Η δημοφιλής ηθοποιός, σκηνοθέτις, μεταφράστρια, που γεννήθηκε στη Λαμία και μένει στο Πεδίον του Άρεως περιγράφει ολόκληρη τη ζωή της στη LIFO.
Γεννήθηκα στη Λαμία, την πατρίδα της μητέρας μου, σε μία από τις μεταθέσεις του πατέρα μου. Όταν ήμουν τεσσεράμισι, ήρθαμε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Ο μπαμπάς μου ήταν ήρωας πολέμου και έφτασε στον βαθμό του στρατηγού σε νεαρή ηλικία. Η καταγωγή του ήταν από τα Κανάλια, έξω από την Καρδίτσα, Θεσσαλός από οικογένεια καπνεμπόρων, με παιδικούς του φίλους τον Φλωράκη και τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με τους οποίους συναντιόταν μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Η μαμά μου κατάγεται από μεγάλη αστική οικογένεια της Φθιώτιδας, με παραδόσεις και τρόπους της παλιάς εποχής. Το διπλανό σπίτι στο δικό τους ήταν ενός φίλου του παππού μου, του κ. Κλάρα, που έστειλε τον γιο του να σπουδάσει στη Γαλλία και μετά έγινε ο Άρης Βελουχιώτης. Από μικρή είχα μεγάλη σχέση με την ιστορία της χώρας, άκουγα όσα αφηγούνταν και μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με πολλή δικαιοσύνη, γιατί με είχαν μάθει ότι δεν υπάρχει καλό και κακό, αριστερό και δεξιό, υπάρχουν χάλια και από δω και από κει, που κάναν εγκλήματα.
Ο μπαμπάς μου ήταν στον τακτικό στρατό, παρ’ όλα αυτά, όποτε άκουγε ότι γινόταν κάποιο στρατοδικείο προσπαθούσε να σώσει αυτούς που ήταν αριστεροί. Αυτό το ξέρουν στη Θεσσαλία και ονόμασαν προς τιμήν του ολόκληρη λεωφόρο.
Μπορεί να σε τιμωρήσει το κοινό αν κάνεις βλακεία, αλλά πρέπει να κάνεις πολύ μεγάλη βλακεία για να φύγει. Αν δει ότι του δίνεις έργα επί χρόνια με τα οποία επικοινωνεί, είναι εκεί, πιστό.
Ήμουν «ακαταλαβίστικο» παιδί, σύνθετο. Πολύ καλή μαθήτρια, πάρα πολύ σπασίκλα ‒και τώρα είμαι‒, πάρα πολύ του διαβάσματος και του βιβλίου, αλλά ταυτόχρονα ήμουν και πάρα πολύ άτακτη. Δεν ήμουν το τακτικό παιδί με τα ωραία τετράδια, το πειθαρχημένο. Φρόντιζα να εξαντλώ όλες τις απουσίες, αλλά ήμουν βιβλιοφάγος και εξαιρετικά καλή μαθήτρια, ειδικά στα θεωρητικά.
Έγραφα όλο το περιοδικό του σχολείου, εκθέσεις που πάντα τις διάβαζαν, ήμουν πρόεδρος της τάξης, ανέβαζα τα θεατρικά, και όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο ήξερα τόσο καλά λατινικά, που τα μιλούσα στο τηλέφωνο. Τα καλλιτεχνικά τα αγαπούσα πάντα ‒υποθέτω τα είχα υποσυνείδητα‒, αλλά ήθελα να γίνω διπλωμάτης. Με τραβούσε πολύ η διεθνής πολιτική, αλλά τότε ήταν άλλες εποχές. Ο μπαμπάς μου μού είπε «αυτό είναι πολύ αντρικό επάγγελμα, θα τρέχεις συνέχεια από χώρα σε χώρα και δεν θα κάνεις ποτέ οικογένεια». Δεν το ήθελε καθόλου. Άμα ήξερε ότι θα γινόμουν ηθοποιός, θα με είχε αφήσει.
Κι επειδή μου άρεσε πολύ η λογοτεχνία κυρίως, όχι η φιλολογία, πήγα στη Φιλοσοφική. Μπήκα εκ των πρώτων, χωρίς φροντιστήρια, χωρίς τίποτα, και τέλειωσα το τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών με ειδίκευση στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, στη νεότερη λογοτεχνία.
Για μένα το να πετύχω σε οποιονδήποτε τομέα ήταν κάτι που θεωρούσα must, ότι έπρεπε να γίνει, όποιος τομέας και να ήταν αυτός. Στη Φιλοσοφική συνέχισα να είμαι μια φοιτήτρια όπως ήμουν και μαθήτρια, δηλαδή με σήκωνε ο καθηγητής κάθε εβδομάδα κι έκανα «αντίστροφο λατινικό» στον πίνακα, αλλά πήγαινα με μίνι και μπότα, με μια εμφάνιση που δεν είχε καμία σχέση με το πανεπιστήμιο, γιατί έκανα ταυτόχρονα και τη μόδα. Θεωρούσα φυσιολογικό μετά την επίδειξη του Billy Bo να πάω ντυμένη προκλητικά, αλλά ήξερα και την Αινειάδα.
Πάντα είχα αυτές τις αντιθέσεις, που με τον χρόνο εξομαλύνθηκαν κάπως. Οι καθηγητές μου, που έβλεπαν ότι ήμουν ανάμεσα στους πρώτους, περίμεναν να κάνω ακαδημαϊκή καριέρα και όχι να παίξω στον «Γιούγκερμαν» στην τηλεόραση. Ασχέτως της τροπής που έδωσα στην καριέρα μου, όλα όσα έχω κάνει μου φάνηκαν χρήσιμα στην πορεία. Δεν θα μπορούσα να γράφω ιστορικά έργα αν δεν είχα σπουδάσει αυτό το πράγμα. Στα 40 δεν μπορεί να σου έρθει επιφοίτηση και να μπορείς να κάνεις ιστορική ανάλυση, πρέπει να υπάρχει βάση. Οι γλώσσες, οι μεταφράσεις, όλα μου χρησίμευσαν.
Ηθοποιός πάντα ήθελα να γίνω, απλώς, επειδή ήμουν κόρη στρατηγού, δεν τολμούσα να το πω. Στην ουσία ηθοποιός έγινα χάρη στον Βασίλη Γεωργιάδη, έναν από τους σπουδαίους μας σκηνοθέτες και από τους λίγους που έφτασαν στα Όσκαρ, που τότε έκανε τον «Γιούγκερμαν».
Είχα κάνει πολλά διαφημιστικά με τον Πανουσόπουλο, τον Τσεμπερόπουλο, τον Διαγόρα τον Χρονόπουλο, διαφημιστικά για μαλλιά, για καλλυντικά. Ήμουν μέσα στη μόδα γιατί είχα, και έχω, μια πολύ καλοντυμένη μαμά, την οποία έντυνε ο Ντίμης Κρίτσας, και μια μέρα της είπε «δεν κάνουμε μια φωτογραφία στη Μιμή;». Πριν τελειώσω το σχολείο, στα 17 μου, με ζήταγαν όλοι για διαφημιστικά. Έτσι με είδε ο Βασίλης Γεωργιάδης και με πήρε για τον ρόλο της Ντάινα, παρόλο που δεν είχα πάει στη σχολή. Βρέθηκα πρωταγωνίστρια με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Νικήτα Τσακίρογλου, χωρίς να έχω ιδέα από τίποτα, φυσικά. Με καθοδηγούσαν ο Βασίλης και ο Αλέκος πάρα πολύ και είπα «θα παίξω έναν χρόνο και, αν μπορώ, μετά θα πάω στη σχολή».
Από τον πρώτο χρόνο έγινα πολύ δημοφιλής, χωρίς να είμαι ηθοποιός. Ήμουν απλώς αυθόρμητη επειδή είχα πλήρη άγνοια, δεν είχα το στήσιμο ενός κανονικού ηθοποιού. Τον δεύτερο χρόνο πήγα στη Σχολή Θεοδοσιάδη, ταυτόχρονα με το πανεπιστήμιο, κι έκανα πάρα πολλές σειρές, ενώ ήμουν ακόμα στη σχολή: το «Ταξίδι», την «Ετυμηγορία» με τον Ληναίο, την «Αστροφεγγιά». Ηθοποιός συνειδητοποιημένα έγινα μετά, με το θέατρο, αλλά στον «Συμβολαιογράφο», όταν τέλειωνα τη σχολή, ήμουν ήδη πάρα πολύ γνωστή.
Τότε η τηλεόραση δεν έκανε 30% τηλεθέαση, που σήμερα θεωρείται κατόρθωμα ‒ ο «Συμβολαιογράφος» είχε 81%. Ήταν σαν να έπαιζες σε μια ταινία κάθε εβδομάδα. Κι ήταν και πολύ καλές οι σειρές, από σημαντικούς σκηνοθέτες: Γιώργος Μιχαηλίδης, Διαγόρας Χρονόπουλος, Βασίλης Γεωργιάδης. Γυρνάγαμε δώδεκα μέρες ένα επεισόδιο και μάθαινες ένα σωρό πράγματα. • Τον μπαμπά μου δεν τον προειδοποίησα, του είπα «άνοιξε την τηλεόραση το βράδυ, να με δεις με τον Αλεξανδράκη», και μου απάντησε «τι να κάνεις εσύ με τον Αλεξανδράκη;». Με είδε, είδε ότι ήταν ωραία η σειρά και μου είπε «άκουσε να σου πω, ή θα γίνεις της προκοπής ηθοποιός, αλλά πρώτη, ή βρες κάτι άλλο από τώρα, γιατί έχουμε κι ένα όνομα και θα το καταστρέψεις». Μετά, όταν έπαιξα στο θέατρο και άρχισα να έχω μεγάλες επιτυχίες με τον Γιάννη Φέρτη, με τα Οργισμένα Νιάτα, το Αμαντέους, μου είπε «εντάξει, θα γίνεις καλή».
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, που τον έχασα, ερχόταν πάντα στο θέατρο, ήξερε τα εισιτήρια πολύ καλύτερα από μένα, μου έλεγε ότι συνέχεια με κλέβουν και ότι δεν έχω ιδέα από οικονομικά. Μέχρι που έφυγε ήξερε τον ακριβή αριθμό εισιτηρίων, ενώ εγώ ήξερα μόνο ότι πάμε καλά. Μετά με πήρε η Αλίκη στο θέατρο, γιατί είχε πάντα τα μάτια της ανοιχτά για όποιον καινούργιο έβγαινε, που έκανε μια επιτυχία και είχε μια λάμψη. Μου έδωσε έναν πολύ καλό ρόλο, της ανταγωνίστριάς της σε ένα από τα λίγα έργα που έκανε με λίγα πρόσωπα, στην Τζούλια. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο θέατρο. Και επειδή η Αλίκη είχε πολύ χιούμορ, μετά τον μεγάλο σεισμό στην Αθήνα το ’81, μου έλεγε «Μήπως ήταν ενδεικτικός αυτός ο σεισμός; Μήπως έκανα λάθος που σε πήρα;».
Οι μεταφράσεις ξεκίνησαν λόγω επιμονής του Φέρτη, γιατί για το Bent, που ανέβαζε με τον Φυσούν, είχε μια μετάφραση που δεν του άρεσε. Έτσι, μου είπε «εσύ μιλάς καλά αγγλικά, έχεις τελειώσεις Λογοτεχνία, για δες το». Ήταν ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον έργο και πολύ τολμηρό για την εποχή. Από τότε ξεκίνησε και η φιλία μου με τον Μάρτιν Σέρμαν, με τον οποίο τώρα γράψαμε μαζί το σενάριο της Σμύρνης.
Δεν έβαλα καν το όνομά μου, αλλά μετά ήθελε όλα τα έργα που παίζαμε μαζί να τα μεταφράζω και είδα κι εγώ ότι μπορούσα να το κάνω ‒ όχι να διασκευάζω τότε, απλώς να κάνω μια καλή μετάφραση. Μετά μπήκα στη διασκευή και στη συνέχεια στο γράψιμο. Στην ουσία, έχω παίξει σε θίασο άλλου μία φορά, στης Αλίκης. Μετά, κάναμε θίασο με τον Γιάννη ‒ ήταν δικός του ο θίασος φυσικά, εγώ ήμουν σαν μαθήτριά του. Έμαθα πάρα πολλά απ’ τον Φέρτη, κυρίως το ήθος το θεατρικό, που πιστεύω ότι το έχω κι εγώ.
Ο Γιάννης ήταν από το Θέατρο Τέχνης, δεν ήταν της επίδειξης και του να κάνουμε κενά πράγματα ίσα-ίσα για να φαινόμαστε. Ήταν υπέρ του να σεβόμαστε όλους τους ηθοποιούς που είναι στην παράσταση, να μην έχουμε βεντετιλίκια. Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις και επειδή ήταν τα πρώτα μου χρόνια στο θέατρο, μπήκα με αυτό το πνεύμα κι εγώ.
Με τον Γιάννη κάναμε μια πολύ ωραία σειρά από έργα που πέτυχαν όλα, τα Οργισμένα Νιάτα, το Πιο Αληθινό του Στόπαρντ, το Αμαντέους, που ήταν πολύ πρωτοποριακό για την Ελλάδα, τις Επικίνδυνες Σχέσεις, έργα που ξαναπαίζονται τώρα από ποιοτικούς θιάσους. Μέσω των έργων αυτών άρχισα να έχω πολλές επαφές με το αγγλικό θέατρο. Επειδή ταξίδευα συχνά για τις μεταφράσεις γνωρίστηκα με τον Κρίστοφερ Χάμπτον, με τον Στόπαρντ, με τον Μάρτιν Σέρμαν και τον Ίαν Μακέλεν που έπαιζε κι εκείνος το Αμαντέους, και με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Έμαθαν τη δουλειά μου από πολύ μικρή.
Από το 1987, που χωρίσαμε με τον Γιάννη, έκανα δικό μου θίασο, μετά φόβου Θεού βέβαια, γιατί ήμουν πάρα πολύ νέα γι’ αυτό, ήμουν στο θέατρο μόλις εφτά χρόνια. Όλοι έλεγαν ότι θα αποτύγχανα, μου έλεγαν «πού πας;». Τότε έκανα μια μεγάλη τουρνέ με τον Καφετζόπουλο, που έσκισε στην κυριολεξία σε όλη την Ελλάδα, το Τσάο, γιατί είχα παράλληλα μια σειρά στην τηλεόραση με τεράστια θεαματικότητα, τον «Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα».
Μετά, πήγα στο Βρετάνια, όπου έγινα πια θιασάρχης. Μετά το βαρύ ρεπερτόριο που κάναμε με τον Γιάννη, ανέβαζα κυρίως κωμωδίες, γιατί είχα ανασφάλεια να πάω σε ένα βαρύ ρεπερτόριο μόνη μου, με την κωμωδία ήμουν πιο σίγουρη. Οι πιο πολλοί πρωταγωνιστές της γενιάς μου έκαναν τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο στον δικό μου θίασο: Βαλτινός, Σπύρος Παπαδόπουλος, Κυριακίδης.
Στο Βρετάνια είχα πολύ μεγάλες επιτυχίες. Τα χρόνια αυτά, που ήταν για μένα πολύ σημαδιακά, ήμουν με μια πολύ μεγάλη προσωπικότητα, τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος πάντα με έσπρωχνε να κάνω κάτι περισσότερο, πιο καλό, πιο ποιοτικό και πιο μεγάλο ‒ είναι πολύ σημαντικό να έχεις σύντροφο που θέλει να πηγαίνεις μπροστά. Ειδικά οι Έλληνες άντρες, τις πιο πολλές φορές, δεν θέλουν η γυναίκα τους να έχει τέτοια μεγάλη άνοδο.
Ο Αντώνης πάντα το ήθελε και ήταν και πολύ του καλλιτεχνικού. Δεν ήταν ένας πολιτικός σαν κι αυτούς που ξέρουμε, του συμφέροντος, καμία σχέση. Τότε δεινοπάθησα με την πολιτική του καριέρα, γιατί υπήρχαν τα σκάνδαλα. Έφυγε απ’ το ΠΑΣΟΚ και όποτε γινόταν κάτι, έρχονταν κι έσπαγαν τις βιτρίνες του Βρετάνια. Ήταν πολιτικός άτακτος, τον κυνηγούσαν οι παπάδες που ήθελε να πάρει την περιουσία της Εκκλησίας, τον είχαν αφορίσει, είχαν γίνει σημεία και τέρατα τότε. Δυστυχώς, εξακολουθούν να γίνονται σημεία και τέρατα στην Ελλάδα.
Όταν πέθανε ο Αντώνης, τόσο πρόωρα, τόσο νέος, λίγο πριν παντρευτούμε, σταμάτησα το θέατρο γιατί έπαθα κατάθλιψη. Δεν μπορούσα να πηγαίνω να παίζω κωμωδία, σταμάτησα για έναν χρόνο γιατί διαλύθηκε η ζωή μου τελείως. Είχα χωρίσει με δυσκολία από τον Γιάννη, που τον αγαπούσα πολύ, αλλά δεν ήταν τόσο συμβατοί οι χαρακτήρες μας, είχα βρει τον άντρα της ζωής μου, ήμουν έτοιμη να τον παντρευτώ, και όταν χάθηκε ο Αντώνης, έχασα όλη τη ζωή μου. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω στο θέατρο, είπα «θα κάνω κάτι πολύ μεγάλο για να έχω την πρόκληση: μπορεί να πετύχω πολύ ή να αποτύχω». Δεν είχε νόημα για μένα να κάνω μια κωμωδία στο Βρετάνια, όπου θα έβαζα ωραία ρούχα και θα έρχονταν 600 άτομα. Ήθελα να κάνω κάτι που να με προκαλεί πνευματικά.
Έτσι πήγα στο Ακροπόλ, που ανέβαζε μεγάλες επιθεωρήσεις, και έκανα την Άννα Καρένινα. Μετά έκανα τη Θεοδώρα για τρεις σεζόν και στη συνέχεια την Μπουμπουλίνα. Και τα τρία έργα στο Ακροπόλ ήταν για τότε ό,τι μεγαλύτερο είχε γίνει και σε παραγωγή αλλά και σε εισιτήρια. Η Θεοδώρα είχε κάνει σχεδόν τα ίδια εισιτήρια που έκανε η Σμύρνη τώρα. Ήταν μια τολμηρή κίνηση για τότε, που όμως μου βγήκε σε καλό. Είχα πάντα πολύ καλή σχέση με το κοινό, δεν νομίζω ότι είναι κάτι που εξηγείται. Μπορεί κάποιος να είναι μεγαλύτερος ηθοποιός, αλλά το γκελ με το κοινό είναι κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις.
Ο Έλληνας έχει ανάγκη από πρόσωπα σταθερά. Το έχει και στην πολιτική ανάγκη αυτό: αγαπούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με όλα του τα λάθη, τον Ανδρέα Παπανδρέου, που ήταν προσωπικότητες σταθερές. Το ίδιο και στο θέατρο, μπορεί να σε τιμωρήσει το κοινό αν κάνεις βλακεία, αλλά πρέπει να κάνεις πολύ μεγάλη βλακεία για να φύγει. Αν δει ότι του δίνεις έργα επί χρόνια με τα οποία επικοινωνεί, είναι εκεί, πιστό. Θέλει να έχει κάποια πρόσωπα συγκεκριμένα, κάποια πρότυπα που μένουν σταθερά, γιατί τίποτα δεν μένει σταθερό στην Ελλάδα, ούτε τα σύνορά της, οπότε θέλει να έχει κάποιους ανθρώπους τέτοιους.
Ο διχασμός είναι στο DNA μας, δυστυχώς. Το βλέπουμε σε όλη την Ιστορία μας. Για μένα, όλα τα κακά της σύγχρονης Ελλάδας προέρχονται από τον διχασμό του ’15-’16. Αν δεν είχε γίνει ο διχασμός τότε, δεν θα ήταν αυτή η συνέχεια της Ιστορίας. Το ότι δεν βγήκε ο Βενιζέλος, το ότι έφεραν πίσω το βασιλιά και κόπηκαν τα δάνεια, ενώ συνέχισε τον πόλεμο, το ότι δεν δεχτήκαμε τους πρόσφυγες σαν να είναι αδέρφια μας, αλλά πολεμήθηκαν πολύ από τους ντόπιους, το ότι έγινε το ’30 η Συνθήκη της Άγκυρας και ο Κεμάλ με την ανταλλαγή των πληθυσμών εξίσωσε τις αποζημιώσεις… για τους πρόσφυγες ήταν μια τεράστια αδικία. Έχω συναντήσει πάρα πολύ κόσμο που ήρθε στη Σμύρνη κι έλεγαν «εμείς είχαμε εκεί ένα εργοστάσιο και δύο σπίτια και τα πήρε ένας Τούρκος κι εμείς πήραμε έναν στάβλο στην Καισαριανή». Ήταν πολύ μεγάλη αδικία αυτό και ήταν φυσικό να οδηγήσει πολλούς προς τα αριστερά, αλλά και κάποιους προς τον φασισμό. Από κει ξεκίνησε το κακό, πιστεύω, δηλαδή, ότι εάν δεν είχε γίνει αυτός ο διχασμός, η ιστορία με τους πρόσφυγες, δεν θα καταλήγαμε τότε στον εμφύλιο.
Βλέπεις ότι οι περισσότερες προσφυγικές συνοικίες ακόμα στηρίζουν το ΚΚΕ. Για όλα υπάρχει μια εξήγηση. Γιατί η Ελλάδα την Ιστορία της την καλύπτει, την ωραιοποιεί ή τη διαστρεβλώνει, γι’ αυτό πιστεύω ότι έκανε εντύπωση το έργο της Σμύρνης που έγραψα, γιατί έδειχνε την αλήθεια. Ποτέ δεν λέμε ότι κόψαμε την είσοδο στους Μικρασιάτες με νόμο που έγινε έναν μήνα πριν. Δεν αναφέρονται τα λάθη που έκαναν οι πολιτικοί μετά, λέμε πόσο δημοκράτης ήταν ο Βενιζέλος, αλλά δεν αναφέρουμε το ιδιώνυμο, ότι ήταν ο πρώτος που έκανε τις εξορίες. Πρέπει να λέμε και το στραβό και το σωστό. Τα έχουμε καλύψει όλα κάτω από ένα χαλί. Το διάστημα του Μεσοπολέμου, επειδή γράφω γι’ αυτό τώρα, δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος πολιτικός πίστευε τι, είναι όπως και τώρα. Όλοι έχουν αντιθέσεις και λάθη και στιγμές περίεργες, αλλά, για να αλλάξουμε κάπως μυαλά, θα έπρεπε να ξέρουμε την Ιστορία όπως είναι.
Η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχει στα βιβλία, είναι σαν να μην υπήρξαν. Υπήρξαν όμως 500 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έφτιαξαν την πόλη, ήταν 85.000, όταν οι Έλληνες ήταν μόνο 10.000. Είμαι πολύ Ελληνίδα, πολύ πατριώτισσα, αλλά καθόλου του εθνικισμού. Έχουμε φτάσει στο σημείο να ντρεπόμαστε να λέμε «αγαπώ την πατρίδα μου» γιατί το κάνουν σημαία κάποια ακραία άτομα και όλοι οι άλλοι, με την ανύπαρκτη Ιστορία, λένε «εγώ είμαι Γάλλος», «είμαι Αυστριακός», κι εμείς «είμαστε εντάξει, να μην πούμε και πολλά, μη θυμώσουν οι γείτονες». Ας θυμώσουν, αυτή είναι η Ιστορία.
Μετά από μια μεγάλη περίοδο στα Ιλίσια, όπου έφυγα από τα ελληνικά θέματα κι έκανα μιούζικαλ ‒το Ο βασιλιάς κι εγώ, το Βίκτορ Βικτόρια, το Φάνι, κάποια έργα σύγχρονα‒, ξαναγύρισα σε αυτά που αγαπώ. Πήγα στο Κρατικό Θέατρο στην Κύπρο με την Ολυμπία Δουκάκη, τη σπουδαία αυτή ηθοποιό, και κάναμε ένα έργο γιατί ήθελα να καθαρίσει το μυαλό μου ως προς το τι ήθελα να κάνω. Και η Ολυμπία, που όλοι οι παππούδες της ήταν από το Αδραμύττιο κοντά στη Σμύρνη, όταν έσπασα το πόδι μου στην Κύπρο και καθόμουν στο κρεβάτι, μου είπε «τι διασκευάζεις και γράφεις, γράψε για τη Σμύρνη, κανένας δεν έχει γράψει γι’ αυτήν».
Και μου έφερε το πιο ενδιαφέρον βιβλίο που έχω διαβάσει για τη Σμύρνη, το οποίο δεν κυκλοφορεί πια, ένα βιβλίο του ’23 που το απαγόρευσαν οι Αμερικανοί μετά, γραμμένο από μια Αμερικανίδα γιατρό, τη Lester Landjoy, η οποία ήταν η μόνη που έμεινε μέχρι τις τελευταίες μέρες της Σμύρνης στο λιμάνι. Λέγεται Some Great Samaritans. Αυτή, λοιπόν, μαζί με τον Αsa Jennings, κάποιον απ’ τη ΧΑΝ, ήταν οι μόνοι Aμερικανοί που έμειναν μέχρι το τέλος, ακόμα και όταν έφυγε ο Χόρτον, ο πρόξενος, που ήταν διπλωμάτης και τον ανάγκασαν να φύγει. Η Lester βοήθαγε τις γυναίκες που γεννούσαν κι αυτούς που πέθαιναν, ήταν μια τρομερή γυναίκα, πολύ θαρραλέα, αν σκεφτείς ότι αυτά γίνονταν το ’22.
Αυτή, λοιπόν, είχε μια συγκλονιστική περιγραφή απ’ όπου ξεκίνησα το έργο, πώς τη νύχτα που πήγαιναν οι Τσέτες και βίαζαν και σκότωναν, στα πλοία των συμμάχων μας οι αξιωματικοί ντύνονταν με τα σμόκιν κι έβαζαν τις ορχήστρες να παίζουν δυνατά κομμάτια από όπερες και οπερέτες για να μην ακούν οι ναύτες τι γίνεται στο λιμάνι και αγριεύονται. Περιγράφει ανατριχιαστικά πώς πάνω στα αγγλικά και γαλλικά πλοία (όχι στα αμερικανικά) είχε δει πάρα πολλούς ναύτες από διάφορα κράτη που ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είχαν εντολές ότι έπρεπε να είναι ουδέτεροι. Κι έλεγε αυτή: «Μα, πώς έγιναν ουδέτεροι, όταν αυτοί έστειλαν τους Έλληνες στη Μικρασία;» ‒ ότι οι κυβερνήσεις αυτές ευθύνονται για τη σφαγή. Αυτό το κομμάτι, αυτή η περιγραφή, με έκανε να γράψω τη Σμύρνη. Είπα αυτό πρέπει να γίνει θέατρο, πρέπει να γίνει ταινία, πρέπει να το δει όλος ο κόσμος, γιατί ωραία τα έχουμε ρίξει όλα στον τουρκικό εθνικισμό.
Οι σύμμαχοι, όμως, που έστειλαν στον Βενιζέλο «πηγαίνετε αύριο στη Σμύρνη» τι ρόλο έπαιξαν; Πάρα πολύ άσχημο. Τα μελέτησα πάρα πολύ όλα αυτά, μελέτησα και Τούρκους ιστορικούς, και Άγγλους και Αμερικανούς, γιατί οι Αμερικανοί ήταν οι μόνοι που βοήθησαν στο τέλος. Όχι σε επίπεδο κυβέρνησης, γιατί η κυβέρνησή τους ήθελε να συμφιλιωθεί με τον Κεμάλ ‒ το έκαναν από μόνοι τους. Τον Αsa Jennings, που ήταν ένας μεγάλος ήρωας, τον έχουμε εξαφανίσει από την Ιστορία κι ας ήταν αυτός που έφερε πίσω τα ελληνικά πλοία. Τότε τον τίμησαν με πολλά παράσημα στην Ελλάδα και στην Αμερική, αλλά μετά θεωρήθηκε αφενός ρεζιλίκι για την ελληνική κυβέρνηση το ότι ένας Αμερικανός έφερε πίσω τα πλοία και αφετέρου ήταν και κακό για τους Αμερικανούς το ότι βοήθησαν τους Έλληνες, γιατί ήθελαν να συνεχίσουν να έχουν τα πετρέλαια.
Όσο σκάβεις το θέμα της Σμύρνης, τόσο βρίσκεις πράγματα πολιτικής και οικονομικής σκοπιμότητας, με τα οποία δεν είχαν σχέση οι Έλληνες. Εμείς ήμασταν αλλού γι’ αλλού, ήμασταν για τη Μεγάλη Ιδέα. Όπως λέει ένας ιστορικός Άγγλος, «οι Ευρωπαίοι ήθελαν να κάνουν πόλεμο με πληρεξούσιο». Να μη χαθεί καμιά ψυχή δική τους, αλλά να πάνε οι Έλληνες που είχαν τη Μεγάλη Ιδέα. Όπως κι έγινε.
Η ταινία βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας. Θα ξεκινήσει τον επόμενο Απρίλιο. Αν είναι να κάνεις μια τέτοια ταινία, πρέπει να την κάνεις καλά. Πήγα στην Αμερική, βρήκα αρκετή χρηματοδότηση από Ελληνοαμερικανούς και Αρμένηδες ‒όχι από το ελληνικό κράτος βέβαια‒, και από ιδιώτες εδώ. Έχουμε τελειώσει το σενάριο, το έχουμε γράψει με τον Σέρμαν ‒ ήθελα έναν πολύ πεπειραμένο σεναριογράφο γιατί χρειαζόμουν τη ματιά ενός ξένου, να μην είναι μόνο η δική μου.
Δουλέψαμε δύο χρόνια πάνω σε αυτό κι έχουμε κάποιους μεγάλους ηθοποιούς σαν την Βανέσα Ρεντγκρέιβ και την Ολυμπία Δουκάκη, αλλά και Τούρκους. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το ότι, όταν έστειλα το σενάριο στον Μπουράκ Χακί, που θέλω να παίξει τον Τούρκο που αγαπάει την ηρωίδα, μου έγραψε πως είναι πολύ αντικειμενικό αυτό που έχω γράψει, είναι αυτά που παραδέχονται κι εκείνοι πια ότι έγιναν, ενώ δεν έπρεπε, ότι είμαι πολύ αντικειμενική.
Έχω βάλει ότι φεύγοντας οι Έλληνες έκαψαν όλα τα χωριά. Ήταν εν καιρώ πολέμου, το ότι θα έκαιγαν και οι Έλληνες και οι Τούρκοι ήταν δεδομένο. Αυτό που συνέβη στη Σμύρνη όμως ήταν το ασυγχώρητο, το ότι αποκεφάλιζαν τα γυναικόπαιδα και στόλιζαν τον δρόμο με τα κεφάλια τους ήταν κάτι φρικτό, πέρα από τον πόλεμο.
Tο καλό πειραματικό είναι σε δέκα σκηνές. Από κει και πέρα, όποιος δεν έχει χρήματα για μια παραγωγή, βάζει μια κουρτίνα, παίρνει έναν ξάδερφό του και λέει «κάνω πειραματικό θέατρο». Αυτό δεν είναι πειραματικό θέατρο.
Τώρα ετοιμάζω τη συνέχεια της Σμύρνης. Είναι το πρώτο ελληνικό θεατρικό sequel, δεν έχει ξαναγίνει. Είναι η ζωή των προσφύγων από τη στιγμή που γίνεται η ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι ίδια η οικογένεια με της Σμύρνης, εγώ με την κόρη μου, τον γιο μου και την υπηρετριούλα που είχε σωθεί πάμε στη Θεσσαλονίκη, σε σπίτι μουσουλμάνων, που φεύγουν όμως με αγκαλιές και φιλιά και με τα πράγματά τους, δεν φεύγουν όπως φύγαμε εμείς από τη Σμύρνη. Διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, γιατί ποτέ δεν έχει γραφτεί έργο γι’ αυτή την πόλη που τότε ήταν πολυπολιτισμική.
Από τη μια Πόντιοι, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, οι Εβραίοι, μια ακμάζουσα κοινωνία μορφωμένη και πλούσια, και από την άλλη οι ρημαγμένοι ντόπιοι από την πυρκαγιά που είχε κάψει όλο το κέντρο το ’17. Οπότε, είναι μια συγκρουσιακή πόλη και εποχή, γιατί οι ντόπιοι δεν ήθελαν τους πρόσφυγες, οι πρόσφυγες δεν ήθελαν τους Εβραίους, τα μεροκάματα όλο και μειώνονταν, κανείς δεν ήθελε κανέναν. Είναι ένας παραλληλισμός με τη Σμύρνη και βλέπεις τους πρόσφυγες πώς από κουρελήδες που μένουν στο χώμα φτιάχνονται, η μία κάνοντας κουλουράκια σμυρναίικα, ο άλλος ως καπνεργάτης, η άλλη ως μοδίστρα.
Παράλληλα, οι Εβραίοι, που ξεκινάνε με μια υπεροψία, έναν σνομπισμό, με τα γαλλικά τους και με τα λαντίνο, ενώ ο ναζισμός άρχισε σιγά-σιγά να εξαπλώνεται κι έφτασε τελικά το μικρόβιο του φασισμού και στη Θεσσαλονίκη, έλεγαν, όπως οι Σμυρνιοί, «έλα μωρέ, αυτά γίνονται στη Γερμανία, γιατί να φύγουμε;». Φτάνω μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το έργο λέγεται Από Σμύρνη-Σαλονίκη.
Πιστεύω στο μικρό και στο πειραματικό θέατρο. Μην ξεχνάς ότι εγώ δημιούργησα το Ιλίσια-Βολανάκης κι έκανα μεγάλη σειρά παραστάσεων εκεί, απ’ όπου πέρασαν ο Μαρκουλάκης, ο Λιγνάδης, ο Ψαρράς, ο Άλκης Κούρκουλος. Αυτά ήταν επιλογές, παραγωγές και μεταφράσεις δικές μου.
Στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλό θέατρο, το πιστεύω απόλυτα, από τα καλύτερα στην Ευρώπη. Το αγγλικό είναι αξεπέραστο, αλλά από τις άλλες χώρες έχουμε το καλύτερο. Δεν το συγκρίνω καν με το γαλλικό, όπου παίζουν ακόμα σαν να είμαστε στο 1821. Όμως, το καλό πειραματικό είναι σε δέκα σκηνές. Από κει και πέρα, όποιος δεν έχει χρήματα για μια παραγωγή, βάζει μια κουρτίνα, παίρνει έναν ξάδερφό του και λέει «κάνω πειραματικό θέατρο». Αυτό δεν είναι πειραματικό θέατρο. Ανοίγει δρόμους, βρίσκει καινούργιες φόρμες, πιστεύω, βέβαια, σε αυτό, αλλά όχι έτσι όπως έχει γίνει.
Στην Ελλάδα έχει γίνει κι άλλο ένα μεγάλο κακό, έχει χαθεί το καλό mainstream θέατρο, εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω. Την εποχή που βγήκα, τη δεκαετία του ’80, το mainstream θέατρο δεν ήταν καρκατσουλέ και κιτς, όπως τώρα. Ήταν ο Κούρκουλος, η Καρέζη με τον Καζάκο, η Μελίνα, εγώ με τον Φέρτη, η Αλίκη με διάφορους παρτενέρ, το Εθνικό, το Τέχνης, που έπαιζε το Αμαντέους, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Φιλουμένα Μαρτουράνο. Μετά πήραν όλους τους ηθοποιούς από την τηλεόραση και τους έκαναν θιασάρχες, κι έγινε το καρακιτσαριό στα μεγάλα έργα. Άντε να ξεχωρίσουν δύο τρία, όλοι οι υπόλοιποι υποτίθεται ότι είναι στο πειραματικό.
Αν η χώρα δεν έχει καλό mainstream θέατρο, που είναι τα μεγάλα κλασικά έργα ή τα έργα που αφορούν τη χώρα, όπως τα δικά μου, δεν μπορεί να έχει ούτε καλό πειραματικό. Ο κάθε άσχετος βγαίνει και λέει «α, εγώ κάνω πειραματικό θέατρο, δεν κάνω παραγωγάρα σαν της Ντενίση». Για κάν’ την, μάγκα μου, αυτή την παραγωγάρα να σε δω, γιατί η παραγωγή σκέτη δεν έχει νόημα, αν είναι καρακίτς και δεν λέει τίποτα. Δεν με ενδιαφέρει. Ούτε είναι η εποχή να κάνεις μπουλβάρ και μιούζικαλ με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας. Δεν τα υποτιμώ, τα έχω κάνει κι εγώ επανειλημμένως, αλλά δεν είναι η εποχή, είναι αλλού το μυαλό του κόσμου. Άρα, αν κάνεις μεγάλη παραγωγή και μπουν πολλά λεφτά, δώσ’ τα για κάτι που ο κόσμος θα το συζητήσει. Με αυτή την έννοια, γιατί είναι πειραματικό ένα πειραγμένο έργο του Φεντό και δεν είναι πειραματικό το ότι κάνω εγώ τη Σμύρνη με 3D; Που καταργώ τα σκηνικά και με τα 3D νομίζεις ότι βλέπεις τη Σμύρνη.
Οι άνθρωποι που αποκτούν μεγάλη αναγνωρισιμότητα και μεγάλη προβολή εκνευρίζουν κάποιους επειδή τους θεωρούν φελλούς. Το έχουμε πολύ στην Ελλάδα να γράφουμε και να μιλάμε για κάτι που δεν ξέρουμε, που δεν το έχουμε δει. Το βασικό για μένα είναι, όταν το δεις, να έχεις την ειλικρίνεια να το αναιρέσεις. Και νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει σταματήσει και το παραμικρό που λεγόταν για μένα. Πήρε χρόνια για να γίνει. Και στενοχωρήθηκα και νευρίασα και πληγώθηκα με όσα άκουσα, αλλά, γενικά, δεν είμαι ο άνθρωπος που τον επηρεάζουν όσα ακούγονται τριγύρω.
Ίσως για ένα δευτερόλεπτο, γιατί αναρωτιέμαι «γιατί το έγραψε ή το είπε αυτό;». Είμαι του παρακάτω. Η δουλειά τα αποδεικνύει όλα. Έρχεται κάποια στιγμή που όλοι κρινόμαστε από το έργο μας, για μένα αυτό έχει σημασία.
Είμαστε πιο κατεστραμμένοι τώρα από ό,τι ήμασταν τη δεκαετία του ’80. Σίγουρα η δεκαετία του ’80 μας φαίνεται κιτς τώρα ‒βλέπω φωτογραφίες μου με φουντωτά μαύρα μαλλιά και τη Βίσση δίπλα μου με κατσαρό μαλλί, με κοσμήματα και βάτες και λέω «πώς ήμασταν έτσι!»‒, αλλά έπεσε πολύ χρήμα τότε στην Ελλάδα κι έγιναν πάρα πολλά λάθη, από κει ξεκίνησε το κακό. Βέβαια, τότε ήμουν πολύ νέα για να κάνω τέτοιες σκέψεις, ήμουν στο ξεκίνημα, στην επιτυχία και στον έρωτά μου με τον Αντώνη, δεν εμβάθυνα τόσο στα πράγματα. Μετά τα σκέφτηκα όλα αυτά που γίνονταν.
Όμως, και πάλι, επειδή είχα την τύχη να είμαι με τον Αντώνη που αντιδρούσε σε όλα αυτά, που έφυγε όταν γίναν τα σκάνδαλα από το ΠΑΣΟΚ, που αισθανόταν ότι προδόθηκαν αυτά που πίστευε, βρισκόμουν κοντά στα γεγονότα από μια πολύ καλή πλευρά. Πιστεύω όμως ότι τότε ξεκίνησε το κακό, ο νεοπλουτισμός. Επειδή είχα ζήσει και το κολέγιο, τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές του ’90 υπήρχε ακόμα μια αστική κοινωνία με τη σωστή έννοια του όρου. Όταν λέω ότι κάποιος είναι αστός στην Ελλάδα, ότι είμαι αστή, δεν εννοώ τον πλούσιο, εννοώ αυτόν που επί κάποιες γενιές υπάρχει καλλιέργεια στην οικογένειά του. Αυτός είναι ο αστός ο Έλληνας, εμείς δεν είμαστε ούτε μαρκήσιοι ούτε βαρόνοι, δεν έχουμε τέτοια αστική κοινωνία, αλλά επειδή η γιαγιά μου είχε πάει στο πανεπιστήμιο εγώ είμαι αστή.
Έζησα σε περιβάλλον τέτοιο. Και το κολέγιο που θυμάμαι δεν είχε καμία σχέση με νεοπλουτισμό, ήταν όλοι από καλές οικογένειες μετρημένες, κανένας δεν έκανε επίδειξη σε κανέναν, όλοι φοράγαμε μια γκρι φούστα με ένα μπλε πουλόβερ. Όσο «μεγάλες» οικογένειες και να ήταν, δεν μίλαγαν ποτέ για το τι λεφτά είχαν και τι αγόραζαν. Από το τέλος του ’80 και μετά άρχισε αυτή η νέα τάξη, οι νεόπλουτοι, που συζητούσαν τι σκάφος πήραν, πόσες φορές πήγαν στη Μύκονο, αυτή η σάχλα που τη βοήθησε και ο Τύπος της εποχής. Γιατί ξαφνικά έμπαινε εξώφυλλο μια κυρία γι’ αυτά που είχε, ενώ μέχρι τότε έμπαινες γι’ αυτό που ήσουν. Παντρευόσουν κάποιον πλούσιο, είχες πέντε εκατομμύρια στην τράπεζα κι ήσουν στο εξώφυλλο. Το κακό συνέχισε τη δεκαετία του ’90.
Είμαστε εντελώς ανιστόρητοι ως λαός, αλλά ηθελημένα, από την πολιτεία. Τον κόσμο τον βλέπω να έχει όρεξη να μάθει, και τον πιο απλό χωρικό, αλλιώς ποιοι είναι αυτοί οι τόσες εκατοντάδες χιλιάδες που έρχονται να δουν τα ιστορικά έργα, από άλλη χώρα έχουν έρθει; Πιο αδιάφορος είναι ο νεόπλουτος και ο κοσμικός της Αθήνας. Μου λένε ότι ο κόσμος θέλει μόνο κάτι ελαφρύ, αλλά όλοι αυτοί που έρχονταν με το σκουλαρίκι, οι παππούδες και οι μεσήλικες, διψάνε για Ιστορία και αλήθεια.
Αν εγώ, που είμαι δημοφιλής και θα έρθει έτσι κι αλλιώς να με δει ένα κομμάτι του κοινού, ό,τι και να κάνω, δεν παρουσιάσω κάτι σημαντικό, τι θα έχω προσφέρει μετά από σαράντα χρόνια θέατρο σε αυτόν τον κόσμο που με έχει τιμήσει και μου έχει φτιάξει όλη τη ζωή; Σημασία έχει και πώς το εκλαμβάνεις κι εσύ ο ίδιος. Αλλιώς σκέφτεσαι όταν είσαι 25 και 30 και αλλιώς όταν έχεις πάρει τόσα. Ξέρεις, είναι και το τι προβάλλει ο Τύπος. Με τη Βανέσα (σ.σ. Ρέντγκρεϊβ) έχουμε συνεργαστεί πάρα πολύ για το θέμα των προσφύγων. Ήρθε εδώ, κάναμε το ντοκιμαντέρ της, πήγαμε στο Praxis για τα ασυνόδευτα παιδιά, πήγαμε σε άλλους οργανισμούς, μετά συνεχίσαμε στις Βρυξέλλες, κλείσαμε ραντεβού με τους διάφορους υπεύθυνους, να μιλήσουμε για τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα, και έπειτα πήγα στη Μόρια και στο Καρά Τεπέ για μία εβδομάδα, όχι μόνο για την ταινία μου, που την ξεκινάω από κει, αλλά γιατί ήθελα να δω μόνη μου αν όντως οι συνθήκες είναι τόσο κακές.
Όταν γύρισα από κει που δεν έχει πάει κανένας Έλληνας ηθοποιός, μόνο ξένοι, από τα πέρατα της Γης, αυτό έπαιξε στις ειδήσεις ένα λεπτό. Το ότι άλλαξα χρώμα στα μαλλιά μου ή ότι πήγα στην τάδε πρεμιέρα μπορεί να παίζει μία εβδομάδα. Ολόκληρα πάνελ σχολιάζουν αν μου πάνε τα μαλλιά πιο ξανθά. Τους παρακάλεσα να κάνουν ένα ρεπορτάζ για τη Μόρια ‒εκεί που έπρεπε να μένουν 2.500 μένουν 12.500 άνθρωποι και δεν μπορούν να ανάψουν σόμπα στη σκηνή γιατί θα καούν‒ και δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Δεν πουλάει αυτό.
Έχω πάρει τον τίτλο της Λεγεώνας της Τιμής για το έργο μου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Γαλλίας, το αντίστοιχο του τίτλου της lady ή του sir στην Αγγλία, και ζήτημα να γράφτηκαν γι’ αυτό πέντε σειρές. Το αν συναντήθηκα με τον πρώην άντρα μου και φιληθήκαμε είναι θέμα για εξώφυλλο, όμως. Αυτό εμένα με εξοργίζει. Είδα πρόσφατα στην Αμερική αφιερώματα επί αφιερωμάτων για την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ που πήρε το ίδιο βραβείο για το σύνολο της καριέρας της. Κι εγώ το πήρα για το σύνολο της καριέρας μου και για τις πάμπολλες γαλλικές μεταφράσεις που έχω κάνει, που είναι πάνω από 40, και μου έστελναν μήνυμα «ποιον ήξερες στη Γαλλία;».
Συγχωρώ, αλλά δεν ξεχνάω. Συγχωρώ γιατί το να κρατάς μέσα σου πράγματα μόνο κακό σου κάνει, σου δημιουργεί πικρία, προβλήματα ψυχολογικά, που δεν τα θέλω. Δεν ξεχνάω όμως. Το να συγχωρήσω κάποιον που μου έχει κάνει κακό δεν σημαίνει ότι θα τον κάνω φίλο μου κι επειδή εύκολα θα είμαι ευγενική μαζί του, δεν πρέπει θεωρεί ότι θα συνεργαστούμε κιόλας. Όχι, μέχρι εκεί.
Βλέπω ότι δεν υπάρχει καμία ιδεολογία. Δεν υπάρχει Έλληνας αυτήν τη στιγμή, εκτός κι αν είναι πολύ συμφεροντολόγος ή ρουσφετολόγος, που να μην είναι απογοητευμένος. Πες μου, τι πολιτικοί είναι αυτοί που πάνε με άνεση σε οποιοδήποτε κόμμα τους πάρει; Επί χρόνια βρίζαμε όποιον έφευγε από ένα κόμμα και πήγαινε σε ένα άλλο, του Μητσοτάκη του έμεινε το «αποστάτης» επί χρόνια. Εδώ με τεράστια άνεση κάποιος που έχει καταβρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει πει ότι είναι η χειρότερη κυβέρνηση, ότι διαφωνεί με τη «Μακεδονία», με όλα, σε δύο μέρες αλλάζει κόμμα και γίνεται υπουργός. Τρελαίνομαι! Καλά, δεν ντρέπονται καθόλου; Γι’ αυτό δεν θα ήθελα να ανακατευτώ με την πολιτική, ειδικά τέτοια εποχή. Κάθε τόσο υπάρχουν συμμαχίες που ξέρεις ότι μόλις διαλυθούν θα βγει οχετός. Φαίνεται η συμφεροντολογία, μας τη δείχνουν κατάμουτρα. Νιώθω μεγάλη απογοήτευση. Προτιμώ να ασχολούμαι με το θέατρο, να κάνω πολιτική με τα έργα μου.
Η ζωή με έχει μάθει να έχω υπομονή και ψυχραιμία και πάθος γι’ αυτά που κάνω. Να κάνω μικρά πράγματα και να μη θωρώ ότι είναι σπουδαία η διασημότητα, η δόξα ή η φήμη. Με την ωριμότητα και τα χρόνια έχω βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι το παιδί μου είναι πιο σπουδαίο από οποιαδήποτε θεατρική επιτυχία.
Πηγή: M. HULOT / lifo.gr