχτιες προβολές στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετέπειτα. Και επίσης ήθελα να δω κάποιες ταινίες που λατρεύω στη μεγάλη οθόνη, γιατί μόνο μέσα από το βίντεο τις γνώρισα και τις αγάπησα. Ήμουν και σε μια κάπως ζόρικη προσωπική φάση, είχα μεγάλη ανάγκη να κάνω κάτι και να νοιώσω όμορφα με μένα που το έκανα. Το ‘ψαξα, τι χρειάζεται, σε ποιους πρέπει να απευθυνθώ, πόσο θα μου κοστίσει, όλα από το μηδέν, με κάποια βοήθεια από τον Βάσο Γεώργα και τον Βασίλη Κωνσταντόπουλο, και μετά άρχισα να ψάχνω για αίθουσα. Θα επαναλάβω λοιπόν πως στην αρχή κανείς δεν πίστευε σ’ αυτή την ιστορία. «Έχουν πεθάνει οι μεταμεσονύχτιες» μου έλεγαν και όταν «έστησα» δειλά – δειλά τις πρώτες, είχα μεγάλη αγωνία. Βασικά μη λέω ψέματα, κάθε φορά έχω αγωνία. Εννοώ, πριν έρθει η ώρα της προβολής είμαι σχεδόν προετοιμασμένος για την αποτυχία, όταν ξεκινάμε και έχουμε κόσμο (που πάντα έχουμε κόσμο – απίστευτο μου φαίνεται, αλήθεια) τριπάρω σε φουλ εκστατικό mode και όταν τελειώνουμε «αδειάζω» ολοκληρωτικά. Οπότε θέλω μάλλον να είμαι σε μια αίθουσα συνέχεια».
«Φέτος το εύρος των ταινιών πιάνει ένα μεγάλο φάσμα. Θέλεις 80s νοσταλγία; Ορίστε το Ghostbusters και ο Εξολοθρευτής. Θέλεις σπουδαίο και κάπως ‘δύσκολο’ σινεμά δημιουργού; Έχουμε το Husbands του Τζον Κασσαβέτη. Φυσικά και cult horror, με Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών αλλά και τη Μύγα του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Πάντα από τις καλύτερες κόπιες που υπάρχουν εκεί έξω, είτε φιλμ είτε σε ψηφιακό υλικό. Και ο κόσμος που έρχεται τιμάει κάθε ταινία με την αγάπη του. Αντιδρά όπως θέλει, δεν υπάρχουν κώδικες καλής συμπεριφοράς. Το ζητούμενο είναι μόνο αυτό, να έρχεσαι με αγάπη. Το εισιτήριο το έχουμε στα πέντε ευρώ, και δε πρόκειται να ανέβει, πιτσιρικαρία σκάει, φοιτητές, να το πας παραπάνω, με τι μούτρα; Με την Ααβόρα, όπου γίνονται οι προβολές, έχω την καλύτερη δυνατή συνεργασία. Η Πέγκυ Ρίγγα, η ιδιοκτήτρια δηλαδή, υπέροχο κεφάλι και γενναιόδωρος άνθρωπος, μου είπε «έλα να το κάνουμε όποτε θελήσεις», αφού είχα φάει άκυρο από όλες τις ονομαστές αίθουσες του κέντρου.
Μου αρέσει το μεταμεσονύχτιο. Μου αρέσει η κίνηση επί του περιθωρίου, αυτή η λανθάνουσα αίσθηση παραβατικότητας που επιφέρει. Μου αρέσει να μας βλέπω σαν συμμορία και να ουρλιάζουμε από έκσταση όταν ο Σβαρτσενέγκερ λέει «I’ll be back».
Και σε λίγες εβδομάδες που θα προβάλουμε το «Τρένο της μεγάλης φυγής», την πιο αγαπημένη μου ίσως ταινία, θα με μαζεύετε από το πάτωμα».
* Για να βρείτε πληροφορίες για τις προβολές, το πρόγραμμα αλλά και για να γίνετε μέλη στη Λέσχη του Midnight Express, πηγαίνετε στη σελίδα του στο facebook.
πηγή: Μαρία Δεδούση / cnn.gr