Στις ελληνικές θάλασσες με αυτή τη μορφή και ονομασία έκανε την εμφάνισή του την δεκαετία του 1960, όταν ο εφοπλιστής Κώστας Λάτσης αποφάσισε να ενισχύσει την παρουσία του στην γραμμή του Αργοσαρωνικού. Εκεί δηλαδή όπου εκτελούσαν ήδη δρομολόγια τα πλοία «Εριέττα» και «Σπύρος», τα οποία μάλιστα είχαν κερδίσει τον χαρακτηρισμό «πούλμαν» για προφανείς λόγους.
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» από την αρχή ξεχώρισε και έδειξε την ανωτερότητά του σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Πριν ενταχθεί στον στόλο του Έλληνα εφοπλιστή λειτουργούσε ως πλοίο-καζίνο, αλλά μετά από μια σειρά εργασιών και των αναγκαίων και απαραίτητων αλλαγών, μετατράπηκε σε επιβατηγό και πήρε… επ’ ώμου την γραμμή, πραγματοποιώντας καθημερινά δρομολόγια προς την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα, την Ερμιόνη και τις Σπέτσες. Διαφημίζεται ως το πιο σύγχρονο και μεγάλο πλοίο της γραμμής.
Ο αντίκτυπος της λειτουργίας του είναι τέτοιος που τον συναντάμε ακόμη και στην λαϊκή κουλτούρα, αφού αναφορές σε αυτό υπάρχουν μέχρι και στην λογοτεχνία, με κορυφαίο παράδειγμα το «Θησαυρός της Βανίας» της Ζωρζ Σαρρή ή και σε ταινίες, όπως το απόσπασμα που ακολουθεί από το φιλμ του 1971 «Ο Αγαθιάρης και η Ατσίδα»:
Αργότερα, όταν πλέον μπαίνουμε στον 21ο αιώνα, ο «Πορτοκαλής Ήλιος» σβήνει… Τουλάχιστον μεταφορικά αφού οδηγείται σε νέα εκ βάθρων ανακατασκευή, αλλάζοντας ακόμη και το όνομά του σε «Γιωργής» και επιστρέφει θριαμβευτικά εκεί που πέρασε τις καλύτερες μέρες του, δηλαδή στον Σαρωνικό. Βέβαια όχι ως επιβατηγό, αλλά ως κρουαζιερόπλοιο εκτελώντας μικρά καθημερινά χαλαρωτικά ταξιδάκια προς Αίγινα, Πόρο και Ύδρα. Έμελλε σε αυτά τα νερά να έρθει και το τέλος της διαδρομής του με τον πλέον άδοξο τρόπο, αφού σε κάποιο από τα δρομολόγιά του προσέκρουσε σε ύφαλο έξω από το λιμάνι της Αίγινας.
Βαριά τραυματισμένο, παροπλίζεται και οδηγείται προς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για να γίνει εκτίμηση της κατάστασής του. Καθώς ο καιρός περνά όλα μαρτυρούν ότι κανείς δεν θα αναλάμβανε το κόστος της επισκευής του και το μέλλον του κάποτε εντυπωσιακού σκαριού δείχνει δυσοίωνο. Τελικά μετά από αναμονή χρόνων, έρχεται το οριστικό τέλος του όταν και παραδίδεται στις φλόγες του διαλυτή που «υπογράφει» ουσιαστικό τον τερματισμό της διαδρομής ενός καραβιού που τώρα πια ζει μόνο στις αναμνήσεις των χιλιάδων επιβατών που συνέδεσαν το όνομά του με μια εποχή δύσκολη μεν, αλλά γεμάτη υπέροχες καλοκαιρινές μνήμες.