Σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα θα ήταν το πράσινο στολίδι της πρωτεύουσας, ένας χώρος αθρόας προέλευσης όλη τη διάρκεια της ημέρας και ένας ξεχωριστός τόπος πολιτιστικών εκδηλώσεων τα καλοκαιρινά βράδια.
Αν η πρωτεύουσα αυτή ήταν η Βιέννη θα αποτελούσε έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των δεκάδων πάρκων και κήπων που κοσμούν την αρχοντομεγαλούπολη της κεντρικής Ευρώπης, ακόμα κι εκεί όμως το Πάρκο Τρίτση θα τύγχανε ιδιαίτερης μεταχείρισης και σεβασμού, διότι τη δική του δυναμική συναντάς σπάνια ακόμη και σε χώρες που λατρεύουν να αναδεικνύουν τη φύση.
Το δυστυχές στην περίπτωση του είναι ότι βρίσκεται στην Ελλάδα. Και ύστερα από 15 χρόνια λειτουργίας, αντί να αποτελεί πόλο έλξης για τους απεγνωσμένους για λίγο πράσινο Αθηναίους, συμβολίζει όλες τις παθογένειες και την αξιακή παρακμή που οδήγησαν τη χώρα στην ανυποληψία.
Μιλάμε για τον μεγαλύτερο οργανωμένο «πνεύμονα» πρασίνου στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, με έκταση περίπου 1200 στρεμμάτων (όσο περίπου εννέα… Εθνικοί Κήποι) και έξι τεχνητές λίμνες που φιλοξενούν πάνω από 170 είδη πουλιών. Ένας επίγειος «παράδεισος» ειδικά για τα παιδιά, με μεγάλους χώρους για πικ-νικ, ποδηλατοδρομία και πεζοπορία μέσα στο πράσινο, που επιπλέον ως ο μοναδικός υγρότοπος της Αθήνας αγκαλιάζει μια μεγάλη ποικιλία φυτών και είναι (ή μάλλον ήταν…) αξιοθαύμαστος και για την πανίδα του.
Αυτός ο χώρος που θα έπρεπε με νομοθετικό διάταγμα να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξελιχθεί στο πιο δημοφιλές κομμάτι πράσινου της Αθήνας, βουλιάζει εδώ και καιρό στην εγκατάλειψη που το έχει καταδικάσει το μπαλάκι ευθυνών ανάμεσα σε αρμόδιους (και αναρμόδιους) φορείς και οι αδηφάγες δαγκάνες της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Το 2015 το Υπουργείο Περιβάλλοντος εκπόνησε ένα σχέδιο διάσωσης και αναβάθμισης του Πάρκου, το οποίο στηριζόταν στη δήθεν εξασφάλιση της απαραίτητης χρηματοδότησης. Τέσσερα χρόνια μετά τα σχέδια αυτά παραμένουν στο αρχείο και η εικόνα που αντικρίζουν πλέον οι όποιοι επισκέπτες είναι ντροπιαστική. Τα νερά έχουν μολυνθεί με λύματα και απορρίμματα και μέσα στις λίμνες κείτονται νεκρά ψάρια και χελώνες, με τον κίνδυνο για συνολική οικολογική καταστροφή να είναι προ των πυλών.
Το πάρκο έχει πράγματι πολύ μεγάλα έξοδα συντήρησης (υδροδότηση, καθαρισμός, σύστημα πυρόσβεσης, φωτισμός), αλλά έχει και τεράστιες δυνατότητες άντλησης εσόδων, αρκεί να εφαρμοστεί ένα οργανωμένο πλάνο για τη λειτουργία επιχειρήσεων εντός του. Οι λίγες τέτοιες που είχαν δραστηριοποιηθεί χρωστούν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ενώ υπάρχει και μία που δεν έχει δώσει ούτε ευρώ σε ενοίκιο, προφανώς διότι ο ιδιοκτήτης της είχε… μπάρμπα στην Κορώνη.
Κάποια στιγμή, το 2013 είχε κοπεί για αρκετό καιρό το νερό και κατά συνέπεια η υδροδότηση, καθώς είχαν συσσωρευτεί χρέη ύψους περίπου 3 εκατομμυρίων ευρώ προς την ΕΥΔΑΠ, τα οποία άδειασαν στην κυριολεξία τα ταμεία του τότε ΠΕΧΩΔΕ για το Πάρκο. Ενδεικτικό της ανυπαρξίας ενός στοιχειώδους σχεδίου για τη λειτουργία και την ανάπτυξη του χώρου, το οποίο εξακολουθεί να αγνοείται έξι χρόνια μετά. Και όχι μόνο αυτό. Αντί υπό την αιγίδα του κράτους, δηλαδή υπό την εποπτεία του Φορέα Διαχείρισης που έχει το ίδιο ορίσει, να έρθουν σε συνεννόηση και να επωμιστούν υποχρεώσεις οι δύο δήμοι στους οποίους «πατά» το πάρκο (Ιλίου, Αγίων Αναργύρων-Καματερού), φτάσαμε στο σημείο να καταθέτει μήνυση ο ένας εξ’ αυτών (Ιλίου) στο Φόρεα Διαχείρισης για την «εγκατάλειψη και γενικότερη απαξίωση» του.
Όσοι την επισκέφτηκαν στις «καλές» ημέρες της γνωρίζουν καλά ότι η διάσωση και αναβάθμιση αυτής της περιοχής θα έπρεπε να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα του εκάστοτε Υπουργείου Περιβάλλοντος. Όσοι έτυχε να την επισκεφτούν τον τελευταίο καιρό αισθάνθηκαν σοκ και δέος μπροστά στην ανικανότητα συνεργασίας των αρμόδιων φορέων και την νοσηρή τάση του ελληνικού δημοσίου να απαξιώνει σχεδόν ό,τι αγγίζει.
πηγή: Δημήτρης Καναβαράκης / menshouse.gr