Διαφημιστείτε εδώ

Όσα Έζησα στο Λεωφορείο που Κάνει τη Μεγαλύτερη Διαδρομή της Αθήνας

Με 32 βαθμούς Κελσίου μέσα στο θρυλικό «140», από την αφετηρία μέχρι το τέρμα του.

Είναι ένα πρωινό Τετάρτης, στα τέλη του Ιούνη. Το ρολόι δεν δείχνει 11.00 και η θερμοκρασία έχει ξεπεράσει ήδη τους 30 βαθμούς Κελσίου. Βρίσκομαι στα νότια Προάστια, στην αφετηρία του λεωφορείου 140. Κάποιοι λένε πως πρόκειται για ένα από τα πιο «θρυλικά» της Αθήνας, καθώς κάνει τη μεγαλύτερη διαδρομή της πρωτεύουσας, διανύοντας μία απόσταση που ξεκινά από τη Γλυφάδα και καταλήγει στο Πολύγωνο. Κάνει 89 στάσεις (!), όπως λέει η εφαρμογή του ΟΑΣΑ, διασχίζοντας περίπου 57 χιλιόμετρα, για να συνδέσει δύο εντελώς «ασύνδετους» μεταξύ τους Δήμους.

Το χειρότερο είναι πως περνά από τους πιο στενούς, κακοτράχαλους δρόμους που υπάρχουν στην πόλη, από ανηφοροκατηφόρες, άλση, πλατείες, λεωφόρους. Γλυφάδα, Αργυρούπολη, Ηλιούπολη, Υμηττός, Βύρωνας, Παγκράτι, Καισαριανή, Ιλίσια, Ζωγράφου, Γουδή, Κατεχάκη, Ελληνορώσων, Ψυχικό, Νέα Κυψέλη και Πολύγωνο είναι οι περιοχές που χαράσσουν το αψυχολόγητο route του λεωφορείου.

Στέκομαι ολομόναχη στη στάση και περιμένω να ξεκινήσει το επόμενο λεωφορείο. Μπαίνω μέσα, για να συνειδητοποιήσω ότι είμαι σχεδόν μόνη, μαζί με 3-4 ηλικιωμένους. Κάθομαι στη θέση που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την πόρτα και πίσω από το επικυρωτικό μηχάνημα, για να έχω πλήρη εικόνα. Όσο πλησιάζουμε προς Αργυρούπολη, λίγες γυναίκες και κάποιοι μεσήλικοι άνδρες μπαίνουν και κάθονται διάσπαρτα στις θέσεις. Στα Νότια προάστια μάλλον δεν έχουν ανάγκη την κούρσα των λεωφορείων, αναλογίζομαι, καθώς πιθανότατα οι περισσότεροι έχουν δικά τους οχήματα να μετακινούνται.

Η ζέστη είναι αφόρητη, όμως κλιματισμός στους 32 βαθμούς και άνω, προφανώς δεν υπάρχει. Ίσως υπάρχει, γιατί λίγο αργότερα ακούω έναν θόρυβο – που παραπέμπει σε ήχο που ενδεχομένως θα προερχόταν από κλιματιστικό αλλά και σε ήχο που προδίδει το «άναμμα» της μηχανής. Εξάλλου, είναι ευρέως γνωστό πως ο στόλος των λεωφορείων δεν είναι και ο πιο εκσυγχρονισμένος και όλοι όσοι έχουμε το προνόμιο -θα τολμήσω να πω- να οδηγάμε, σίγουρα κάποια στιγμή έχουμε δει λεωφορεία σταματημένα στο πλάι κάποιου δρόμου ή κάποιας λεωφόρου, τα οποία έχουν ξεμείνει από μπαταρία ή από λάστιχο. Περνάμε μπροστά από μία εκκλησία στην πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου στην Αργυρούπολη και μία γυναίκα σταυροκοπιέται τρεις φορές. Ελπίζω να μην το κάνει για την κούρσα που θα ακολουθήσει.

Όσο το λεωφορείο περνά από περιοχές που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν στο χάρτη, πλησιάζουμε προς τα πλέον γνώριμα ανατολικά προάστια. Εκεί, ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει, καθώς οι επόμενες στάσεις του λεωφορείου είναι στις φοιτητικές εστίες της Ούλωφ Πάλμε και στην Πολυτεχνειούπολη του Ζωγράφου. Φοιτητές και φοιτήτριες μπαίνουν σε μπούγιο στο λεωφορείο, με σημειώσεις στο χέρι, ενώ ανά διαστήματα μπαίνουν και κάποια πιτσιρίκια που πρέπει ακόμα να πηγαίνουν σχολείο. Συνειδητοποιώ πως όλοι οι επιβάτες είναι είτε φοιτητές, είτε μεσήλικοι και ηλικιωμένοι, ενώ δεν υπάρχουν άτομα κοντά στη δική μου ηλικία, 30 πάνω-κάτω. Μια γυναίκα γύρω στα 45 που έχει κάτσει δίπλα μου, μετά από πολλές στάσεις, συνειδητοποιεί πως έχει πάρει λάθος λεωφορείο. «Ωχ, το 140 είναι αυτό ε;», γυρνάει και με ρωτάει. «Ναι» αποκρίνομαι. Αμέσως ξεπετάγεται, σπρώχνει δυο-τρεις από τη μέση μουρμουρίζοντας και κατεβαίνει στην επόμενη στάση ξεφυσώντας δυνατά. Καταλαβαίνω απόλυτα την αγανάκτηση με τέτοια φρικτή ζέστη. Ο οδηγός πατάει γκάζια και μετά απότομα φρένα, με αποτέλεσμα κάποιοι επιβάτες να κοντεύουν να χάσουν την ισορροπία τους και αμέσως μετά να ψιθυρίζουν μόνοι τους διάφορες ευλογίες προς τα θεία.

Πλησιάζοντας προς τις πιο κεντρικές περιοχές της Αθήνας, το επιβατικό κοινό πυκνώνει, σε σημείο μη-διαχειρίσιμο πλέον, ή αλλιώς, σε μια κατάσταση σαρδελοποίησης, η οποία φέρνει με τη σειρά της έναν εμφανή εκνευρισμό. Στη συνέχεια, ακούω μερικούς ήπιους διαπληκτισμούς την ώρα που ανεβοκατεβαίνουν στις στάσεις, καθώς η ζέστη σε συνδυασμό με το συνωστισμό, έχουν δημιουργήσει περίσσια, κλιμακούμενη ένταση.

Είμαστε κάπου στο Βύρωνα και πλέον, σε κάθε στάση, μπαίνουν ολοένα και περισσότερα άτομα, μεταξύ των οποίων μια γυναίκα γύρω στα 60. Αφού λέει σε μία άλλη γυναίκα να της χτυπήσει το εισιτήριο, χώνεται ανάμεσα στο πλήθος και, απευθυνόμενη σε έναν νεαρό, τον προστάζει να σηκωθεί, γιατί δε τη «βαστάνε τα πόδια» της, όπως εξηγεί. Εκείνος τη στραβοκοιτάζει αλλά υπακούει στην οδηγία της. Λίγο πιο μπροστά, μοιράζονται τη διπλή θέση ένας ηλικιωμένος, ο οποίος κρατιέται παράλληλα από τη χειρολαβή και ανά διαστήματα γλαρώνει και σχεδόν τον παίρνει ο ύπνος, με αποτέλεσμα να γέρνει προς την κοπέλα που κάθεται δίπλα του, η οποία, φανερά νευριασμένη, προσπαθεί να τον αποφύγει. Στις τελευταίες θέσεις κάθονται αντικριστά δύο τοξικοεξαρτημένοι, με μισόκλειστα μάτια, που με τα χοροπηδήματα του λεωφορείου στις λακκούβες, ανασηκώνουν τα βλέφαρα, όμως συνεχίζουν να μην αντιδρούν. Όλοι προσπαθούν εντέχνως και διακριτικά να τους αποφύγουν, όμως τα βλέμματά τους προδίδουν την αμηχανία και την αποστροφή τους. Μία μεσήλικη τσακώνεται δυνατά στο τηλέφωνο με τον άντρα της, σε σημείο να ουρλιάζει – από τα συμφραζόμενα κατάλαβα πως έμεινε ένα ποσό απλήρωτο από το λογαριασμό του ρεύματος, με αποτέλεσμα να τους το κόψουν χωρίς προειδοποίηση.

Το λεωφορείο έχει φτάσει πλέον Ζωγράφου και η ταχύτητά του μειώνεται στο ελάχιστο, αφού ο οδηγός κάνει μανούβρες για να αποφύγει διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, περνώντας από δίπλα τους κυριολεκτικά με απόσταση εκατοστών. Ήταν τόσο οριακό, που ήμουν προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο να μείνουμε στη μέση του δρόμου, μέχρι κάποιος οδηγός να αποφασίσει να μετακινήσει το αμάξι του. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε, γιατί προφανώς ο driver είναι συνηθισμένος σε τέτοιες καταστάσεις.

Η ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο έχει αρχίσει να γίνεται αποπνικτική, καθώς η ζέστη με τον ιδρώτα, δημιουργούν άσχημη μυρωδιά, σε σημείο να ασφυκτιούμε καθώς σχεδόν όλα τα παράθυρα είναι κλειστά. Έχουμε περάσει την Πολυτεχνειούπολη και την Κατεχάκη και μπαίνουμε μέσω Ελληνορώσων για να περάσουμε κάθετα την Κηφισίας. Hightlight είναι οι γκαζιές του οδηγού για να ανέβει έναν απότομο ανηφορικό δρόμο, ο οποίος οδηγεί και στον τερματικό σταθμό στο Πολύγωνο. Νιώθω ότι θα μας πάρει η κατηφόρα και ότι μάλλον ήρθε το τέλος μας, ωστόσο φαίνεται πως το χειρίζεται πολύ καλά το εργαλείο και παραμένει εντελώς ατάραχος, μιλώντας παράλληλα στο κινητό. Αυτά είναι skills. Μετά από σχεδόν δύο ώρες, ατελείωτο εκνευρισμό, ζέστη, συνωστισμό και ντράβαλα, καταφέρνω να κατέβω στην τερματική στάση του Πολυγώνου.

Πέρα από την ανάγκη να διακωμωδίσω κάπως την κατάσταση στη δημόσια συγκοινωνία, αυτό το δίωρο βγήκαν κάποια πολύ χρήσιμα συμπεράσματα / σημειώσεις. Αρχικά, είναι δικαίωμά μας ως πολίτες να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε ασφαλή, δημόσια Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, σε λεωφορεία που δε θα σμπαραλιάζουν τα νεύρα και την αξιοπρέπειά μας, αλλά θα έχουν τουλάχιστον κλιματισμό και ανθρώπινες συνθήκες. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως ζούμε σε μία χώρα που όταν κάτι δεν αγγίζει τα συμφέροντα των λίγων και της ελίτ, δεν υπάρχει καμία έγνοια και καμία προσπάθεια -πέρα από διάφορες επικοινωνιακές εξαγγελίες, που παραμένουν εξαγγελίες- για τη βελτίωσή του. Τα λεωφορεία είναι ανάγκη των πολλών και όχι προνόμιο των λίγων, των στρωμάτων που δεν έχουν οχήματα ή πρόσβαση σε άλλη μορφή μετακίνησης. Οπότε, είναι παρατημένα στη μοίρα τους. Από την άλλη, όταν έχουν απεργία τα ΜΜΜ, αντί να γκρινιάζουμε για την αύξηση της κίνησης στους δρόμους, καλό θα ήταν να ενημρωθούμε για τα αιτήματα των εργαζομένων, οι οποίοι συνεχώς αγνοούνται ή κατηγορούνται για «μικροκομματικά συμφέροντα». Επίσης, όταν ένας άνθρωπος αλλάζει δύο λεωφορεία για να καταφέρει να φτάσει στη δουλειά του, στην οποία μπορεί να παραμείνει για τις υπόλοιπες 8, 10 ή 12 ώρες της ημέρας, καλό θα ήταν να έχει τουλάχιστον μία ξεκούραστη μετακίνηση, αφού η κούρσα αυτή, μπορεί να είναι πιο κουραστική ακόμα και από την ίδια τη δουλειά. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναβαθμιστούν τα υπάρχοντα λεωφορεία, να εκσυχρονιστεί ο στόλος με νέα, να υπάρχει πρόσληψη επιπλέον προσωπικού και να πυκνώσουν τα δρομολόγια τόσο ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τα εκατομμύρια των κατοίκων της Αθήνας.

Πάντως, το συγκεκριμένο λεωφορείο είναι όντως μία εμπειρία που κάθε κάτοικος της Αθήνας πρέπει να βιώσει, καθώς αποτελεί τον καθρέφτη των αμέτρητων προβλημάτων όλων των αστικών δημόσιων συγκοινωνιών. Και, ελπίζουμε σε μερικά χρόνια από τώρα, το «140», το οποίο είναι αντικείμενο σειράς άρθρων και stand-up comedies, να έχει εκσυχρονιστεί και να μην αποτελεί πια σημείο συζήτησης. Για το καλό όλων μας.

πηγή: vice.com

Exit mobile version