Η παλαίμαχος αθλήτρια και πρωτοπόρος της γυναικείας ελληνικής καλαθοσφαίρισης θυμάται στιγμές από την ένδοξη πορεία της.
Φτώχεια, πολύ φτώχεια, κόρη μου. Εκείνα τα χρόνια, πιτσιρίκα 16 χρονών, κάθε Κυριακή πήγαινα στο γήπεδο του Εσπέρου, ήταν κοντά στο σπίτι μου, και παρακολουθούσα βόλεϊ. Με είδαν εκεί μια-δυο, στο τέλος με πλησίασε ο προπονητής και μου είπε: «Σε βλέπω κι έρχεσαι συχνά, θες να έρθεις να παίξεις;». «Δεν έχω λεφτά» του λέω. Να φανταστείς, νόμιζα ότι ήταν πλούσιοι και πλήρωναν για να παίξουν. «Έλα», μου λέει, «την Τρίτη για προπόνηση». Πάω τρέχοντας σπίτι μου, ράβω το σορτσάκι μου κι αρχίζω την προπόνηση.
Από τη Διαμάντω όμως ξεκίνησαν όλα. Η Διαμάντω πήγαινε συνέχεια στο καλάθι. «Τι θες», της έλεγα, «και πας συνέχεια σε αυτό το χαζοπράμα;». Και πάω μια φορά στο καλάθι, και όχι μόνο τρελαίνομαι αλλά καταλαβαίνω ότι είμαι και καλή σ’ αυτό.
Ψάχνω να δω τι θα κάνω, διαβάζω στην εφημερίδα ότι έχει ομάδα μπάσκετ γυναικών ο Πανιώνιος. Πάω και τους λέω «θέλω να παίξω». Υπήρχαν τότε ομαδάρες ε; Σπόρτινγκ, Πανιώνιος, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και Πειραϊκός. Όλα τα παιχνίδια έγιναν στο Σπόρτινγκ.
Με το μπάσκετ ήμουν ερωτευμένη, έπειτα, κοίταξε να δεις, το ταλέντο δεν φτάνει, θέλει δουλειά. Τελείωνα την προπόνηση και καθόμουν, δεν έφευγα, έπαιζα με τα αγόρια, μέχρι να κλείσει το γήπεδο. Δεν είχα τίποτε άλλο.
Ήμασταν τρεις αδελφές. Είχαμε αφήσει το σχολείο, δύσκολα χρόνια, φτώχεια, έπρεπε να δουλέψουμε. Είχαμε πάει σε ένα εργοστάσιο με είδη γυναικεία, πάνω από τις μηχανές ήμασταν όλη μέρα, 8-5. Έφευγα από το εργοστάσιο 5 η ώρα, με το σορτσάκι στην τσάντα, γιατί στις 6 είχα προπόνηση. Πήγαινα από του Χαροκόπου στη Ν. Σμύρνη με τα πόδια και δεν διαμαρτυρήθηκα ποτέ, κοπέλα μου. Δέκα χρόνια δεν είπα «κουράστηκα».
Η μητέρα μου ήταν μεγάλη, δεν ήρθε ποτέ στο γήπεδο. Να σου πω, δεν καλοκαταλάβαινε και τι έκανα, «το παιδί παίζει μπάλα» έλεγε. Οι αδελφές μου είχαν έρθει μία φορά να με δουν με την Εθνική.
Καμιά φορά βλέπω στην τηλεόραση τους παίκτες που μιλάνε για προβλήματα στο μπάσκετ τώρα. Προβλήματα; Τότε να δεις. Δέκα χρόνια δεν ζήτησα ούτε ένα ποτήρι γάλα. Ούτε τα ναύλα δεν μου έδιναν. Τίποτα. Παπούτσια ελβιέλα και τα φορούσα χωρίς κάλτσες. Τι να πω στη μάνα μου; Δώσ’ μου λεφτά να πάρω κάλτσες; Κάλτσες έβαλα με την Εθνική, όταν μου έδωσαν τη στολή.
Προπονητή στον Πανιώνιο είχα τον Μίσσα τον Πανταζόπουλο – μεγάλος προπονητής και πολύ κύριος. Την ίδια χρονιά φτάσαμε στον τελικό για το πρωτάθλημα Σπόρτινγκ-Πανιώνιος.
Στον τελικό, όταν μπήκα στο γήπεδο, μια εξέδρα φώναζε «δεν μπορείς, Ζαπονίδου». Τα έχασα. Ήθελαν να μου σπάσουν τα νεύρα, με είχαν δει στους προηγούμενους αγώνες και ήξεραν ότι ήμουν καλή. Και πράγματι, κοριτσάρα μου, στην αρχή δέκα σουτ έκανα, ούτε ένα δεν μπήκε. Και όπως έχω την μπάλα που λες, γυρίζω, σηκώνομαι και αρχίζω από δω, από κει, δεν έχασα καλάθι. Μου λέει ο προπονητής μου: «Δεν θα σε έβγαζα, που να φώναζε όλο το γήπεδο». Πίστευε σ’ εμένα, σου λέει, το χέρι της θ’ ανοίξει. Τι ήμουνα; Δεκαεφτά χρονών κοριτσάκι, δεν ήξερα τίποτα και τους πήρα το πρωτάθλημα.
(σ.σ. Το 1951 η γυναικεία ομάδα κατέκτησε αήττητη το γυναικείο Πρωτάθλημα Αθηνών-Πειραιώς. Η τελική φάση της διοργάνωσης διεξήχθη από τις 16 Ιουλίου έως τις 6 Αυγούστου 1951 στο Γυμναστήριο του Σπόρτινγκ. Εκτός από τον Πανιώνιο, έλαβαν μέρος οι εξής ομάδες: Σπόρτινγκ, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, Ολυμπιακός, Αρμενική Αθηνών και Πειραϊκός Σύνδεσμος.)
Ξέρεις γιατί με αγάπησε ο κόσμος; Όχι μόνο για το μπάσκετ αλλά και γιατί τη μύτη μου την είχα κάτω από τα παπούτσια μου. Τότε όλοι έλεγαν «πάμε στο γήπεδο να δούμε τη Ζαπονίδου».
Με το μπάσκετ ήμουν ερωτευμένη. Έπειτα, κοίταξε να δεις, το ταλέντο δεν φτάνει, θέλει δουλειά. Τελείωνα την προπόνηση και καθόμουν, δεν έφευγα. Έπαιζα με τα αγόρια μέχρι να κλείσει το γήπεδο. Δεν είχα τίποτε άλλο. Τι να σου πω; Όλη μου η ζωή ήταν το μπάσκετ. Άλλο πράγμα, κορίτσι μου. Πήγαινα κι έβλεπα άλλες ομάδες αντρών για να μαθαίνω.
Να φανταστείς, στο γήπεδο με φώναζαν «Μήτσο». Είχα κάνει μια δύσκολη φάση, πετάχτηκε ο προπονητής και φώναξε «τι έκανες, βρε Μήτσο;» και μου ‘μεινε. Να σου πει η κόρη μου, πες κοριτσάκι μου, πώς με φωνάζουν στους παλαίμαχους; (σ.σ η κόρη της Παναγιώτα:) — «Μήτσο, μαμά».
Με έβλεπαν όμως και ως γυναίκα. Την είδες τη φωτογραφία μου; (φέρε τη φωτογραφία μου Παναγιώτα)… Ήμουν πολύ όμορφη στα νιάτα μου. Είχα κατακτήσεις, αλλά εγώ δεν… δεν ασχολιόμουν με τέτοια. Ήμουν στο μπάσκετ. Δεν κάπνιζα, δεν έπινα. Εγώ ήμουν μόνο νερό, ύπνος, μπάσκετ. Ούτε σέξι, ούτε ξενύχτια, τίποτα.
Έγινε μετά η πρώτη Εθνική Ομάδα Γυναικείας Καλαθοσφαίρισης και με έβαλαν αρχηγό. Κερδίσαμε δύο φορές μέσα στον Πανελλήνιο τον Λίβανο (σ.σ. με την Εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε στον πρώτο επίσημο αγώνα. Ο πρώτος αγώνας της Εθνικής Ελλάδος Γυναικών καταγράφεται στις 15 Απριλίου 1958. Με αντίπαλο την Εθνική Λιβάνου, η Ελλάδα επικράτησε με σκορ 68-32 στο Κλειστό Γυμναστήριο του Πανελληνίου. Τη βασική πεντάδα αποτελούσαν οι αθλήτριες Αρναούτογλου, Ζαπονίδου, Σκριβάνου, Κάνδια και Βαρελοπούλου.)
Όλη αυτή η ταλαιπωρία και η κούραση που πέρασα, να σου πω, δεν με στενοχώρησαν καθόλου, ήταν πολύ ωραία. Έγινα ό,τι έγινα μόνη μου και, να ξέρεις, ήμασταν κυρίες σε όλα.
Τώρα; Τώρα, ευχαριστώ τον Θεό για τον ΣΠΑΚΕ (Σύλλογος Παλαίμαχων Αθλητών Καλαθοσφαίρισης Ελλάδος) και τον Μιχάλη Κυρίτση (σ.σ. πρόεδρος τους συλλόγου) που βοηθά τους παλαίμαχους. Δεν φαντάζεσαι τι έχει κάνει για μας, τι βόλτες, τι ταξίδια, τι φαγητά.
Αυτά, κορίτσι μου, να τα γράψεις. Πώς το είπαμε το περιοδικό; Λάιφο. Ναι, να τα γράψεις, όχι πολλά πολλά, μη νομίζουν ότι είμαι καμιά φαντασμένη. Ξέρεις εσύ, σεμνά. Μόνο μία χάρη, γράψε, παιδί μου:
Μη μας ξεχνάτε.
πηγή: ΛΙΑΝΑΣ ΜΑΣΤΑΘΗ / lifo.gr