Διαφημιστείτε εδώ

Τα καταφύγια της Αθήνας 1936-40

Το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» του Ι. Μεταξά, που κατέλαβε την εξουσία το 1936, είχε την αίσθηση ότι ένας γενικευμένος πόλεμος στην Ευρώπη αποτελούσε σοβαρό ενδεχόμενο. Παράλληλα, αντιλαμβανόταν ότι το πολεμικό αεροπλάνο θα ήταν το μέσο που θα κυριαρχούσε στα μελλοντικά πεδία των μαχών και ότι οι βομβαρδισμοί του αστικού ιστού (με υπολογίσιμες απώλειες σε αμάχους) ήταν κάτι το ιδιαίτερα πιθανό (Εθνική Ένωσις Αεροχημικής Προστασίας 1936).


Υπό αυτόν τον κίνδυνο, το καθεστώς Μεταξά προχώρησε στην εκπόνηση και υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος Πολιτικής Προστασίας (Βλάσσης 2013). Κύρια συνιστώσα αυτού του προγράμματος, ήταν η κατασκευή όσο το δυνατόν περισσότερων υπόγειων αντιαεροπορικών καταφυγίων. Η φύση αλλά και το μέγεθος των καταφυγίων, διέφερε κατά περίπτωση: από απλές στοές μερικών μέτρων ή θαλάμους λίγων τετραγωνικών, μέχρι οργανωμένα καταφύγια εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, με χώρους υγιεινής, δεξαμενές νερού, με πλήθος θαλάμων και βοηθητικούς χώρους (Κυρίμης 2017).


Εικόνα 1: Υποδειγματικό καταφύγιο με χώρο υγιεινής και αυτόνομη υδατοδεξαμενή

Η υποχρεωτική κατασκευή καταφυγίων θεσμοθετήθηκε με Αναγκαστικούς Νόμους  (Πετράκη 2014) σε δημόσιους χώρους και νευραλγικές υποδομές (κυβερνητικά κτήρια, λιμάνια, σταθμούς, βιομηχανίες, διυλιστήρια και αλλού).


Εικόνα 2: Κάτοψη καταφυγίου σε διυλιστήριο

Παράλληλα, επιβλήθηκε η κατασκευή καταφυγίου, σε κάθε νεοανεγειρόμενη οικοδομή, τριών ορόφων και άνω (του ισογείου συμπεριλαμβανομένου). Ουσιαστικά, η υποβολή σχεδίου καταφυγίου στην Αεράμυνα και η έγκρισή του, αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικής άδειας οποιουδήποτε κτηρίου (ΓΕΣ/ΔΙΣ Φάκελος 766/Β/11).


Εικόνα 3: Καταφύγιο σε πολυκατοικία στο Κολωνάκι

Παρά την παραπάνω δέσμη μέτρων, τα καταφύγια που κατασκευάστηκαν δεν επαρκούσαν για την προστασία του συνόλου των κατοίκων της Αττικής. Έτσι, πολλοί υφιστάμενοι χώροι (υπόγεια κτηρίων, μεταλλευτικές στοές, σπηλαιώματα, αρχαία λατομεία, κ.α.) ενισχύθηκαν δομικά και διασκευάστηκαν σε καταφύγια.


Εικόνα 4: Λαξευμένη στοά σε βράχο που χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο

Σύμφωνα με τον Στρατάρχη Παπάγο, κατά την περίοδο 1936-40, κατασκευάστηκαν στην Αττική 400 δημόσια καταφύγια, ικανά να προστατεύσουν σχεδόν 40.000 άτομα (Παπάγος 1997). Παράλληλα, κατασκευάστηκαν τουλάχιστον 5.000 ιδιωτικά καταφύγια, προστατεύοντας αρκετές δεκάδες χιλιάδες πολιτών. Με μια μικρή δόση υπερβολής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι την υπο εξέταση περίοδο, κατασκευάστηκε «μια πόλη κάτω από την πόλη».


Εικόνα 5: Μισοπλημυρισμένο καταφύγιο κάτω από εργοστάσιο

Από κατασκευαστικής πλευράς, τα καταφύγια διέπονταν από ένα ιδιαίτερα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο («Τεχνικαί Οδηγίαι δια την μελέτην…» 1941). Ο αρμόδιος κρατικός φορέας ήταν η Α.Δ.Α.Α. (Ανωτάτη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Αμύνης) η οποία στελεχωνόταν τόσο από στρατιωτικό (κατά κύριο λόγο αξιωματικούς του Μηχανικού) όσο και από πολιτικό προσωπικό (καθηγητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και Πολιτικούς Μηχανικούς). Οι κανονισμοί (και οι συχνές αναθεωρήσεις τους) αφορούσαν όλες τις πτυχές ενός καταφυγίου: το πάχος των τοιχωμάτων, τα δομικά υλικά, τις διαστάσεις, τη φύση των επιμέρους χώρων, τη διαρρύθμιση, κ.ά.


Εικόνα 6: Υπόγεια στοά καταφυγίου

Κάθε καταφύγιο έπρεπε υποχρεωτικά να διαθέτει έξοδο κινδύνου σε εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά από την κύρια είσοδο. Μέσω της εξόδου κινδύνου –και συνήθως ανοίγοντας μια μεταλλική καταπακτή στην οροφή– ήταν δυνατή η ασφαλής διαφυγή προς τον πλησιέστερο εξωτερικό χώρο.


Εικόνα 7: Τυπική έξοδος κινδύνου σε καταφύγιο

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των καταφυγίων της εποχής ήταν οι βαριές θωρακισμένες πόρτες, οι οποίες σφράγιζαν το καταφύγιο αεροστεγώς και υδατοστεγώς. Όπως για το ίδιο το καταφύγιο, έτσι και για τις πόρτες του, υπήρχε ένα αυστηρό πλαίσιο προδιαγραφών (διαστάσεις θυρών, πυκνότητες μετάλλων, κ.ά.). Αυτό το πλαίσιο οριζόταν από την Επιτροπή Ελέγχου Διαφραγμάτων Καταφυγίων (ΕΕΔΚ) και αποτελούσε ουσιαστικά απόδοση στα ελληνικά των αντίστοιχων γερμανικών προδιαγραφών.


Εικόνα 8: Θωρακισμένη πόρτα βαρέως τύπου

To πρόβλημα με την αυστηρότητα των προδιαγραφών αυτών ήταν ότι μέχρι το 1938 δεν υπήρχε στην Ελλάδα κάποια βιομηχανία ή βιοτεχνία ικανή να παράξει θωρακισμένες πόρτες τόσο υψηλών προδιαγραφών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή θυρών από τη Γερμανία. Η πρακτική αυτή, οδήγησε στο ιστορικό οξύμωρο η χώρα που προμήθευε την Ελλάδα με μέσα προστασίας, να της επιτεθεί λίγα χρόνια αργότερα.


Εικόνα 9: Θωρακισμένη πόρτα γερμανικής κατασκευής, σε καταφύγιο στο Σύνταγμα

Μέσα σε ένα καταφύγιο, κάθε άτομο προβλεπόταν να διαθέτει εμβαδόν 0,8 τετραγωνικών μέτρων και όγκο 3 κυβικών μέτρων. Αυτός ο χώρος/όγκος επέτρεπε τη διαμονή στο καταφύγιο για 3 ώρες, υπό την προϋπόθεση πλήρους ακινησίας. Σε περίπτωση που σε ένα καταφύγιο χρειαζόταν η εκτέλεση εργασίας, ή ο χώρος δεν επαρκούσε για όλους, ήταν επιτακτική η ύπαρξη εγκατάστασης μηχανικού εξαερισμού.


Εικόνα 10: Κατάβαση στη σκοτεινή στοά ενός καταφυγίου του 1938

Η είσοδος σε ένα καταφύγιο ήταν σύνθετη διαδικασία: όλοι έμπαιναν αρχικά στον προθάλαμο (στον «αεριοφράκτη» , όπως αποκαλείτο επισήμως). Από εκεί, οι υγιείς μπορούσαν να περάσουν απευθείας σε έναν από τους κεντρικούς θαλάμους. Αντιθέτως, οι «αεριόπληκτοι» (δηλαδή όσοι είχαν τυχόν προσβληθεί από χημικά αέρια) έπρεπε πρώτα να περάσουν από ειδικό θάλαμο απολύμανσης πριν τους επιτραπεί η είσοδος στα ενδότερα του καταφυγίου.


Εικόνα 11: Η κεντρική στοά ενός καταφυγίου σε παραγωγική μονάδα της Ηλεκτρικής Εταιρίας

Το ισχυρότερο καταφύγιο σε όλη την Αθήνα ήταν αυτό του «Μεγάρου Μετοχικού Ταμείου Στρατού» (όπου τώρα στεγάζεται το πολυκατάστημα Attica). Ενώ οι υφιστάμενες προδιαγραφές όριζαν τα 30 εκατοστά οπλισμένου σκυροδέματος, ως ικανοποιητικό πάχος για τα τοιχώματα, το καταφύγιο του ΜΤΣ είχε τοιχώματα πάχους 1 μέτρου. Αυτό δεν διέφυγε της προσοχής των στρατιωτικών υπηρεσιών, οι οποίες επέταξαν μέρος του καταφυγίου, προκειμένου να στεγάσουν κρίσιμες υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας.

Ένα άλλο εμβληματικό καταφύγιο της περιόδου ήταν αυτό που βρισκόταν στον λόφο του Αρδηττού. Το ωφέλιμο εμβαδόν του ήταν περίπου 500 τετραγωνικά μέτρα και διέθετε τον μεγαλύτερο κεντρικό θάλαμο σε όλη την Αττική (5 Χ 35 μέτρα, με ύψος 5 μέτρα). Μπορούσε να στεγάσει περί τα 1.300 άτομα.


Εικόνα 12: Στοά στο καταφύγιο του Αρδηττού

Με το ημερολόγιο να πλησιάζει το 1940, οι πολεμικές προετοιμασίες εξαντλούσαν τις πρώτες ύλες και ειδικά το σίδερο. Ως αποτέλεσμα αυτών των ελλείψεων, πολλά καταφύγια ενισχύθηκαν δομικά με διάφορες «ευρεσιτεχνίες». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα καταφύγια σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, τα οποία ενισχύθηκαν με παλιές ράγες από σιδηροτροχιές.


Εικόνα 13 : Είσοδος καταφυγίου, ενισχυμένη δομικά (μεταξύ άλλων) και με παλιές σιδηροτροχιές

Όμως, καμία υποδομή δεν επαρκεί δίχως την εντατική εκπαίδευση εκείνων που θα τη χρησιμοποιήσουν. Το καθεστώς Μεταξά έλαβε μέτρα για τη διαφώτιση και την εκπαίδευση του αστικού πληθυσμού σε θέματα αεράμυνας (Αντωνόπουλος 1940). Σημαίνοντα έπαιξε η ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), με τα μέλη της να λαμβάνουν τακτικά σχετική εκπαίδευση (Μάνθος 1941) και να στελεχώνουν τις δομές αεράμυνες (ομάδες πυρόσβεσης, αποκομιδής ερειπίων, μεταφοράς τραυματιών, κλπ). Επίσης, αναλάμβαναν να μοιράζουν ενημερωτικό υλικό επί θεμάτων αεράμυνας στον ευρύτερο πληθυσμό


Εικόνα 14: Χώρος διαφυγής καταφυγίου. Η 7μετρη σιδερένια κλίμακα οδηγεί κάτω από το πεζοδρόμιο της οδού Καραγεώργη Σερβίας

Παράλληλα, θεσμοθετήθηκε η ιδέα της «Κοινότητας Αεράμυνας» (Αγγελέας 1940) η οποία απαρτιζόταν από όλα τα άτομα τα οποία θα κατέφευγαν σε ένα συγκεκριμένο καταφύγιο σε περίπτωση ανάγκης. Συνεπώς, μια «Κοινότητα Αεράμυνας» μπορούσε να ταυτίζεται με μια οικογένεια (περίπτωση ιδιωτικού καταφυγίου), με τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας (καταφύγιο πολυκατοικίας), με τους διαμένοντες σε μια γειτονιά (δημόσιο καταφύγιο) ή με το σύνολο των εργαζομένων σε έναν χώρο (καταφύγιο σε εργοστάσιο). Ο αρχηγός κάθε κοινότητας αεράμυνας, καλείτο «οικοφύλαξ».

Οι οικοφύλακες έπρεπε να διαθέτουν μια σειρά από αρετές όπως θάρρος, καλή φυσική κατάσταση, μόρφωση, ψυχραιμία και κύρος. Για την επικύρωση του τίτλου του οικοφύλακα, ήταν υποχρεωτική η φοίτηση σε ειδικό κρατικό «σχολείο οικοφυλάκων» διάρκειας 1-4 εβδομάδων (ανάλογα με το μέγεθος της εκάστοτε Κοινότητας Αεράμυνας). Κατά την ειρηνική περίοδο, ο οικοφύλακας φρόντιζε να μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις του στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και να διατηρεί το καταφύγιο σε καλή κατάσταση. Σε περίπτωση ασκήσεων ή πολέμου, φρόντιζε για το άνοιγμα του καταφυγίου, την προστασία της κοινότητας και την τήρηση των προβλεπόμενων κανονισμών. Ο οικοφύλακας αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Κοινότητας Αεράμυνας και της επίσημης κρατικής Αεράμυνας.

Σε κάθε Κοινότητα Αεράμυνας υπήρχε τουλάχιστον ένας αναπληρωτής οικοφύλακας. Επίσης, για τον συγκεκριμένο ρόλο επιλέγονταν αυστηρά άνδρες μη-στρατεύσιμης ηλικίας (17-19 ή 45 και άνω) ώστε ακόμα και σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης, η κοινότητα να μη στερηθεί τον φυσικό της «αρχηγό». Ο οικοφύλακας συνεπικουρείτο στα καθήκοντά του από τον «οικοπυροσβέστη» και την «οικονοσοκόμα», αμφότεροι με διακριτά καθήκοντα (Γαλανάκης 1940).


Εικόνα 15: Στοά σε καταφύγιο κοντά στον Βασιλικό Κήπο

Στις μέρες μας, όλη αυτή η «στρατικοποίηση» του απλού πληθυσμού φαντάζει ίσως τρομακτική. Το ενδεχόμενο τακτικών ασκήσεων μέσα σε υπόγειους χώρους και σκοτεινές στοές σίγουρα δημιουργεί ανησυχία. Εντούτοις, για τους Αθηναίους της εποχής εκείνης, τα καταφύγια ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους («Οικογενειακή Αεράμυνα (οδηγίαι δια τους κατοίκους)» 1938).

Στάθηκαν δε ευκαιρία για κοινωνική ζύμωση: άνθρωποι που μέχρι πρότινος δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, καλούνταν να συνεργαστούν στο πλαίσιο μιας άσκησης αεράμυνας, ή να επιβιώσουν από κοινού σε έναν υπόγειο χώρο, υπό συνθήκες αεροπορικού βομβαρδισμού.

Η εξοικείωση των Αθηναίων με τα καταφύγια, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Κώστας Βάρναλης (1941) τους αποκαλούσε «καταφυγιώτες» και έγραφε χαρακτηριστικά : «Τα καταφύγια –όσο κι αν είναι υπόγεια σκοτεινά και πολλές φορές υγρά– αποτελούν «τόπον αναψυχής»! Μέσα εκεί θα βρει κανείς, πολλούς αγνώστους, αλλά και γνωστούς. Mπαίνουν ήσυχα-ήσυχα σαν στο σπίτι τους και κάθονται. Οι περισσότεροι βγάζουν την εφημερίδα τους και βυθίζονται στο διάβασμά της, για να περνά η ώρα. Μερικές κυρίες ή κορίτσια, βγάζουν από την σάκα τους μια φανέλα και πλέκουν ή διαβάζουν κανένα μυθιστόρημα. Κι όταν η σειρήνα βαρέσει διάλυση, κανένας δε βιάζεται να βγει έξω. Αργοκίνητο ποτάμι ο κόσμος όλων των ηλικιών, προχωρούνε προς την έξοδο αργά κι επίσημα, σαν άνθρωποι που βγαίνουν από το σπίτι τους. Γιατί όλοι οι “καταφυγιώτες” έχουνε το συναίσθημα πως το καταφύγιο είναι σπίτι τους».


Εικόνα 16: Θάλαμος σε καταφύγιο πολυκατοικίας

Με την έναρξη της Κατοχής, πολλά καταφύγια επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκαν ως κρατητήρια. Χώροι που προορίζονταν για τη σωτηρία των Ελλήνων, κατέληξαν κολαστήριά τους. Τα κτήρια επί των οδών Κοραή 4 και Ζαλοκώστα 7, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Η Κατοχή δεν σηματοδότησε όμως το τέλος της χρήσης των καταφυγίων. Αυτοί οι χώροι έμελε να προστατεύσουν ξανά τους πολίτες της Αττικής. Στον βομβαρδισμό του Πειραιά (11/1/1944) από τη Συμμαχική αεροπορία, οι πολίτες κατέφυγαν και πάλι στα καταφύγια (που είχαν εγκαταλείψει από το 1941) για να σωθούν.

Τέλος, λίγο πριν το 1945 τα καταφύγια προστάτευσαν τους Αθηναίους για τελευταία φορά. Το ξέσπασμα των «Δεκεμβριανών» το 1944 ανάγκασε πολλούς Αθηναίους να ζητήσουν προστασία στους γνώριμους χώρους των καταφυγίων.


Εικόνα 17: Σε αναζήτηση προστασίας αρκετά μέτρα κάτω από τη γη

Μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, η χρησιμότητα των καταφυγίων μειώθηκε αισθητά και λίγες δεκαετίες αργότερα μηδενίστηκε, δεδομένου ότι οι εξελίξεις στην πολεμική βιομηχανία τα είχε καταστήσει παρωχημένα ως μέσα προστασίας. Στη δίνη όλων αυτών των εξελίξεων τα περισσότερα καταφύγια μπαζώθηκαν, έγιναν αποθήκες ή εξαφανίστηκαν κάτω από τη μεταγενέστερη δόμηση. Στις μέρες μας, όσα έχουν απομείνει βρίσκονται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας. Αμέριμνοι περνάμε από πάνω τους βιαστικά αγνοώντας την ύπαρξή τους, αλλά και την ιστορία που τα περιβάλει. Κρύβουν το ιστορικό τους αποτύπωμα διακριτικά και φανερώνουν τα σημάδια ύπαρξής τους μόνο στους «μυημένους» παρατηρητές.


Εικόνα 18: Ένα φαινομενικά αθώο καπάκι στο πεζοδρόμιο αποτελεί την έξοδο κινδύνου ενός παλιού καταφυγίου

Παρά τη σταδιακή εξαφάνισή τους, τα καταφύγια κατάφεραν να αποτυπωθούν στο συλλογικό υποσυνείδητο των Αθηναίων (ακόμα και αυτών που ουδέποτε τα είχαν επισκεφτεί). Όντας χώροι ξεχασμένοι, υπόγειοι, σκοτεινοί και ενίοτε δαιδαλώδεις, ερέθιζαν τη φαντασία με αποτέλεσμα να τροφοδοτήσουν πολλούς Αστικούς Μύθους. Οι ιστορίες ότι κάποιος εισήλθε σε ένα παλαιό υπόγειο καταφύγιο και –διασχίζοντας δαιδαλώδεις στοές– εξήλθε σε κάποιοι άλλο σημείο της Αθήνας, ήταν αρκετά διαδεδομένες.

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία των οπαδών της λεγόμενης «Μυστικής Υπόγειας Αττικής», πολλά καταφύγια επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αλλά και με τη Βουλή, τον Εθνικό Κήπο, τη σπηλιά της Πεντέλης και με άλλα σημεία. Εντούτοις, η επιτόπια ιστορική έρευνα απέδειξε ότι όλα αυτά ήταν απλώς μυθεύματα (Κυρίμης 2015). Τα καταφύγια είχαν πεπερασμένες διαστάσεις και δεν επικοινωνούσαν ούτε μεταξύ τους, ούτε με οποιαδήποτε άλλη τοποθεσία. Χωρίς όμως αυτό να αφαιρεί την «αύρα μυστηρίου» που –δικαιολογημένα, ως ένα βαθμό– ασκούσαν αυτοί οι χώροι.


Εικόνα 19: Έξοδος κινδύνου καταφυγίου. Μυθικοί χώροι και Αστικοί Μύθοι

Η χρηστική απαξίωση των καταφυγίων δεν συνεπάγεται και την ταυτόχρονη ιστορική απαξίωσή τους. Σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις αυτοί οι χώροι έχουν ανακαινιστεί και έχουν καταστεί επισκέψιμοι. Η Αθήνα, πόλη με εκατοντάδες καταφύγια, απέχει από τέτοιες πρωτοβουλίες. Θα ήταν πολύ θετικό στο άμεσο μέλλον να συντηρηθεί έστω ένα εξ αυτών και να μετατραπεί σε «όχημα» που θα «ταξιδεύει» τους επισκέπτες σε ταραγμένες (αλλά συνάμα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες) εποχές, οι οποίες αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας.


Εικόνα 20: Εισερχόμενος στα ενδότερα ενός υπόγειου αντιαεροπορικού καταφυγίου σε γνωστό σιδηροδρομικό σταθμό

Πηγή : www.athenssocialatlas.gr

Exit mobile version