Τσάρκες, μαγκιά, αλητεία και εφηβικές τρέλες ενσαρκώνονταν άλλοτε ιδανικά στη χώρα μας μέσα από ένα μικρού κυβισμού μηχανάκι που συστάσεις δεν χρειάζεται, μιας και δεν έφυγε ποτέ από τις ζωές μας.
Εκεί λοιπόν στην καρδιά της δεκαετίας του 1980, ανάμεσα στα φαντεζί χτενίσματα, το κιτσάτο ντύσιμο, τα έντονα βαψίματα, τις φωτεινές επιγραφές, τις ντίσκο και τις βιντεοταινίες, ένα πειραγμένο μηχανάκι βάλθηκε να απαθανατίσει τη νεανική κουλτούρα με την απαραίτητη εξαλλοσύνη της εποχής: το πενηντάρι Honda Super Cub!
Το λατρεμένο «παπάκι» ανέβασε στη σέλα του όλα όσα σήμαινε η ιδιαίτερη δεκαετία του ’80 και με ένα κατοστάρικο βενζίνη τα έφερε γυροβολιά απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, δίνοντας έκφραση αλλά και μορφή στην εφηβική αναστάτωση.
Σε μια εποχή που ο Σταμάτης Γαρδέλης ράγιζε καρδιές και η Ισμήνη Καλέση ήταν το sex symbol στα ελληνικά, το πειραγμένο «παπάκι» μεταμορφωνόταν στο όχημα της πολυπόθητης κοινωνικής αλλαγής που θα έβγαζε την Ελλάδα από την επαρχιώτικη φύση της και θα την άνοιγε στην ξενομανία και τον νεοπλουτισμό.
Κι αν σήμερα πολλοί σπεύδουν να κατηγορήσουν τα ’80s για την αισθητική του κιτς και τις υπερβολές της, το «παπάκι» διασώζεται αναγκαστικά για όλη τη γλυκόπικρη νοσταλγία που προκαλεί…
Η γέννηση του θρύλου
Καμιά εικόνα, ιστορία, κατάσταση ή θέαμα των ’80s δεν θα ήταν πλήρες χωρίς ένα «παπάκι» συνοδευτικό, καθώς πάνω του γαλουχήθηκαν όλα τα νιάτα στις γυροβολιές, τη σούζα και τις νεανικές αποκοτιές. Το προσιτό οικονομικά πενηντάρι «παπάκι», μεταχειρισμένο συνήθως από Ιαπωνία μεριά, το έβαζαν στο χέρι ακόμα τα 16χρονα αποκτώντας την πρώτη «ρόδα» τους, με την οποία θα γίνονταν οι πρώτες κοπάνες αλλά και τα παpθενικά μπασίματα στις ντισκοτέκ και τα καφέ.
Εργαλείο από κάθε άποψη, δεν θα έπαιρνε πολύ στο «παπί» να γίνει μόδα, κι από κει η πορεία του ως σύμβολο κοινωνικής ανυπακοής και επανάστασης των ηθών ήταν εξασφαλισμένη. Με το χαρτζιλίκι προκαταβολή και τα υπόλοιπα γραμμάτια, ο πιτσιρικάς καβάλαγε το «παπάκι» αψηφώντας τις απεγνωσμένες κραυγές της μάνας για τις «σκοτώστρες τα μηχανάκια» και ανοιγόταν σε ένα νέο σύμπαν εμπειριών, χαβαλέ και απαραίτητων δόσεων μαγκιάς.
Όσο για τη σταδιοδρομία της φιγούρας, μία ήταν η υποχρεωτική στάση: το τσαμπουκάλεμα του «παπιού»! Η ποδιά κοβόταν ή αφαιρούνταν τελείως, η μαμίσια εξάτμιση άλλαζε αναγκαστικά σε Sebring και το μοτέρ «πειραζόταν», φτάνοντας από τα ταπεινά 50cc στα 72, τα 80 ή ακόμα περισσότερα κυβικά. Το μυθικό πια Honda Super Cub φορούσε τετράχρονο αερόψυκτο μονοκύλινδρο κινητήρα 50 κυβικών και ημιαυτόματο κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων (ή τριών αρχικά), αν και αυτά ήταν για τους φλώρους. Γιατί τα αλάνια της εποχής έψαχναν να ξεζουμίσουν το εύστροφο μοτεράκι φτάνοντάς το στα 72 ή τα 85 κυβικά.
Η τελική τιμή του «παπιού» μετά τις μεταποιήσεις εκτοξευόταν σε διπλάσια ή τριπλάσια νούμερα, καθώς το τσαμπουκάλεμα δεν είχε πρακτικά τέλος: αντικατάσταση κυλίνδρου, αλλαγή καρμπιρατέρ και άλλαγμα εξάτμισης ώστε να γίνει «σεμπρίκι» (Sebring) και να προκαλεί τέτοια βαβούρα ώστε να σε παίρνουν χαμπάρι από χιλιόμετρα. Αν μάλιστα ήσουν ακόμα πιο μάγκας, φόραγες την «κοντή» εξάτμιση ή ακόμα και κοντοκομμένο σωλήνα!
Τα μαρσαρίσματα έξω από τα ουφάδικα έδιναν και έπαιρναν, όπως και τα σπινιαρίσματα στο τσιμέντο με την ταχύτητα πατημένη. Μετά ακολουθούσαν σούζες και «κwλιές» έξω από τις ντισκοτέκ, καθώς με ένα κατοστάρικο (δραχμές!) έφερνες γύρο όλη την Αθήνα. Αν και το «πείραγμα» δεν είχε να κάνει μόνο με τα μηχανικά μέρη, καθώς όλο το ζουμί ήταν στο στιλ και τη φιγούρα: το «παπί» έπρεπε να φυσάει! Γι’ αυτό και ξερίζωνες αμέσως τους καθρέφτες και τη σχάρα, αποσυναρμολογούσες την ποδιά (ή αν την κρατούσες τελικά, τη γέμιζες αυτοκόλλητα) και έκοβες τα φτερά. Αν ήσουν μάλιστα σουζάκιας, πετσόκοβες και την πινακίδα για να μη σε ενοχλεί στις σούζες.
Ο σκοπός ήταν να μη μοιάζει με τίποτα με το εργοστασιακό μοντέλο, κι έτσι οι ρόδες, η σέλα και τα φλασάκια δεν έμεναν στο απυρόβλητο των μεταποιήσεων. Γιατί πέρα από τη μόστρα σε πλατείες και νεολαιίστικα μέρη, στο πίσω μέρος του μυαλού υπήρχε αναγκαστικά το «γκάζι» και οι κόντρες με τους φλώρους της διπλανής συνοικίας. Η εικόνα του παπόβιου συμπληρωνόταν με μαλλάκι-χαίτη και υποχρεωτικά λευκή καλτσούλα, ενώ ολοκληρωνόταν με πινελιές μπουφάν flight ή δερμάτινου perfecto, αν ήσουν αγριόμαγκας και καβαλούσες «αγριόπαπια».
Για να έχεις βέβαια «αγριόπαπια», έπρεπε το μηχανάκι να βγάζει απίστευτα θορύβια κι εσύ να ήσουν μαέστρος όλων των τσαλιμακίων στις δύο ρόδες. Όφειλες ταυτοχρόνως να το λύνεις και να το δένεις με τα μάτια κλειστά και το «παπάκι» σου να είσαι εξίσου πειραγμένο εξωτερικά και εσωτερικά. Μόνο έτσι ήσουν αληθινά περπατημένος και σε σέβονταν όλοι. Είπαμε, η «πάπια» έσερνε μια ολόκληρη κουλτούρα ξοπίσω της και μόνο τηρώντας τη απαρέγκλιτα σε σέβονταν όλοι οι μάγκες του ντουνιά.
«Δεν οδήγησα ποτέ μηχανή, πάντα οδηγούσα παπάκι», εξομολογήθηκε παλιότερα το σύμβολο της εποχής Σταμάτης Γαρδέλης, επιβεβαιώνοντας την απήχηση του «παπιού» στα έξαλλα εκείνα χρόνια. Γιατί το πενηντάρι μηχανάκι ήταν όχημα κοινωνικής αλλαγής, μεταφέροντας με τα ταπεινά αλογάκια του όλους τους πόθους της νιότης: επανάσταση στο κατεστημένο και υπέρβαση των κοινωνικών συμβάσεων.
πηγή : newside.gr