Ντισκοτέκ, «αραπάδες», κόντρες: Οι νύχτες στην παραλιακή στα 70ς & 80ς, η δεκαετία του ’70 και του ’80 στην παραλιακή περισσεύει σε αναμνήσεις.
Ήταν μια εποχή μαγική για όσους την έζησαν. Ντισκοτέκ, παμπ, στέκια, ντίσκο και σόουλ χορευτική μουσική και ροκ από την άλλη, ο αμερικάνικος στόλος, μαύροι και λευκοί στις πίστες, μαριχουάνα, μπουζούκια, κλαμπ, τάσεις που ακολουθούσε ο κόσμος, από τα «παπάκια» στις εντούρο, κόντρες με σπασμένες μηχανές, άγραφοι νόμοι, τσαμπουκάδες, ροντέο, ωραίος κόσμος με στυλ και διάθεση να χορέψει και να ξενυχτήσει, μεγαλύτερη οικονομική άνεση και τρέλα.
Η δεκαετία του ’70 και του ’80 στην παραλιακή περισσεύει σε αναμνήσεις. Ο James Brown, ο Jimi Hendrix, ο Σταμάτης Κόκοτας, ινδάλματα της παραλιακής και των νότιων προαστίων που είχαν και τους δικούς τους «ήρωες», όπως ο Λευτέρης Ψιλόπουλος και ο Κωστής Χρήστου.
Μια εποχή ολόκληρη χωρίς εκπτώσεις και δικό της χρώμα, ανεπανάληπτο για όσους μόλις νύχτωνε ήθελαν να βουτήξουν μέσα στις ομορφιές της και τους κινδύνους της. Η ιστορία ξεκινά με βερμούτ κόκκινο και μαρτίνι άσπρο. Δεν υπήρχε άλλο ποτό. Η συνέχεια γράφτηκε με βότκα πορτοκάλι και ρούμι κόκα κόλα ώσπου η μπύρα έρεε άφθονη στις παμπ και από εκεί και πέρα οι επιλογές ήταν πολλές.
Οι νόμοι της νύχτας δεν ήταν γραμμένοι πουθενά, αλλά τηρούνταν ευλαβικά. Όποιος τους αγνοούσε έτρωγε το κεφάλι του. Οι άνθρωποι που δούλευαν στα μαγαζιά που έγραψαν ιστορία θυσίασαν πολλά πράγματα, αλλά ήταν επαγγελματίες και γνώριζαν πολύ καλά τη δουλειά. Δεν ήταν «αλεξιπτωτιστές», αλλά είχαν το σκουλήκι μέσα τους για να παρουσιάζουν κάτι καλό και να είναι μέσα στην εξέλιξη της διασκέδασης. Δεν χαρίζονταν, οι περισσότεροι, σε κανέναν.
Ένα μεσημέρι λοιπόν κατάφερα μετά από μεγάλη προσπάθεια να συναντήσω την «εθνική παραλίας» ανθρώπους που έγραψαν ιστορία ως επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες ντίσκο, ιπποδρομιάκηδες, μηχανόβιοι που έπαιρναν μέρος σε κόντρες, μπράβοι, τζογαδόροι και να μιλήσουμε για τη χρυσή αυτή εποχή των δεκαετιών ’70 και ’80. Το πιο δύσκολο όχι να θυμηθούν, αλλά να λύσουν τη σιωπή τους σε πολλά γιατί έτσι λέει ο άγραφος νόμος… τα off the record τηρήθηκαν ευλαβικά από την πλευρά μου. Κανείς τους δεν είχε χάσει το χιούμορ. Πάμε λοιπόν να βάλουμε σε τάξη τη χαώδη αυτή συζήτηση που κάναμε…
«Η διασκέδαση στην παραλία ξεκίνησε από το On The Rocks, στην Βάρκιζα, αλλά ήταν μακριά. Το πρώτο μαγαζί στην παραλιακή το έκανε ο Νίκος Μαστοράκης και ήταν η BP το οποίο ήταν χαρτοπαικτική λέσχη κι εκεί έβαζε και μουσική. Πήρε το όνομα από την BP, το βενζινάδικο που ήταν από κάτω, ακριβώς στην στροφή Λ. Ποσειδώνος και Αμφιθέας. Μετά πουλήθηκε στον Βαγγέλη Καλούμενο κι έγινε ντίσκο, η Volcano, που είχε στη μέση πίστα και χορεύανε. Από κάτω ακριβώς ήταν το εστιατόριο Chez Philippe. Ο Καλούμενος είχε κρεοπωλείο στις Τζιτζιφιές και ήταν τόσο χειροδύναμος που έχει σκοτώσει ταύρο με το χέρι!».
«Η διασκέδαση ξεκίνησε με ντίσκο μουσική που είχε και λίγο soul μέσα. Disco soul. Η ροκ έγινε γνωστή Ελλάδα από τον Jimi Hendrix. Ήταν ελάχιστα τα μαγαζιά που έπαιζαν ροκ μουσική γιατί η ροκ είχε συνδυαστεί με τα ναρκωτικά και γι’ αυτό δεν υπήρχαν τότε ροκάδικα. Υπήρχαν όμως μαγαζιά που έπαιζαν κάντρι μουσική και κάποια που έπαιζαν και ροκ, όπως η Seven Up, επί της Λ. Ποσειδώνος 68, στο Π. Φάληρο, με ντισκ τζόκεϋ ονόματα όπως οι Σταύρος Κιπ και ο αείμνηστος Πάλμερ, ντίσκο που κάθε Τρίτη και Πέμπτη έπαιζε ροκ και το Easy Rider στη Γλυφάδα που είχε σύντομη ιστορία και άδοξο τέλος. Επίσης υπήρχε η ντίσκο Space στο Καλαμάκι που έπαιζε μουσική ο Άντυ που έκανε αργότερα στα 90ς τον Ζέφυρο, το beach club».
Ντίσκο και «αραπάδες»
«Τότε υπήρχαν οι βάσεις κι έρχονταν ο στόλος. Κάθε δυο τρεις μήνες ερχόταν ένα αεροπλανοφόρο στο Φαληρικό Δέλτα και τους βγάζαν το βράδυ με λάντζα (φουσκωτή βάρκα) για διασκέδαση στα μαγαζιά. Οι ναύτες έπαιρναν ταξί, ενώ τους αξιωματικούς τους πήγαιναν με δικό τους αμάξι. Ως επί το πλείστον πήγαιναν σε μαγαζιά που είχε τζουκ-μποξ και διάλεγαν κομμάτια. Οι γιάνκηδες, οι λευκοί, άκουγαν άλλη μουσική, αμερικάνικη, και οι μαύροι, οι αραπάδες όπως τους λέγαμε, που άκουγαν σόουλ μουσική. Δεν υπήρχαν τότε ακόμη οι ντισκοτέκ. Οι πρώτες ντισκοτέκ άνοιξαν στην Πλάκα. Η Μέκκα και οι Καρυάτιδες και μετά στα νότια…».
«Οι Αμερικάνοι επειδή είχαν λεφτά, τα χαλάγανε. Ακουμπούσαν τα λεφτά πάνω στο τραπέζι, όλα όσα είχαν μαζί τους και έλεγαν στη σερβιτόρα, πόσο κάνει, πάρε. Έπαιρναν ένα πότο, πάρε ένα δολάριο. Είχαν εμπιστοσύνη. Μετά τους έπαιρναν 5 δολάρια και ξυπνήσανε. Από εκεί βγήκε το «Αμερικανάκι με πέρασες;». Τους έκλεβαν επίσης οι ταξιτζήδες, ενώ η διαδρομή ήταν 10-15 δραχμές από το Δέλτα Φαλήρου μέχρι τον Άλιμο, τους έπαιρναν 50 100 δραχμές και σιγά σιγά το καταλάβανε και ρωτούσαν πόσο κάνει το ποτό και το πληρώνανε χωρίς να αφήνουν όλα τα λεφτά που είχαν μαζί τους πάνω στο τραπέζι».
Οι συνήθειες
«Τους έδιναν μάπα ποτό γιατί οι Αμερικάνοι ήθελαν να ζαλιστούνε, δεν τους ενδιέφερε αν ήταν καλό ή κακό το ποτό. Έψαχναν μαγαζί με σκοτάδια κι έβγαιναν έξω και καπνίζανε μαριχουάνα, πιο πολύ οι μαύροι. Το ποτό τους ήταν ρούμι κόκα κόλα γιατί μετά τη μαριχουάνα ήθελαν κάτι να τους γλυκίζει. Ντυνόντουσαν εκκεντρικά και συνήθως φορούσαν μαύρα μακριά σακάκια. Όταν περνούσε η ώρα και ήθελα να τους διώξω να κλείσω τη ντίσκο, άναβα τα φώτα. Έβλεπαν το πρόσωπό τους στον καθρέπτη και μέσα στο λιώμα τους νόμιζαν ότι ήταν πίθηκοι!».
Τσαμπουκάδες
«Οι πιο δυνατοί ήταν οι Πορτορικάνοι, αυτοί δεν ήταν ούτε μαύροι, ούτε άσπροι. Κακοποιοί, μαχαιροβγάλτες. Κερνούσαν πέντε έξι ποτά τις κοπέλες του μαγαζιού και τις περίμεναν να σχολάσουν, αλλά αυτές έβγαιναν από άλλη πόρτα του μαγαζιού για να τους αποφύγουν! Τότε τις έψαχναν, δεν τις έβρισκαν κι έτσι έσπαγαν το μαγαζί. Τότε παίρναμε τηλέφωνο τη ναυτική αστυνομία, Σόπατρον λεγόταν, έρχονταν και για να μη δημιουργήσουν θέμα πολιτικό, πλήρωναν όσο έκανε η ζημιά χωρίς να ρωτούν τι και πώς.
Οι μαύροι όταν έβλεπαν Έλληνες να χορεύουν σόουλ, τους πλησιάζανε πιο πολύ. Οι σνομπ ήταν όσοι δεν χορεύανε όταν ήταν στην πίστα μαύροι. Οι μαύροι έκαναν παρέα με όσους τους άρεσε η σόουλ μουσική.
Οι Αμερικάνοι που δούλευαν στη βάση έμεναν στα Σούρμενα, στη Γλυφάδα και ήταν μαζί τους εξοικειωμένοι οι Έλληνες γιατί ζούσαν χρόνια εδώ και ήθελαν να δημιουργήσουν οικογένεια. Για να καταλάβεις ο απλός ναύτης έπαιρνε μισθό διευθυντή. Αν ο μισθός τότε ήταν 500 δραχμές, ο ναύτης έπαιρνε 1500 με 2000. Οι αξιωματικοί έπαιρναν 6-7 χιλιάδες τον μήνα.
Υπήρχε και το αεροπλανοφόρο ανεπιθύμητων (USS INDEPENDENCE CV-62), με 5.500 ναύτες, οι 5.000 ήταν μαύροι. Όλο το πλήρωμα ήταν ανεπιθύμητοι, από τους αξιωματικούς έως τους ναύτες. Iντιπέντενς το έλεγαν. Ωχ, έρχεται το Iντιπέντενς, λέγαμε και κρυβόντουσαν όλοι».
Τα στέκια των Αμερικάνων
Το Cave στο Καβούρι που έπαιζε μόνο σόουλ μουσική. Απέναντι από το περίπτερο με το φτυάρι, στη στροφή της Βάρης. Ήταν σαν σπηλιά. Εκεί πήγαιναν οι γυναίκες που ήθελαν μαύρους. Οι αραπόφιλες, έτσι τις λέγαμε. Υπήρχαν επίσης ορισμένα καλά μαγαζιά που πήγαιναν οι αξιωματικοί, όπως το Gold Fish. Υπήρχαν και δύο μαγαζιά που πήγαιναν μόνο μαύροι και δεν έβαζαν μέσα ούτε Έλληνες, ούτε κανέναν άλλο. Ήταν τα Τζετλάουζ, το Νο1 και Νο2, στην Αλίμου, που ήταν δίπλα δίπλα. Απέναντι ήταν ένα ξενοδοχείο που ήταν must τότε να παίζεις bowling, στον τελευταίο όροφο επάνω. Επίσης στέκι μαύρων ήταν και η Deborah στη Γλυφάδα, το οποίο έβαλαν φωτιά και το κάψανε. Πήρε το όνομά του από το τραγούδι Deborah του Wilson Pickett. Ήταν απέναντι από τον Μπίτσουλα, του Γρηγόρη, του Στέφανου και του Μάκη. Εκεί ήταν πορτιέρης ο Μωχάμεντ. Αιγύπτιος. Ψηλός και γεροδεμένος. Ο Μπίτσουλας έβαζε και ροκιές. Έκλεινε το πρωί. Υπήρχε στην παραλιακή, πριν το Εγγλέζικο Νεκροταφείο στο Π. Φάληρο και το μπαρ Horses του Στηβ Γιατζόγλου, όπου πήγαιναν μόνο Αμερικάνοι. Την εποχή που έπαιζε μπάσκετ στον Ολυμπιακό.
Η «βασίλισσα» της παραλιακής
«Ήταν μια Αμερικάνα, πανέμορφη 40άρα, που είχε μια BMW, αλανιάρα. Μετά παντρεύτηκε ένα Έλληνα και πήγε στη Νέα Υόρκη, στο Μπρούκλιν…»
Το Bobby’s
«Έβαζε αμερικάνικη μουσική. Μπαρ. Το πρώτο Bobby’s ήταν δίπλα στο Flanagan όπου πήγαιναν μόνο Εγγλέζοι. Στο Bobby’s πήγαιναν Αμερικάνοι. Και υπήρχε και το Bobby’s No2 που στο υπόγειο υπήρχε η ντισκοτέκ BBG όπου γινόντουσαν διαγωνισμοί χορού κι έπαιζε μουσική ο Καποδίστριας που μιλούσε αμερικάνικα σαν τον Wolfman Jack. Ο ιδιοκτήτης των Bobby’s, ο Μπάμπης, κυνηγούσε τη δουλειά του, κέρναγε τους Αμερικάνους, είχε καλή επαφή γιατί είχε ζήσει στην Αμερική. Δεν πολυπήγαινε τους μαύρους γιατί κάποτε είχαν σπάσει το μαγαζί και το καταλάβαιναν αυτό από τη μουσική που έβαζε, που ήταν για τους γιάνκηδες. Το Bobby’s είχε φτηνό ποτό, δυνατή μουσική, γυναίκες πολλές και η ατμόσφαιρα ήταν αμερικάνικη: από τα κάδρα μέχρι το μπαρ. Το πρώτο Bobby’s ήταν στην κεντρική πλατεία της Γλυφάδας. Ο πάνω όροφος ήταν σαν κέντρο συναντήσεων νεολαίας και κάτω γινόντουσαν διαγωνισμοί χορού. Ο Μπάμπης πέθανε από το γκαλιάνο! Ένα ιταλικό λικέρ, γλυκό ποτό, σε μακρύ μπουκάλι».
Pub
«Ποτάδικο χωρίς γυναίκες. Δεν είχε πίστα, όπως οι ντίσκο. Στο pub άκουγες μουσική και έπινες το πότο σου. Όπως στην Αγγλία. Δεν είχε d.j. παρά μόνο στα προχωρημένα pub. Έπαιζε μουσική από μπομπίνες. Δεν έπαιζε πολύ δυνατά η μουσική, ήταν και να μιλάς και να πίνεις. Στα pub μαζευόντουσαν κυρίως φίλοι και γνωστοί. Ξεκίνησαν από την Πλάκα. Τα μικρά μαγαζιά τα έκαναν pub. Ήταν κάτι σαν μια εξέλιξη των μπουάτ. Γινόντουσαν και live βραδιές. Επιτυχία είχε το Kookai, στο τέρμα της Λ. Αμφιθέας, που μετεξελίχθηκε σε Cactus. Από τα pub ξεκινούσε τη βραδιά ο κόσμος και πήγαιναν σε άλλα μαγαζιά. Από το Cactus μετά τις 12.30 – 1 η ώρα πήγαιναν στον Μπίτσουλα…».
Μπουζούκια
«Μετά το ’74 πήραν επάνω τους τα «μπουζούκια για θάνατο» που λέμε. Ήταν το Στορκ με τον Σταμάτη Κόκοτα, που έγινε μετά Ακρωτήρι. Το Παγκόσμιο που ήταν ταβέρνα και το πήρε ο Κοσμάς κι έγινε μετά Φαντασία με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τα Δειλινά του Θωμά Μιχαηλίδη, και τα παλιά και τα Νέα Δειλινά, που έγιναν επί χούντας. Ο Μιχαηλίδης ήταν και ο μπράβος του Στέλιου Καζαντζίδη. Τον προστάτευε όταν τραγουδούσε στις Τζιτζιφιές, με τη Μαρινέλλα δίπλα του. Ήταν ο πιο μάγκας επιχειρηματίας. Τότε στα μπουζούκια ήταν πέντε φίρμες, όχι μία. Τα μαγαζιά έκαναν μεταγραφές τραγουδιστών, τους έδιναν περισσότερα χρήματα και τους έπαιρναν, αλλά έκαναν συμβόλαια. Τα πρώτα μπουζουκάδικα ξεκίνησαν από τις Τζιτζιφιές, μετά ήρθαν στην παραλιακή. Εκεί ήταν τα μαγαζιά του Ντινόπουλου και του Μαργωμένου, τα πιο γνωστά. Ο Ντινόπουλος ήταν απέναντι από την ντισκοτέκ Boom Boom, στην πλατεία κι εκεί πήγαιναν όλοι οι μάγκες. Στου Μαργωμένου είχαν τα πιο ωραία κοτόπουλα και έφερναν πρωί – πρωί στους στάβλους, στον Ιππόδρομο. Τότε δεν έπιναν ουίσκι, έπιναν μπύρα. Εκεί που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης πήγε μετά ο Βοσκόπουλος όταν έκανε την επιτυχία Αγωνία. Το μαγαζί ήταν εκεί στη γέφυρα του Μοσχάτου. Είχε μάντρα και ανεβαίναμε επάνω να τον ακούσουμε…»
Αδυναμία μου μεγάλη – Λευτέρης Ψιλόπουλος
Τσαμπουκάδες στα μπουζούκια
«Κυρίως γινόντουσαν για λογαριασμούς, φουσκωμένους, και μια εποχή για γυναίκες αλλά μετά κόψανε και δεν πείραζε κανείς κανενός τη γυναίκα. Ο πιο διάσημος τσαμπουκάς που έγινε στα μπουζούκια ήταν με τους Κοεμτζήδες με την παραγγελιά. Μεγάλη επιτυχία είχε ο Λευτέρης Ψιλόπουλος, ο κουτσός τραγουδιστής, στην Αδυναμία, ένα μαγαζί απέναντι ακριβώς από τον Ιππόδρομο. Είχε πάρει το όνομά του από την επιτυχία του Αδυναμία Μου Μεγάλη στις αρχές του ’70. Μαζί του τραγουδούσε και η αδερφή του ληστή του Βενάρδου, η Αννίτα. Ήταν πολύ όμορφη. Εκεί πήγαιναν και γύφτοι. Δεν ξέρω γιατί πήγαιναν εκεί αλλά ένα βράδυ το κυκλώσανε και πήγαν να το κάψουν! Ο πορτιέρης δεν άφησε ένα γύφτο να μπει στο μαγαζί που πάρκαρε με το τρίκυκλο και αυτός πήγε και το είπε στο σόι του και πλακώσανε τα ξημερώματα όλοι οι γύφτοι με τα κάρα, να το κάψουνε. Βγήκε ο μετρ και οι άλλοι και τους έλεγαν «ρε παιδιά, δεν ξέραμε ότι είναι τσιγγάνος…».
Κόντρες στην παραλιακή
«Κλείνανε ραντεβού και κάνανε κόντρες. Ήταν αυτοί που είχαν μηχανές Έπαιρναν τις μηχανές και τις πουσάρανε, τις «έφτιαχναν» δηλαδή, και τις δοκιμάζανε. Πρώτα γινόντουσαν κόντρες μπροστά στον Ιππόδρομο, μόνο για μότο κρος. Μετά γινόντουσαν κόντρες με Honda και Kawasaki που ήταν τότε της μόδας. Στη Βουλιαγμένης, στη Βούτα, που λέγαμε, επειδή ήταν κατηφορικός ο δρόμος στο σημείο αυτό. Στο φανάρι της Αεροπορίας. Μία η ώρα με δύο μετά τα μεσάνυχτα. Κόντρες με λεφτά. Και φυσικά δεν διανοούνταν κανείς να μην πληρώσει. Έχασες; Πληρώνεις. Κάναμε και κόντρες στις Τρεις Γέφυρες με Περιστεριώτες και μετά συναντιόμασταν στη Βούτα. Πολύ γερός στις κόντρες ήταν ο γιος του Βασίλη Τσιτσάνη, ο Κώστας. Έπαιρνε μηχανές και τις πουσάριζε, τις έσπαγε. Άσσος. Και ο Αραούζος ήταν φημισμένος επίσης οδηγός, όπως και ο Μαγκλάρας και ο Γιούρας. Όλοι έμεναν εδώ στα νότια προάστια. Οι κόντρες μάζευαν πολύς κόσμο να τις παρακολουθήσει, αριστερά και δεξιά του δρόμου. Μ’ ένα τηλέφωνο όλοι το μαθαίναμε ότι γινόταν κόντρες. Τους οδηγούς τους κυνηγούσε η αστυνομία γιατί δεν μπορούσε ένα κοιμηθεί ο κόσμος από το θόρυβο των εξατμίσεων.
Έκαναν και δοκιμές πριν γίνει κόντρα. Ήξεραν τα περιπολικά τι ώρα θα πάνε και τη στήνανε. Μετά οι μηχανές έφευγαν και πήγαιναν πιο κάτω, στο Καβούρι. Εκεί ήταν χωροφυλακή, δεν είχε αστυνομία κι ήταν πιο εύκολα. Ακόμη γίνονται κόντρες… Πρώτα ήταν τα παπάκια, μετά τα 125, τα 250άρια, τα 500 τα Καβασάκι, τα 750… σιγά σιγά ερχόντουσαν τα κυβικά. Με τα Σαμουράι, 500 και 750 κυβικά, σκοτωθήκανε όλοι και τα απαγορέψανε. Ξεκινούσε σφαίρα, αλλά δεν είχε φρένα. Το πρώτο δείγμα Εντούρο μηχανής πήρε ο Μαυρομάτης, από την αντιπροσωπεία. Δεν είχε άλλο στην Ελλάδα. Το Καβασάκι 1300 το έφερε ο Καμμένος το 1982-83. Έκανε 450.000 δραχμές. Όσο έκανε μια Μερσεντές, αυτοκίνητο. Εξακύλινδρη. Πρώτα πήρα εγώ και μετά ο Κώστας ο Τσιτσάνης και ο Σταμάτης Κόκοτας, αν και είχε τρέλα με αμάξια, ραλίστας ήτανε, μπήκε στο κόλπο. Το παπάκι τότε έκανε 2.500 δραχμές κι ένα Autobianchi 12 χιλιάρικα. Τότε δεν κυκλοφορούσαν πολλές μηχανές στην Αθήνα…»
Μηχανόβιες
«Ήταν η Άννα που είχε μηχανή 750 κυβικά. Επίσης και η Βραζιλιάνα, που λέγαμε, που κοιμότανε στην παραλία και την έπαιρναν σηκωτή. Πολύ απελευθερωμένες για την εποχή. Έκαναν παρέα με μηχανόβιους…».
Κόντρες και κλοπές
Χάσαμε μια Yamaha 750 DT και μας παίρνουν τηλέφωνο από τη Θήβα. Του Γιούρα η μηχανή. Και πάμε στην πλατεία της Θήβας, σ’ ένα καφενείο όπου εκεί ήταν αρχηγός ένας που τον έλεγαν Χαρακίρι και γύρω του καμιά τριανταριά άτομα. «Ήρθαν τα παιδιά από την Αθήνα να τα γ…», λένε μόλις μας είδαν. Φεύγουμε και πάμε την άλλη μέρα μ’ ένα Φολκσβάγκεν φορτηγό με 20 «δολοφόνους» μέσα με αλυσίδες, ρόπαλα, σπαθιά, μαχαίρια, ότι θέλεις. Στην Εθνική μας σταματά ένας μπάτσος με μηχανή γιατί είχαμε 4 άτομα μπροστά στο φορτηγό. Ανοίγουμε πίσω και μόλις βλέπει τα πολεμοφόδια λέει: Πόλεμος γίνεται; Του εξηγούμε και μιλά από τη μηχανή στον ασύρματο με το αστυνομικό τμήμα Θηβών και του λένε: αφήστε τους να έρθουν. Αυτοί με τον Χαρακίρι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Μας ακολούθησε λοιπόν η μηχανή και πήγαμε μαζί ως εκεί. Σκάμε λοιπόν στην πλατεία και όπως κάθονται τους κάνουμε έναν κύκλο κι ένας από εμάς είχε μια αλυσίδα που πρέπει να ήταν 80 κιλά! Ποιος είναι ο Χαρακίρης; Εγώ, ρε! Χρακ η αλυσίδα… Μόνο από το βάρος της αλυσίδας ο Χαρακίρης έπεσε κάτω λιπόθυμος Και τότε όλοι οι άλλοι οι Θηβιώτες άρχισαν να τρέχουν. Μετά όταν συνήλθε ο Χαρακίρης μας πάει σε μια σπηλιά που είχε 40 μηχανές μέσα και μας λέει «Πάρτε τες όλες». Πήραμε τη δική μας, ευτυχώς δεν είχε μεγάλη ζημιά, και φύγαμε…».
Μπραβιλίκι
«Κατ’ αρχάς τα μαγαζιά φυλαγόντουσαν από το προσωπικό. Πριν το 1980. Οι ομάδες βγήκαν μετά. Βλαχάκος, Βουγιουκλάκης και άλλοι. Μετά που άνοιξαν τα κλαμπ και είχαν 3.000 άτομα μέσα, τότε ανέλαβαν οι ομάδες. Αν πλακωνόντουσαν οι μεν με τους δε, ποιος θα τους σταματούσε; Τα μπουζούκια δεν θέλανε μπράβους. Είχαν μέσα 30 σερβιτόρους έτοιμους για οτιδήποτε συμβεί. Αν μαλώνανε δυο τραπέζια, οι σερβιτόροι τους χωρίζανε. Στα μπουζούκια άμα τσαμπουκαλευόσουν σου έλεγε ο σερβιτόρος; Είσαι ζαλισμένος, έλα λίγο μέσα στην κουζίνα… κι εκεί έτρωγε ένα χέρι ξύλο και συνερχόταν. Ένα βράδυ, ήρθε ένας και μου λέει «ήρθα να τα πάρω». Του λέω, μπα θα σε πιάσει η αστυνομία, δεν βλέπεις εκεί είναι ένας μπάτσος. Πήγαινε μέσα στο λογιστήριο και πες: δώσε μου κανά – δυο χιλιάρικα και πάρτα. Εγώ όμως είχα πάει πιο γρήγορα μέσα και μόλις μπαίνει στο γραφείο του δίνω μια κλωτσιά και τον πέταξα στο υπόγειο. Κουτρουβαλώντας έσπασε κεφάλια, πόδια… Αργότερα βάλανε πορτιέρη στα κλαμπ. Όμως εάν πήγαιναν επτά άτομα μαζί, τι να κάνει ο πορτιέρης;».
Τα πρώτα τραπέζια
«Κάθονται αυτοί που χαλάνε λεφτά γιατί από εκεί βγαίνει το μεροκάματο της πίστας. Η πίστα έβγαινε από τα πρώτα τραπέζια. Όταν έχεις Γαρμπή και Σφακιανάκη εκείνη την εποχή, η Γαρμπή έπαιρνε για παράδειγμα 3.000 τη βραδιά και άλλα τόσα ο Σφακιανάκης κι είχε μέσα 50 τραπέζια, με δύο κατοστάρικα το μπουκάλι, έβγαινε 10.000. Συν τα λουλούδια και τα πιάτα. Βγαίνει το μαγαζί ή δεν βγαίνει; Αλλά μη νομίσεις ότι κάνεις ότι θέλεις στο δικό σου μαγαζί. Έβγαινε, για παράδειγμα, ο Χριστοδουλόπουλος κι έλεγε δεν μ’ αρέσει ο κόσμος που έχεις, φεύγω δεν τραγουδάω. Ο Βοσκόπουλος είχε δικούς τους ανθρώπους, κολλητούς που δουλεύανε στο μαγαζί, κι έπαιρνε τηλέφωνο να μάθει πόσα ρεζερβέ υπάρχουν. Αν δεν είχε πολλά έλεγε ότι ήταν άρρωστος και δεν θα έρθει. Μια φορά ο Θωμάς ο Μιχαηλίδης τον χαστούκισε! Μα τι κάνεις εκεί, τον Βοσκόπουλο; Ακούς εκεί ο Βοσκόπουλος να μην έρθει… Είχε μέσα άτομα που χαλάγανε εκατομμύρια και δεν ανεχόταν να μην έρθει κάποιος να τραγουδήσει, ας ήτανε κι ο Βοσκόπουλος. Ερχόντουσαν πλούσιοι όπως οι Νινέτας, ο Χυτήρογλου, ο Χουντάλας, ο Τάκης Ηλιάδης… εκατομμυριούχοι. Δέκα εκατομμύρια σε μια βραδιά χαλάγανε κάποιοι. Όσοι πετάγανε Chivas μπουκάλια στην πίστα τα χρεώνανε όσο είχαν. Πολλοί που χαλάγανε εκατομμύρια στα μπουζούκια και στο μπαρμπούτι που παίζαν ένα τεσσάρι διαμέρισμα σε μια ριξιά κηδεύτηκαν δημοσία δαπάνη…».
Οι ιστορίες πολλές και ατελείωτες και η συζήτηση γύρισε στο ποδόσφαιρο, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Όσο για την ιστορία της παραλιακής συνεχίζεται…
πηγή: phaseradio.gr