Ο φούρνος «Τάκης» στο Κουκάκι είναι από τους πιο γνωστούς και θρυλικούς της Αθήνας. Ο ιδιοκτήτης του, ο Τάκης Παπαδόπουλος, έγραψε τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Όσοι τον γνώριζαν, θρηνούν για το θάνατό του.
Ο Τάκης Παπαδόπουλος, ο θρυλικός φούρναρης που πριν από σχεδόν 50 χρόνια άνοιξε τον φούρνο του στο Κουκάκι, άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας σε ηλικία 73 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Ο Τάκης Παπαδόπουλους θεωρούνταν ο «βασιλιάς του ψωμιού». Η μοίρα τα έφερε έτσι να αφήσει την τελευταία του πνοή την ημέρα που έξω από τον φούρνο του σχηματίζονταν ουρές για τη λαγάνα του. Το ίδιο έγινε και φέτος. Όμως οι λαγάνες που ψήθηκαν για τη φετινή Καθαρά Δευτέρα, στη μνήμη του, διανεμήθηκαν δωρεάν και στη συνέχεια ο φούρνος έκλεισε.
Ήταν από τους πρώτους που έφεραν την μπαγκέτα στην Αθήνα και υπήρξε προμηθευτής αναρίθμητων γνωστών εστιατορίων και καφετεριών της Αθήνας.
Ποιος ήταν ο «Τάκης»
Ο «βασιλιάς του ψωμιού», Τάκης Παπαδόπουλος, γεννήθηκε το 1948 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεγάλωσε μέχρι που αποφάσισε να «κατέβει» στην Αθήνα και στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 άνοιξε το φούρνο που έμελλε να γίνει θρύλος στην Αθήνα.
Ο Τάκης Παπαδόπουλος ήταν από μικρός μέσα στους φούρνους, αφού ο πατέρας του δούλευε σ’ ένα φούρνο στον Ιππόδρομο. Έφτασε στην Αθήνα το 1961 και αποφάσισε να βάλει στη ζωή των Αθηναίων το κουλούρι Θεσσαλονίκης.
«Απολύθηκα από φαντάρος τον Οκτώβριο του 1970 και τον Δεκέμβριο άνοιξε ο φούρνος για να προλάβουμε τα Χριστούγεννα. Έναρξη έκανα τον Μάρτιο του 1971, βγάζοντας κυρίως κουλούρια. Τα κριτσανιστά κουλούρια Θεσσαλονίκης, τα σιμίτια, τα έφερε ο πατέρας μου στην Αθήνα το 1961, στην οδό Αδριανού στην Πλάκα. Στη δουλειά είμαι από το 1958, αλλά ήξερα από μικρό παιδάκι ότι ήθελα να κάνω τη δουλειά του μπαμπά μου», είπε πει το 2016 σε συνέντευξή του στη LiFO.
«Το κουλούρι που πουλιόταν στην Αθήνα ήταν σαν ψωμί, αφράτο και μαλακό, ενώ το δικό μας ήταν σκληρό εξωτερικά (σαν κριτσίνι). Τα κουλούρια Θεσσαλονίκης (σιμίτια) γινήκαν αμέσως ανάρπαστα. Ο πρώτος μας φούρνος ήταν στην Πλάκα, Αδριανού και Κυδαθηναίων. Παράγαμε 70.000 κουλούρια την ημέρα κι ο φούρνος δούλευε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο με τους κουλουρτζήδες να περιμένουν ώρες στη σειρά για να γεμίσουν τις τάβλες τους στα καρότσια τους», είχε πει στο greekgastronomyguide.gr.
Το 1971 άνοιξε τον φούρνο που έγινε… θρύλος: ένα μικρό μαγαζί στην οδό Μισαραλιώτου 14, απέναντι από την Ακρόπολη, στο Κουκάκι. Κάθε μέρα είχε περισσότερα από 30 είδη ψωμιού: σταρένιο, σικάλεως, οκτάσπορο, δεκάσπορο, συμιγδαλένιο, καρυδόψωμο, ψωμί της αγροικιάς άσπρο ή ολικής, χωριάτικο, μπαγκέτα καμπαγιού λευκή, ολικής άλεσης ή η καινούρια γαλλική μπαγκέτα που είναι ανάρπαστη. Κουλούρια Θεσσαλονίκης, κουλούρι με γέμιση σοκολάτας, πλήθος βουτήματα, μπισκότα, κέικ και κουλουράκια, φοκάτσιες με δενδρολίβανο και θαλασσινό αλάτι, με ελιές και ρίγανι.
Και σάντουιτς, από παραδοσιακά, με μέλι, ταχίνι, μήλο αλλά και άλλα με ευρωπαϊκές γεύσεις όπως αυτό με κόκκινη πιπεριά και ισπανικό chorizo.
Όταν μετακόμισε στο Κουκάκι, «αρχίσαμε να ασχολούμαστε και με την αρτοποιία. Μπήκαν κατόπιν τα παιδιά μου, ο Θόδωρος κι ο Αρτέμης, στο μαγαζί και με πολλή δουλειά και ψάξιμο φτάσαμε, εδώ που φτάσαμε».
Με πληροφορίες από lifo.gr και greekgastronomyguide.gr
Φωτογραφίες: ΑΠΕ – ΜΠΕ