Κάτια Δανδουλάκη και Γιώργος Κυρίτσης θυμούνται και περιγράφουν όσα συνέβησαν πίσω απ’ τις κάμερες.
Το εντυπωσιακό πάντως είναι πόσα λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν την ταινία που γαλούχησε γενιές και γενιές περήφανων Ελληνόπουλων. Εμείς προσπαθήσαμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την ιστορική αδικία, να μάθουμε κάποιες ιστορίες από τα παρασκήνια, προσπερνώντας τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν για κάθε καλόπιστο ερευνητή (πχ. οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές δεν βρίσκονται πια στη ζωή). Προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την προφορική ιστορία της ταινίας ‘Παπαφλέσσας. Η μεγάλη στιγμή του ‘21’, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ευχαριστούμε, λοιπόν, προκαταβολικά την Κάτια Δανδουλάκη (‘Κατερινιώ’ και σύντροφο του Παπαφλέσσα στην ταινία) και τον Γιώργο Κυρίτση (υπασπιστή του Ιμπραήμ) που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας κάποιες απ’ τις ιστορίες των γυρισμάτων. Επικοινωνήσαμε και με τον Ηλία Λογοθέτη, αλλά δυστυχώς, όπως πολύ ευγενικά μας είπε το μόνο που θυμόταν από την ταινία, ήταν ότι τα γυρίσματα έγιναν στα Αμπελάκια στη Θεσσαλία και τίποτα περισσότερο. Τον ευχαριστούμε κι εκείνον, όπως και να ‘χει, για τον χρόνο του.
Ακολουθούν ανέκδοτες ιστορίες για την ταινία από τα στόματα των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Ο Ισπανός που έπαιζε ταυτόχρονα και τον Δράμαλη και τον Αλή Πασά
Ο Φερνάντο Σάντσο, ο ευτραφής Ισπανός που βλέπαμε να παριστάνει τον Έλληνα πατριώτη σε ταινίες όπως το ‘Οι Τελευταίοι του Ρούπελ’ και το ‘28η Οκτωβρίου ώρα 5:30’, στον ‘Παπαφλέσσα’ μας πρόδωσε, πήγε με τους ‘άλλους’. Ο Ισπανός υποδύθηκε τον Δράμαλη, αλλά ταυτόχρονα, επειδή την ίδια περίοδο είχαν ξεκινήσει και τα γυρίσματα των ‘Σουλιωτών’ και χρειάζονταν και κάποιον να παριστάνει τον Αλή Πασά, τον ‘επίταξαν’ να παίξει και αυτόν τον ρόλο. Αυτή η κατάσταση, ένας ξένος που δεν ήξερε μισή λέξη ελληνικά να πρέπει να υποδυθεί δύο διαφορετικούς ρόλους, αλλά τόσο όμοιους μεταξύ τους (και στους δύο έπρεπε να είναι ντυμένος ως μουσουλμάνος του 19ου αιώνα, να έχει μούσια, να συνομιλεί με φουστανελάδες σε άγνωστη γλώσσα κλπ), οδήγησε σε ένα όμορφο χάος. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κυρίτση, ο Φερνάντο Σάντσο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πότε έκανε γυρίσματα για τη μία ταινία και πότε για την άλλη, πότε ‘μιλούσε’ ως Δράμαλης και πότε ως Αλή Πασάς.
“Ο Παπακωσταντής που ήταν φωτογράφος στον ‘Παπαφλέσσα’ έκανε σκηνοθετικά και τους ‘Σουλιώτες’, αυτή η ταινία γυριζόταν σχεδόν ταυτόχρονα”, θα πει ο κ. Κυρίτσης. “Ο Σάντσο γύριζε τις σκηνές του σε δύο ταινίες ταυτόχρονα ντυμένος τούρκικα και δεν καταλάβαινε, ούτε τον ένοιαζε κάθε φορά για ποια ταινία έπαιζε.
Στο γύρισμα απλώς μετρούσε, δεν μάθαινε καμία ατάκα, δηλαδή μιλούσες εσύ στη σκηνή και αυτός έλεγε “ούνο, ντος, τρες”, του έλεγαν “η σκηνή κρατάει μέχρι να μετρήσεις εσύ ως το 10”, και αυτός δεν μιλούσε, απλώς μετρούσε, δεν έλεγε λόγια, ούτε καν στα ισπανικά. Έλεγε μόνο αριθμούς, ανοιγόκλεινε το στόμα και μετά στο μοντάζ τον μεταγλώττιζαν, έβαζαν κάποιον άλλον να μιλάει ελληνικά από πάνω του.
Στον ‘Παπαφλέσσα’ είχα τον ρόλο του υπασπιστή του Ιμπραήμ, μου είπαν “μετά θα κάνεις και τον γιο του Αλή Πασά στους ‘Σουλιώτες’”, και έτσι έκανα και άλλες σκηνές μαζί του. Εγώ, βέβαια, ήξερα πότε ήταν ο Δράμαλης και πότε ο Αλή Πασάς, εμένα δεν μπορούσαν να μου πουν για παράδειγμα ότι “είσαι ο υπασπιστής του Ιμπραήμ” και να βρίσκομαι στο αντίσκηνο του Αλή Πασά και να μην το καταλαβαίνω (γέλια). Είχα σκηνές μαζί του, εγώ μιλούσα, είχα διαβάσει κανονικά το σενάριο και αυτός όπως σου είπα, μετρούσε, ανοιγόκλεινε το στόμα του, ψάχνε γύρευε.
Ούτε ξέρω πως τον είχαν βρει, έλα ντε, κάτι είχε κάνει αυτός τότε, είχε παίξει σε κάτι γουέστερν, και τον είδαν εδώ στην Ελλάδα και μάλλον τους άρεσε. Ήμουν και νέος ηθοποιός τότε, δεν μπορούσα να ρωτήσω εγώ “πού τον βρήκατε αυτόν”, ας πούμε. Βέβαια ο ρόλος του πήγαινε πολύ, ήταν μια χαρά όλο αυτό έτσι στημένο”.
Έλληνες φαντάροι με φέσια και φουστανέλες
Όλο αυτό το πλήθος που βλέπουμε να παίρνει μέρος σε μάχες με γιαταγάνια, καριοφίλια, ντυμένοι Έλληνες και Τούρκοι, δεν είναι παρά κομπάρσοι-μεταγραφή από ένα άλλο μέρος που χρειάζεται να παίξεις το καλύτερο θέατρο της ζωής σου για να τα βγάλεις πέρα: τον ελληνικό στρατό. Εκατοντάδες στρατιώτες που έκαναν τότε απλώς τη θητεία τους, “επιστρατεύτηκαν” από τους παραγωγούς για να συμπληρώσουν το cast της ταινίας.
“5 η ώρα το πρωί φεύγαμε απ’ το ξενοδοχείο στη Λάρισα, ανεβαίναμε στα Αμπελάκια, για να βαφτούμε, να ετοιμαστούμε και να γυρίσουμε τις σκηνές μας”, θυμάται ο Γιώργος Κυρίτσης. “Οι φουκαριάρηδες οι στρατιώτες σηκώνονταν από ακόμα πιο νωρίς, τους ξυπνούσαν από τις 3, ήταν εντελώς διαλυμένα τα παιδιά. Σκέψου ότι κάποιος μπορεί να είχε σκοπιά 12-2 και στις 6 το πρωί, έπρεπε να κάνει έφοδο στο Μανιάκι.
Εν τω μεταξύ, είχαν εκεί στο βουνό μία λεκάνη με κόλλα κι ένα πινέλο, τους βάζανε στη σειρά και ‘φραπ’ κολλούσανε ένα μουστάκι στον έναν, ‘φραπ’ κολλούσαν ένα μουστάκι στον άλλον. Θυμάμαι που τους ντύνανε Τούρκους και όταν σε κάποιους δεν τους έκαναν τα παπούτσια, τους άφηναν να φορούν τις κανονικές τους αρβύλες. Φορούσαν δηλαδή τις τούρκικες φορεσιές και από κάτω ήταν με τα άρβυλα του στρατού, πολύ γέλιο”.
Η έφοδος στο Μανιάκι
Έχουμε φτάσει στην κορύφωση της ταινίας, στην αγαπημένη μας σκηνή, όλα αυτά που συμβαίνουν πριν ο Ιμπραήμ-Στέφανος Στρατηγός δώσει το φιλί της αναγνώρισης και του σεβασμού στον νεκρό Παπαφλέσσα. Στη σκηνή της μάχης, το γύρισμα της οποίας κρύβει μία υπέροχη ιστορία.
“Είχε μείνει ο Παπαμιχαήλ, ο Διανέλλος και μερικοί ακόμη πάνω στο βουνό, ήταν η τελευταία έφοδος που έπρεπε να γυριστεί”, συνεχίζει ο Γιώργος Κυρίτσης. “Φωνάζουν τότε οι σκηνοθέτες απ’ τα μεγάφωνα στους στρατιώτες που παρίσταναν τους Τούρκους: “όσο θα πυροβολούν, και εσείς θα τρέχετε προς τα πάνω στο βουνό, κάποια στιγμή θα ακουστεί ένα σύνθημα. Μόλις ακουστεί αυτό, κάποιοι από σας θα πέσετε κάτω, θα κάνετε τους πεθαμένους, και οι υπόλοιποι θα συνεχίσετε να τρέχετε προς τα πάνω”. Αρχίζουν, λοιπόν, να τρέχουν, ακούγονται 5-6 πυροβολισμοί, ακούγεται κάποια στιγμή και το σύνθημα, και πέφτουν και οι 100 κάτω, δεν έμεινε ούτε ένας “Τούρκος” όρθιος… Αυτό έγινε γιατί πολύ απλά έκαναν όλοι την ίδια σκέψη: “δεν μας παρατάς ρε που θα ανέβω εγώ τον λόφο, θα τρέχω πρωί πρωί στο βουνό ενώ είμαι διαλυμένος; Θα την πέσω εδώ κάτω με την πρώτη τουφεκιά και άσε τους άλλους να τρέχουν για πάνω”.
Ε, εκεί έγινε το έλα να δεις. Την ξανακάνανε βέβαια τη σκηνή μετά, αλλά έπεσε το γέλιο της αρκούδας. Ήταν όπως εσύ ας πούμε θες να πας το Πάσχα στα Τρίκαλα και λες “κοίτα τι θα κάνω, θα ξυπνήσω πολύ πρωί για να βρω άδειο τον δρόμο”, και ξυπνάς, ξεκινάς και τελικά βρίσκεις γεμάτο τον δρόμο, γιατί μαζί με σένα, έκαναν την ίδια σκέψη και καμιά εκατοστή χιλιάδες άνθρωποι ακόμη. Ε, έτσι την ίδια σκέψη κάνανε και αυτά τα παιδάκια εκεί”.
Η ανάπαυση του πολεμιστή
“Έπαιρναν παιδιά που έκαναν τη θητεία τους”, θα μας πει η κ. Δανδουλάκη “και τους έντυναν Έλληνες, Τούρκους, έβαζαν τους μεν να κυνηγούν τους δε κτλ… Ήταν κι αυτά τα παιδιά ταλαιπωρημένα, όπως κι εμείς, περιμένανε να ανατείλει ο ήλιος για να αρχίσουν τα γυρίσματα και όλα αυτά… Θυμάμαι, λοιπόν, μια σκηνή, όπου κάποια στιγμή σηκώνεται όρθιος ο Παπαμιχαήλ και φωνάζει “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ”, κοιτάζει γύρω του και όλοι κοιμόνταν, δεν κουνήθηκε κανείς, είχανε μείνει οι στρατιώτες ξαπλωμένοι. Ε μα είχαν κάτσει μισή ώρα εκεί πέρα γιατί κάποιος έδινε οδηγίες και περνούσε η ώρα, ε και τα παιδιά κοιμήθηκαν, δεν είχαν το ενδιαφέρον που είχαν οι ηθοποιοί να ακούν τις οδηγίες κτλ… Και λέει ο Δημήτρης “ΠΑΜΕ, ΩΡΕ” και το στράτευμα πού να πάει, είχε πέσει και κοιμότανε.”.
“Θυμάμαι ήταν ένας λοχαγός”, συμπληρώνει ο Γιώργος Κυρίτσης, “ο οποίος έψαχνε να βρει τους φαντάρους που κοιμόνταν. Στην περιοχή υπήρχαν κάτι φτέρες, πολύ ψηλές, και στα διαλείμματα πολλά παιδιά πήγαιναν και ξαπλώνανε από κάτω, για να κοιμηθούν λίγο, ήταν ψόφια. Έτρεχε τότε αυτός ο λοχαγός και έψαχνε να δει που είχαν κρυφτεί, να τους ξετρυπώσει, λες και ήταν τίποτα κουνέλια οι φαντάροι”.
Ο τραυματισμός από τα ειδικά εφέ
“Είχε τσακωθεί ο διευθυντής παραγωγής με τον Σαμιώτη, τον άνθρωπο που έκανε τα ειδικά εφέ, και όπως ήταν τα κανόνια έτοιμα να ρίξουν πάνω στον λόφο, λέει “αφήστε, θα τα κάνω εγώ να ρίξουν”. Θυμάμαι είχανε βάλει τα κανόνια στη σειρά και περνούσε ο διευθυντής παραγωγής, ο Λαμπρινός, έτσι τον έλεγαν, και έβαζε φωτιά σε ένα ένα τα φιτίλια, γιατί αυτά τα άναβες και ήθελαν ξέρω γω τρία λεπτά μέχρι να εκραγούν. Κάτι όμως δεν είχε υπολογίσει καλά, δεν ξέρω ακριβώς τι και όπως ανάβει το πρώτο φιτίλι, προχωράει ανάβει και το δεύτερο, ανάβει και το τρίτο και μόλις ακουμπάει και το τέταρτο φιτίλι, αυτό σκάει αμέσως πάνω του. Πώς είναι τα Μίκυ Μάους, όταν παθαίνουν κάτι τέτοιο και σηκώνεται το μαλλί τους όρθιο, καμένο, το πρόσωπο τους γίνεται κατάμαυρο κτλ, ε, έτσι έγινε και με εκείνον. Και αρχίζει μετά κάτι βρισίδια στον Σαμιώτη, άλλο πράμα”.
Το κοτέτσι και η βροχή με τη μάνικα
“Είναι μία σκηνή που είχαμε κάνει σε μια σπηλιά”, θυμάται η Κάτια Δανδουλάκη, “και έχω πάρει στα χέρια μου το κόκκαλο ενός πουλιού και το διαβάζω, λέω στον Παπαφλέσσα την μοίρα του. Αυτή η σπηλιά χωρούσε ίσα ίσα τον Παπαμιχαήλ, εμένα και το συνεργείο σκεβρωμένο, δηλαδή μια μηχανή, τον σκηνοθέτη και τον βοηθό του. Χωρούσαμε ίσα ίσα μέσα στη σπηλιά και μείναμε εκεί μέσα κοντά στις οκτώ ώρες, μέσα στο κρύο και την υγρασία. Αν δεν κάνω λάθος το γύρισμα έγινε στη Μακρυνίτσα και θυμάμαι τον Δημήτρη να λέει αφού τελειώσαμε, “λοιπόν, την επόμενη φορά να μπούμε να το κάνουμε σε κοτέτσι το γύρισμα”, γιατί πραγματικά ήταν τόσο μικρό το σημείο, ήταν τόσο ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά ήμασταν όλοι ταγμένοι σ’ αυτό που κάναμε, ήταν αυτοθυσιαστική δουλειά. Πολλές φορές έλεγα στον εαυτό μου “τι θέλω εγώ στο βουνό και στον λόγγο, εγώ που είμαι του καναπέ;”. Αργότερα, μετά από χρόνια, όταν έκανα τηλεόραση και τα γυρίσματα ήταν εσωτερικά, ήμουν πανευτυχής. Την ταλαιπωρία του εξωτερικού γυρίσματος δεν την ήθελα ποτέ, ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί τρελαίνονται για αυτά.
Γενικά οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν πολύ σκληρές, έκανε και αρκετό κρύο τότε πάνω στα βουνά, ήταν χειμώνας. Σε μια άλλη σκηνή θυμάμαι, πάλι στη Μακρυνίτσα, όπου έπρεπε να πέφτει καταρρακτώδης η βροχή, είχαν έρθει με αντλίες και μας καταβρέχανε. Αυτή η σκηνή κράτησε δυο με τρεις ώρες, και μετά για να μην πάθουμε τίποτα, καμιά πνευμονία, μας τρίβανε με τσικουδιά, με ρακί στην πλάτη για να καταφέρουμε να ζεσταθούμε. Και όλο αυτό συνέβαινε 12 με 3 το πρωί, μέσα σε τρομερό κρύο. Ευτυχώς πάντως δεν πάθαμε ποτέ τίποτα, δεν κρυώσαμε ποτέ στα γυρίσματα που κάναμε στους εξωτερικούς χώρους. Θυμάμαι πολύ έντονα τέτοιες στιγμές ταλαιπωρίας, αισθανόμουν κι εγώ ότι έκανα στρατιωτική θητεία, αλλά συγχρόνως υπήρχε κι ένα πάθος για τη δουλειά, το γευόμασταν αυτό που κάναμε, το ευχαριστιόμασταν, παρά τη μεγάλη κούραση, και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά με το σήμερα, ότι ο πιεσμένος χρόνος που απαιτείται για τέτοιες δουλειές, και το άγχος που υπάρχει, καλύπτουν τη χαρά.
Κοιμόμασταν μια ώρα, δυο ώρες, ξυπνούσαμε 4 το πρωί για να προλάβουμε την ανατολή του ηλίου, για ανάλογα πλάνα… Για παράδειγμα, για το τελευταίο μου πλάνο στην ταινία που πεθαίνω και είμαι μέσα στην αγκαλιά του Παπαμιχαήλ, είχαμε πάει θυμάμαι στο βουνό για να προλάβουμε το χάραμα από τις 4 η ώρα, και περιμέναμε. Αν δεν πετύχαινε η σκηνή την ώρα που έσκαγε ο ήλιος, θα έπρεπε να πάμε και να ξαναπάμε και να ξαναπάμε, γι’ αυτήν τη συγκεκριμένη σκηνή και μόνο.
Όλα αυτά όμως γίνονταν με πολύ μεγάλη χαρά για τη δουλειά”.
Ο Παπαμιχαήλ στο ελικόπτερο
“Τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 3 με 3,5 μήνες και έγιναν όλα στα Αμπελάκια και στο Πήλιο. Οι εσωτερικοί χώροι ήταν όλοι σε στούντιο στη Λάρισα, καμία σκηνή δεν γυρίστηκε σε στούντιο στην Αθήνα. Εγώ τότε δεν έκανα θέατρο, αλλά ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ ανέβαζε μαζί με τη Βουγιουκλάκη ένα έργο του Ρούσσου νομίζω, τη ‘Βασίλισσα Αμαλία’, δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Για να καταφέρνει, λοιπόν, να είναι παρών και στα γυρίσματα της ταινίας και στο θέατρο, τον έφερναν μετά την παράσταση με ελικόπτερο και τον ξαναγύριζαν πίσω για να προλάβει την επόμενη μέρα να είναι ξανά στο Θέατρο ‘Αλίκη’. Αυτή η κατάσταση ήταν σχεδόν καθημερινή”.
“Παίξε μας κάτι, πατέρα”
Μιλώντας με τους πρωταγωνιστές, δεν μπορούσες παρά να διακρίνεις μία αγάπη για τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον ηθοποιό που για κάποιο περίεργο λόγο, μας βγάζει και μας μία παππουδίστικη συμπάθεια, σχεδόν αυθόρμητη.
“Θυμάμαι μια ιστορία που μας είχε πει σε ένα διάλειμμα, λέει ο Γιώργος Κυρίτσης. “Έπαιζε σε μία ταινία, δεν θυμάμαι πια, ήταν στο κρεβάτι ξαπλωμένος και πέθαινε, και του λένε τα παιδιά του “παίξε μας κάτι πατέρα” και πήρε ένα μπουζούκι και άρχισε να παίζει, έτσι στο άσχετο, στο κρεβάτι. Και τον ρωτάω εγώ “καλά, δεν είχατε ορούς, καλώδια, απ’ αυτά που έχουν οι άρρωστοι, “όχι παιδάκι μου”, μού λέει,“τι ορούς; Πέθαινα, έριξα και μία με το μπουζούκι εκεί και γεια σας”… Γελούσαν και οι ίδιοι με αυτά, εν γνώση τους δηλαδή τα κάνανε, καταλάβαιναν από μόνοι τους το αστείο του πράγματος.
“Ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο υπέροχος αυτός ηθοποιός”, θυμάται και η Κάτια Δανδουλάκη, “ξυπνούσε το πρωί, διάβαζε την εφημερίδα του, έπινε το καφεδάκι του, μας ειδοποιούσαν στο ξενοδοχείο ότι θα ξεκινήσουμε στις 6 η ώρα το πρωί και αυτός ήταν εκεί στημένος απ’ τις 5. Κάποιες άλλες φορές μας έλεγαν ότι δεν θα σας μεταφέρουμε ακόμα στο βουνό γιατί μπορεί να βρέξει και έτσι καθόμασταν και περιμέναμε. Πήγαινε 6, πήγαινε 7, πήγαινε 8 και ο Διανέλλος καθόταν εκεί πέρα αμίλητος, ατάραχος. Του έλεγα τότε “πώς το κάνετε αυτό το πράγμα;” και μου απαντούσε “αχ κοριτσάκι μου, έχω κάνει τόσες ταινίες… Αυτή είναι η δουλειά του κινηματογράφου”. Και έλεγα από μέσα μου “τι λέει ο άνθρωπος”, πώς είναι δυνατόν να έχει τέτοια ηρεμία, τέτοια ιώβεια υπομονή, αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας άγγελος, ένας κύριος. Και αυτήν την υπομονή με τα χρόνια την απέκτησα κι εγώ. Θυμάμαι τον εαυτό μου 40-45 χρονών, να κάνει απεριόριστη υπομονή στα τηλεοπτικά κυρίως γυρίσματα και τους νέους να ανυπομονούν. Και πάντα, μα πάντα, θυμόμουν αυτά τα λόγια του Διανέλλου.
Σουλιώτες. Μάχες και κυνηγητά με άλογα στη Λέσβο
Όπως είπαμε και πιο πάνω, οι ‘Σουλιώτες’ άρχισαν να γυρίζονται ταυτόχρονα με τον ‘Παπαφλέσσα’ και συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του, με τις υπόλοιπες σκηνές, αυτές που εσύ και εγώ φανταζόμαστε ότι γυρίστηκαν στα βουνά του Σουλίου, να γυρίζονται στην πραγματικότητα στη Λέσβο, και κυρίως στον Μόλυβο και στην Πέτρα. Εκεί, η Κάτια Δανδουλάκη θα χρειαστεί να κάνει κάποιες σκηνές πάνω σε άλογο, κάτι που θα την δυσκολέψει πολύ.
“Είχα μάθει να ανεβαίνω και να κατεβαίνω από το άλογο, μέχρι εκεί όμως, δεν ήμουν και ο ιππέας του ιπποδρόμου, ένα 20χρονο κορίτσι ήμουνα. Με είχαν πάει σε ένα βουνό, λοιπόν, και έπρεπε να με κυνηγάνε οι Τούρκοι. Τι να με κυνηγάνε δηλαδή, εγώ δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι ανέβηκα στο άλογο και δεν μπορούσα να το κάνω να πάρει μπρος με τίποτα. Το άλογο όταν αισθάνεται καβαλάρη που είναι άσχετος, δεν υπακούει ό, τι και να του κάνεις. Έπρεπε, λοιπόν, να τρέξω με το άλογο για να πάω γρήγορα το μήνυμα στο Σούλι, τρέχα γύρευε δηλαδή, και ενώ μου έκαναν σήμα από μακριά για να ξεκινήσω, από εκεί που ήταν οι κάμερες για να τρέξω προς το μέρος τους, το άλογο δεν ξεκινούσε με τίποτα. Εν τω μεταξύ, οι από πίσω μου είχαν ξεκινήσει, ο στρατός των Τούρκων είχε ξεκινήσει και με κυνηγούσε. Με φτάνουνε, με προσπερνάνε και όταν είδε το άλογο το δικό μου τους Τούρκους να τρέχουν μπροστά, τότε πήρε μπρος κι αυτό και άρχισα να κυνηγάω εγώ τους Τούρκους.. Και λέω πόσο κρίμα που δεν κρατήσανε το βίντεο ως making of, γιατί ήτανε εκπληκτικό, ότι βρίσκομαι εγώ να κυνηγάω τους Τούρκους, είχε γίνει χαμός.
Μια άλλη φορά, πάλι στους ‘Σουλιώτες’, ήμουν πάνω στο άλογο και έπρεπε να σταματήσω σε ένα σταυροδρόμι, να κοιτάξω δεξιά, μετά αριστερά, να ξανακοιτάξω δεξιά και να φύγω προς αυτήν την κατεύθυνση. Έρχομαι, λοιπόν, με φόρα, οι καμεραμέν φοβισμένοι, σου λέει “αυτή μπορεί και να μη σταματήσει”, δεν μου είχαν καμιά εμπιστοσύνη, με είχανε μάθει πια. Τους βλέπω, λοιπόν, έτοιμους να φύγουν να γλιτώσουν μην τους χτυπήσω και τελευταία στιγμή τελικά το άλογο σταματάει. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, ξανακοιτάζω δεξιά και με το που πάω να φύγω προς τα εκεί, το άλογο έφυγε μόνο του προς τα αριστερά.
Γενικά, το συνεργείο και όλοι εκεί διασκεδάζανε πάρα πολύ με μένα και το άλογο.
Μην πω και για το καριοφίλι, καλά όταν έπιασα το καριοφίλι… η άσχετη, η ανίκανη, η άχρηστη, αλλά έλεγα “τι να κάνω, θα το πιω και αυτό το ποτήρι”, αλλά ιδίως στα κυνηγητά με τα άλογα, εκεί δεν πέρναγα καθόλου καλά”.
Κεντρική Φωτογραφία-Σύνθεση: Ειρήνη Αναδιώτη
πηγή: Κώστας Μανιάτης / Published in Onemangr