Τα πυργόσπιτα της Γλυφάδας μού στοίχειωναν από πάντα τον νου. Είναι σκόρπια πια, ανάμεσα σε ξενοδοχεία, πολυκατοικίες και χαμηλότερα σπίτια με κήπους. Ξεχωρίζουν σαν ψηλόκορμα δέντρα. Είναι μιας ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, τα περισσότερα από τα χρόνια του ’20, όταν η Γλυφάδα γινόταν προορισμός, όταν τα θαλάσσια λουτρά διαφημίζονταν ως συνώνυμα του μοντέρνου τρόπου ζωής, όταν η Αθήνα άλλαζε με την έλευση των προσφύγων.
Τις προάλλες, στο γνώριμο αστικό τοπίο της παραλιακής στο ύψος της Γλυφάδας, στα Δικηγορικά, όπως έλεγαν παλιά, σταμάτησα για να περιεργαστώ ένα από τα ερειπωμένα πυργόσπιτα, στη γωνία της μικρής οδού Μερόπης με την Ποσειδώνος. Είναι περιφραγμένο με επιμέλεια, η έκταση είναι ιδιωτική και ελπίζει κανείς πως θα αποκατασταθεί για να φανεί το μεγαλείο του. Αλλά και στην κατάσταση που είναι τώρα, ερειπωμένο, βανδαλισμένο και εκτενώς κακοποιημένο με παρεμβάσεις, αποπνέει ατμούς ποίησης ανάμεσα στα παλιά πεύκα, ψηλόκορμα και αυτά σαν τον πυργίσκο του σπιτιού, στεφανωμένο από μικρή κεραμοσκέπαστη θόλο.
Ολα συντείνουν σε μια παράλληλη εμπειρία, σχεδόν εξαϋλωμένη και ψευδαισθητική, καθώς τα ιδιαίτερα στοιχεία αυτού του πυργόσπιτου μοιάζουν υβρίδια από μια αχανή πινακοθήκη κοσμημάτων. Από την Ποσειδώνος παρατηρούσα την κύρια είσοδο, μισοσβησμένη στη θέα από φουντωτή, χαμηλή συκιά, που λες και ρουφάει χυμούς από τους αρμούς και την υγρασία των τοίχων. Η θύρα είναι αρ νουβό, τα αραβουργήματά της, σαν μαστιγώματα, εγγράφονται λευκά και εκείνη τη στιγμή ξεχνάς τον θόρυβο της λεωφόρου, είναι σαν να ανάβεις πυρσό και να εισέρχεσαι στα σκοτεινά λαγούμια αυτού του πυργόσπιτου.
Εχουν μείνει μερικά τέτοια σπίτια στη Γλυφάδα. Ενα ανθολόγιο προαστιακών επαύλεων από το 1920 έως το 1970 θα βρει κανείς διάσπαρτες σε όλη την παραλιακή, από τα Φάληρα έως τη Βούλα και πέρα, αλλά εκεί, στη Γλυφάδα, τα ψηλά σπίτια του μεσοπολέμου μού φέρνουν στον νου, έτσι όπως ξεχωρίζουν, τα μεσαιωνικά πυργόσπιτα της Ιταλίας. Ενας πύργος της Μπολόνιας του 1200 και ένα αρχοντόσπιτο της Γλυφάδας του 1927. Αυτές οι ακροβασίες του νου, θεριεμένες από την αυθαιρεσία της υπερβολής, ποτίζουν τη φαντασία. Ολόγυρα ξενοδοχεία με εξωτικά ονόματα, με έναν απόηχο αποικιοκρατίας και επαρχιακού κοσμοπολιτισμού, πιο κάτω οι κωνικές απολήξεις παραμυθένιων επαύλεων, όπως του Αλέξανδρου Νικολούδη, ή οι καμπύλες του μοντέρνου κινήματος από τον Στάμο Παπαδάκη. Και ανάμεσα τα πυργόσπιτα, εκκοσμικευμένοι ναοί με κωδωνοστάσια χωρίς κώδωνες.
Θα ήθελα να μετρήσω μια μέρα τα παλιά δέντρα της Αθηναϊκής Ριβιέρας, όσα έχουν απομείνει, μάρτυρες μιας εποχής που η διαδρομή Σύνταγμα – Γλυφάδα – Βούλα – Βουλιαγμένη είχε τον χαρακτήρα ημερήσιας εκδρομής. Πεύκα με κορμούς μιας ορισμένης διαμέτρου και ύψος τριώροφης πολυκατοικίας, ευκάλυπτοι που μυρώνουν ακόμη τον θαλασσινό αέρα, συκιές και χαρουπιές χωμένες σε παλιά περιβόλια. Ανάμεσα προβάλλουν οι κεραμιδένιες στέγες, εκείνες οι ρομαντικές του μεσοπολέμου μαζί με τις επίπεδες του μπάουχαους, μαζί με εκείνες τις λευκές επαύλεις με τα κεραμίδια από το 1955 και τη μοντέρνα φουρνιά του 1963-65 με τα ξύλινα συρόμενα και τις περιμετρικές βεράντες. Στα ξέφωτα προβάλλουν τα παλιά πυργόσπιτα, σαν μεσαιωνικές πολεμίστρες, επάλξεις λιθόχτιστες, με αρ νουβό νύξεις, με χρωματιστά πλακίδια, με σκεπαστές βεράντες, όπου κάποτε θα στρώνονταν τραπέζια για ρομαντικά πρωινά και βεγγέρες.
Αναρωτιέμαι αν τα βλέπω ή τα φαντάζομαι. Την εποχή που χτίζονταν τα πυργόσπιτα της Γλυφάδας, έβλεπαν την Γκρέτα Γκάρμπο στο «Αττικόν» της Σταδίου…
πηγή: ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ / kathimerini.gr