Αυτή την ώρα το τελευταίο αντίο στον Θέμο μας – Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται στην Παναγία Ελευθερώτρια της Κηφισιάς
—σύννεφο με παντελόνια…
Οι αποχαιρετισμοί δεν ταιριάζουν στους πολεμιστές, ούτε τα “καλό παράδεισο” και “καλό ταξίδι” που ο Θέμος θα τα έσβηνε με τη μια ως αδιανόητα κλισέ. Προφανώς γιατί ήξερε ότι οι μεγάλες μάχες ή οι μεγάλοι έρωτες, όπως αυτός που μας έδεσε και μας δένει μαζί του και με την εφημερίδα εδώ και 14 χρόνια, δεν τελειώνουν επειδή η άδικη μοίρα και αρρώστια το αποφάσισαν.
Μπορεί σήμερα να τον αποχαιρετάμε αλλά ο Θέμος είναι εδώ, δίπλα μας και μας ρωτάει, για μια ακόμα φορά, “Κανένα Θέμα;” αφού κανένα ποτέ δεν του έφτανε ή ξεψαχνίζει κάποιο κείμενο έχοντας μπροστά του τρία ζευγάρια κοκάλινα γυαλιά, δυο κουτάκια κόκα κόλα, κάποιο ακόμα αναμνηστικό του Ολυμπιακού, πίτες ή γλυκά για κέρασμα σε όποιον τύχει να μπει στο πάντα ανοιχτό για τον καθένα γραφείο του.
Με τον γνωστό τρόπο των παλιών δημοσιογράφων από αμερικανική ταινία-κοτλέ σακάκια, αθλητικά, παντελόνια με το ένα πατζάκι να κρέμεται πάντα σε σχέση με το άλλο-και ανάμεσα σε ψίχουλα και μια στοίβα από περιοδικά και εφημερίδες ο Θέμος ανέκαθεν ζητούσε ακόμα ένα θέμα, ακόμα μια καλύτερη ιδέα, ακόμα μια άποψη, εμμονικά, με κάθε τρόπο. Γιατί αν δεν υπήρχαν οι εμμονές, δηλαδή αυτή η ακατέργαστη πίστη σε οτιδήποτε μπορεί να ξεπερνάει τα όρια ή να υπερβαίνει ακόμα και εμάς τους ίδιους, δεν θα υπήρχε το “Πρώτο Θέμα”. Ή μάλλον καλύτερα, δεν θα υπήρχε αυτό το παράξενο σύμπαν από τους τρελούς και αλλόκοτους που μαζευτήκαμε για να αλλάξουμε τον τρόπο που φτιάχνονται οι εφημερίδες, έξω από ιεραρχίες και όρια, με έναν αυτοσχέδιο αλλά απόλυτα δημιουργικό τρόπο που άφηνε άφωνο οποιοδήποτε προσπαθούσε να το εξηγήσει.
Ακόμα και τώρα είναι δύσκολο να καταλάβουν γιατί αποχαιρετάμε έναν φίλο και όχι έναν αφεντικό, έναν δικό μας άνθρωπο και όχι έναν εκδότη. Για όλους εμάς, όμως, τους κατοίκους του γαλατικού χωριού, ο Θέμος ήταν ένας Παροναμίξ που μας είχε πείσει με το μυστικό φίλτρο του πως η δημοσιογραφία δεν είναι δουλειά, ούτε επάγγελμα αλλά ένας μυστικός τρόπος να ζεις την περιπέτεια που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει.
Αντί στεφάνων, παράκληση της οικογένειας του Θέμου Αναστασιάδη είναι όσοι το επιθυμούν να ενισχύσουν το έργο του πνευματικού κέντρου στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους στον Κότρωνα Λακωνίας (τράπεζα Πειραιώς υποκατάστημα Γυθείου, με αριθμό λογαριασμού: GR5601725320005532083171758).
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τις μέρες του Αγίου Βαλεντίνου του 2005 μαζί του σε ένα παλιό διώροφο της Αποστόλου Παύλου σε μικρά τότε, χωρίς διακόσμηση γραφεία αλλά με φλεγόμενο ταμπεραμέντο αυτό το ταξίδι.
Γνωρίσαμε φουρτούνες, είδαμε το καράβι σχεδόν να απειλείται από τεράστια βράχια-αυτά της εξουσίας, των μεγαλοεκδοτών, των ‘ενάρετων’, και των βολεμένων-είδαμε να κατασκευάζονται ψεύτικα σενάρια εν μια νυχτί αφού όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως ήθελαν κλειστό το “Πρώτο θέμα”-και φιμωμένο τον εκδότη του. Μόνο που δεν υπολόγισαν ότι ο τελευταίος δεν δέχτηκε ποτέ για τον εαυτό του αυτόν τον τίτλο αφού βρέξει χιονίσει-κυριολεκτικά όταν τρέμοντας από το κρύο περίμενε στα εκτυπωτήρια να δει το πρώτο φύλλο του Πρώτου θέματος το 2005 που θα γινόταν ανάρπαστο-φρόντιζε να είναι παρών σε κάθε φάση της παραγωγής της εφημερίδας ή να περιφέρεται στα γραφεία ρωτώντας την άποψη μας για τα θέματα.
Αυτή ήταν η αγωνία του, όπως και το να γουστάρουμε τρελά-ποτέ αρκετά- αφού το ελάχιστο ή η μετριότητα απουσίαζαν διαρκώς από το λεξιλόγιο του. Δεν άντεχε το βόλεμα, τη ρουφιανιά, το “δημοσιουπαλληλίκι”, και τους ανθρώπους χωρίς πάθος. Αμετανόητος Γοργίας, φετιχιστής του λόγου, απίστευτος γραφιάς και λάτρης των κειμένων ο Θέμος ήταν πάνω απ όλα δημοσιογράφος-φανατικός οπαδός μιας αναρχίας που περνούσε από το στόμα και γινόταν λέξη και κάθε λέξη μια βέργα μεταλλική, έτοιμη να χτυπήσει οποιοδήποτε καρεκλοκένταυρο και αλαζόνα. Γι αυτό και άκουγε με προσοχή οποιαδήποτε ιδέα μας ερχόταν στο κεφάλι αρκεί να μην υπέπιπτε στο ύψιστο αμάρτημα του δημοσιογραφικού κλισέ. Ο παράδοξος, αποσυνάγωγος τρόπος της σκέψης που ακόμα και σήμερα ακολουθούμε, επέβαλλε ακριβώς τα αντίθετα από όσα πίστευε- και αυτό προφανώς είναι το μυστικό του “Πρώτου Θέματος” και ο λόγος που μας κρατάει όρθιους και μονίμως σε εγρήγορση με κάθε τίμημα.
Παρότι κάναμε λάθη, αδικήσαμε, ανέκαθεν προσπαθούσαμε το μοναδικό μας μέτρο και κριτήριο να είναι το “ξεψάχνισμα” οποιουδήποτε δεδομένου ή ανατροπή οτιδήποτε θεωρούταν εμφανές και λογικό. Μόνο το αντίστροφο είχε σημασία και αυτό γινόταν “έξω από το κουτί”, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί, και χωρίς ωράρια αφού αυτά ήταν ψιλά γράμματα και αφορούσε μόνο την υπαλληλική νοοτροπία και όχι τη δημοσιογραφία. Εννοείται πως όλοι έχουμε επιστρέψει μεταμεσονύχτια για να ελέγξουμε κάποιο θέμα ή απλώς-και κυρίως το δεύτερο-να κουτσομπολέψουμε με το Θέμο επειδή είχε αυπνία.
Ενίοτε τα ξενύχτια συνοδεύονταν και από θεματικά “πάρτυ”-όπως συνήθως βαπτίζαμε τις επιθέσεις των μεγαλεκδοτών, πολιτικών ή τα μεγάλα γεγονότα: στο γραφείο τότε κατέφθαναν πίτσες, σουβλάκια ή και γενναίες δόσεις από γουρουνόπουλα-όπως συνέβη με εκείνο το αδιανόητο τσιμπούσι, ύστερα από μια ακόμα νίκη μετά τη μετά την πρόσκαιρη μεταβίβαση του “Πρώτου Θέματος” στον Μπόμπολα- συνοδευόμενα από δίλιτρες κόκα κόλες, σπράιτ ενίοτε και από κόκκινο Johnny Walker για τους πιο ντερμπεντέρηδες. Τα φιλέματα και οι αγκαλιές ήταν ο μοναδικός τρόπος του Θέμου να πει ευχαριστώ ή συγγνώμη κάθε φορά που θα γινόταν απαιτητικός ή απόλυτος. Γιατί τη φωνή δεν την ύψωνε ποτέ, ούτε προσέβαλλε έχοντας τον δικό του τρόπο αυτόν της ευγένειας και του χιούμορ να σε πείθει ή να σε σκοτώνει. Ή και να σε κάνει να αντέχεις αφού όλοι μας έχει χρειαστεί να γράψουμε πάνω από 10.000 λέξεις εν μια νυχτί ή να (ξανα)γράψουμε ένα κείμενο γιατί απλώς φαινόταν μπαγιάτικο: ίσως ο Θέμος να έχει σπάσει το ρεκόρ Γκίνες αλλαγής εξωφύλλου: 13 φορές μέσα σε ένα βράδυ.
Τα επικά ξενύχτια της Παρασκευής, δηλαδή του κλεισίματος την ώρα που άλλοι δημοσιογράφοι ξεκουράζονται με τα παιδάκια τους ή γλεντάνε στα μπουζούκια, συνιστά άγραφο νόμο για το “Πρώτο Θέμα”, επιβεβλημένο σε όποιο νομίζει πως η δημοσιογραφία είναι απλώς επάγγελμα ή λειτούργημα, όπως υπαγορεύει κάποιο κλισέ. Αντίθετα, για τον Θέμο που λάτρευε τη θάλασσα και για όλους εμάς είναι ένα υπέροχο αλλά περιπετειώδες ταξίδι ή μια φρενήρης κούρσα με απότομους γκρεμούς-αλλά συνάμα απόλυτα συναρπαστικό μέχρι τέλους. Γι αυτό δεν έπρεπε και δεν πρέπει κανείς μας να θεωρεί εαυτόν πετυχημένο αφού κάθε ρεπορτάζ που γραφόταν ήταν ήδη παρελθόν ενώ η επικαιρότητα ήταν κάτι που δεν βλέπουμε. Τα θέματα δεν έπρεπε να είναι μόνο φρέσκα ή μη βαρετά αλλά να καίνε και να ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Ο Θέμος σιχαινόταν τα ειδησεογραφικά κείμενα και, όπως ακριβώς οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ήθελε να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και να βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή. Ή να αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν έχει φανταστεί. Έχει τύχει να κάνουμε πολύωρη σύσκεψη και αυτός, ζωγραφίζοντας αεροπλανάκια στο χαρτί και απαξιώνοντας να σχολιάσει τις βαρετές προτάσεις μας, να μη δέχεται κανένα θέμα. Μέχρι που κάποια στιγμή του ανέφερα, πιο πολύ για να πω κάτι, το Φεστιβάλ στις Πρέσπες όπου είχε εμφανιστεί τότε η Πρωτοψάλτη. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, του ανάφερα και την παρουσία γνωστής υπουργού που φορούσε κόκκινα γάντια: “Αυτό είναι θέμα!” μου είπε σαν να ξύπνησε από λήθαργο: “Τα κόκκινα γάντια της Υπουργού”. Προφανώς δεν αναφερόταν στην νυχτερινή της εμφάνιση που δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην ανάγκη της συμβολοποίησης οποιαδήποτε λεπτομέρειας που στα μάτια του αδιάφορου ή του αδαούς περνούσε απλώς απαρατήρητη ενώ σήμαινε πολλά για την ουσία και τον χαρακτήρα.
Εννοείται βέβαια ότι, όπως συμβαίνει στις καλύτερες οικογένειες, δεν ήταν όλα ιδανικά, οι δυσκολίες ήταν πολλές, οι κόντρες ακόμα περισσότερες αλλά υπήρχε κάψα, διάθεση και μια πίστη στους άγραφους κανόνες ενός clan που μπροστάρης του ήταν ο Θέμος. Το παράδειγμα της δικής του ζέσης και ανάγκης στο να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και να καιγόμαστε για κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα μας κράτησε και μας κρατά ενωμένους, παρά τις τεράστιες διαφορές. Από τον απλό γραφίστα που τσίταρε κάθε νέο σύνθημα για τον Ολυμπιακό του μάθαινε-πού είσαι ρε Βασίλη;-μέχρι τη γλυκιά και προσηνή γραμματέα του-α ρε Μαίρη-που φρόντιζε να μας κρατά ήρεμους και ευχαριστημένους.
Ακόμα και όταν οι διαφορές ήταν τεράστιες, όπως με την περίπτωση μου που έφερε τη σφραγίδα της αναρχοκομμουνίστριας” όπως μου έλεγε ή τέλος πάντων πιστής οπαδού οποιουδήποτε αναρχικού και αποσυνάγωγου, υπήρχε άπλετος χώρος και τρόπος να εκφραστεί. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, όπου παρότι όλη η σύσκεψη είχε εκφραστεί εντελώς αντίθετα και ο ίδιος με είχε καλέσει να έρθω “στα συγκαλά” μου επειδή τον υποστήριζα, τελικά ανατέθηκε σε μένα, προς έκπληξη όλων, η συγγραφή ενός πολυσέλιδου κειμένου: “Πες ο,τι θες και όπως θες, αρκεί να είναι καλογραμμένο”. Και αυτή είναι η απάντηση σε οποιοδήποτε θεωρεί πως εμείς παίρνουμε γραμμή ή υπακούμε σε ιδεολογικά πλαίσια που έχουν μάθει οι υποταγμένοι στα κόμματα και στις σέκτες. Μπορούσες να έχεις τεράστιες πολιτικές διαφωνίες μαζί του-τόσο εγώ, όσο και πολλοί συνάδελφοι-αλλά μπορούσες, όπως από αυτή τη σελίδα, αυτή τη γωνιά, αυτό το blog να την εκφράσεις.
Όταν είχε γραφτεί ένα διαστρεβλωτικό δημοσίευμα για την αγαπημένη μου Λένα Κιτσοπούλου, είχα ζητήσει να γράφω καθημερινά blog όπου την υποστήριζα φανατικά ενώ όταν ο Θέμος είχε πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία που δεν άρεσε στον τότε κριτικό κινηματογράφου Τάσο Θεοδωρόπουλο του είχε επιτρέψει να δημοσιεύσει την αρνητική κριτική του όπου τον έθαβε ανελέητα. Μάλιστα συνοδευόταν και από την ειρωνική επισήμανση: “Εγώ Αλμπανό κριτικό κινηματογράφου, δεν μιλάει καλά ελληνικά, βλέπει ταινίες, αγκαμπάει αφεντικό”. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο εκδότη που να επέτρεπε σε δημοσιογράφο να αφήνει ανεξέλεγκτη την ανελέητη ορμή του να σαρώνει το κάθετι-ακόμα και τον ίδιο το αφεντικό του.
Και όμως ο Θέμος το έκανε: μας έβαζε να αμφισβητούμε τις ιδέες μας, τον εαυτό μας, τα δεδομένα, να ψάχνουμε το επόμενο θέμα, να επιστρατεύουμε όλα τα μέσα, να παθιαζόμαστε, να διαβάζουμε (απαραίτητα) όλο τον ελληνικό και ξένο τύπο, και να ζούμε την περιπέτεια της αναζήτησης απόλυτα και μέχρι τέλους. Άλλοτε χρειάστηκε να κοιμηθούμε στο μικρό καναπέ του για να αντέξουμε ή να κουβαλάμε μαζί μας, άπλυτοι και ελεεινοί, δεύτερες αλλαξιές ρούχα τρώγοντας πλαστικά σάντουιτς από το μηχάνημα, ειδικά τις δύσκολες μέρες του 2008 όποτε μείναμε οχυρωμένοι στα γραφεία επιστρατευμένοι σε έναν ακόμα πόλεμο ενάντια στην εφημερίδα σε καιρό ειρήνης (κάποια στιγμή θα περιγράψουμε, εν καιρώ, πως κατασκευάστηκε, όταν το Πρώτο Θέμα ήταν πρώτο με τεράστια διαφορά απο τις υπόλοιπες εφημερίδες, εκείνη η υπόθεση’).
Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ζήσει επιθέσεις, από όλα τα σχήματα και τις μορφές τις εξουσίας αλλά παρ’όλες τις περιπέτειες, μείναμε εκεί κυνηγώντας τους πολιτικούς και τους σίγουρους με κάθε τρόπο-ακόμα και αδικώντας αρκετούς μέσα στην ορμή μας. Πάντοτε, όμως, επιμέναμε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι θέσεις αλλά η ξέφρενη περιπέτεια που ο Θέμος δεν μας την έμαθε αλλά μας έκανε να τη χαιρόμαστε, όσο καμία, περισσότερο από τον καθένα.
Για εμάς λοιπόν είναι και θα παραμείνει πάντα ένα “σύννεφο με παντελόνια”, όπως έλεγε και ο σύντροφος-που χτυπήθηκε από παντού ειδικά από το κομμουνιστικό καθεστώς- Μαγιακόφσκι: “Κάτω ο έρωτάς σας, κάτω η τέχνη σας, κάτω το καθεστώς σας, κάτω η θρησκεία σας” επέμενε ο ποιητής. Κάπως έτσι θα συνεχίσουμε και εμείς, Θέμο, μέχρι τέλους
Αυτή την ώρα το τελευταίο αντίο στον Θέμο μας – Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται στην Παναγία Ελευθερώτρια της Κηφισιάς
Η πιο δύσκολη ώρα, αυτή του τελευταίου αντίο στον Θέμο μας, έφθασε. Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται στην Παναγία Ελευθερώτρια της Κηφισιάς, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Η γυναίκα του Θέμου, Βασιλική, τα τρία τους παιδιά, η αδελφή του Νταϊάνα, οι συγγενείς του, οι φίλοι του, η οικογένειά του από το Πρώτο ΘΕΜΑ, η ευρύτερη δημοσιογραφική οικογένεια την οποία υπηρέτησε με πίστη, συνέπεια και όραμα που μετουσίωσε σε πράξη, εκπρόσωποι της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, αλλά και πλήθος κόσμου που τον γνώρισαν μέσα από τη δουλειά του, τον αποχαιρετούν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έφτασε στην Παναγία Ελευθερώτρια στη μία το μεσημέρι, όπως και η κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Λίγο νωρίτερα είχαν φθάσει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο επίτροπος στην Κομισιόν Δημήτρης Αβραμόπουλος, ο δημοσιογράφος και πρώην υπουργός Θεόδωρος Κασσίμης, ο βουλευτής Δημήτρης Καμμένος, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδωνις Γεωργιάδης, ο Βασίλης Κικίλιας, η Ελίζα Βόζενμπεργκ, ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο δικηγόρος Βασίλης Καπερνάρος, οι δημοσιογράφοι Γιώργος Παπαχρήστος, Γιάννης Πρετεντέρης, Παναγιώτης Λάμψιας, Γιώργος Παπαδάκης, Τάκης Χατζής, Παύλος Τσίμας, Αγγελική Νικολούλη, η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου, ο Νίκος Ευαγγελάτος με την Τατιάνα Στεφανίδου. Από τους πρώτους έφθασε στον ιερό ναό ο Λάκης Λαζόπουλος. Εκεί είναι ο δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος, ο Θέμης Σοφός με τη σύζυγό του Σταματίνα Τσιμτσιλή.
—σύννεφο με παντελόνια…
Οι αποχαιρετισμοί δεν ταιριάζουν στους πολεμιστές, ούτε τα “καλό παράδεισο” και “καλό ταξίδι” που ο Θέμος θα τα έσβηνε με τη μια ως αδιανόητα κλισέ. Προφανώς γιατί ήξερε ότι οι μεγάλες μάχες ή οι μεγάλοι έρωτες, όπως αυτός που μας έδεσε και μας δένει μαζί του και με την εφημερίδα εδώ και 14 χρόνια, δεν τελειώνουν επειδή η άδικη μοίρα και αρρώστια το αποφάσισαν.
Μπορεί σήμερα να τον αποχαιρετάμε αλλά ο Θέμος είναι εδώ, δίπλα μας και μας ρωτάει, για μια ακόμα φορά, “Κανένα Θέμα;” αφού κανένα ποτέ δεν του έφτανε ή ξεψαχνίζει κάποιο κείμενο έχοντας μπροστά του τρία ζευγάρια κοκάλινα γυαλιά, δυο κουτάκια κόκα κόλα, κάποιο ακόμα αναμνηστικό του Ολυμπιακού, πίτες ή γλυκά για κέρασμα σε όποιον τύχει να μπει στο πάντα ανοιχτό για τον καθένα γραφείο του.
Με τον γνωστό τρόπο των παλιών δημοσιογράφων από αμερικανική ταινία-κοτλέ σακάκια, αθλητικά, παντελόνια με το ένα πατζάκι να κρέμεται πάντα σε σχέση με το άλλο-και ανάμεσα σε ψίχουλα και μια στοίβα από περιοδικά και εφημερίδες ο Θέμος ανέκαθεν ζητούσε ακόμα ένα θέμα, ακόμα μια καλύτερη ιδέα, ακόμα μια άποψη, εμμονικά, με κάθε τρόπο. Γιατί αν δεν υπήρχαν οι εμμονές, δηλαδή αυτή η ακατέργαστη πίστη σε οτιδήποτε μπορεί να ξεπερνάει τα όρια ή να υπερβαίνει ακόμα και εμάς τους ίδιους, δεν θα υπήρχε το “Πρώτο Θέμα”. Ή μάλλον καλύτερα, δεν θα υπήρχε αυτό το παράξενο σύμπαν από τους τρελούς και αλλόκοτους που μαζευτήκαμε για να αλλάξουμε τον τρόπο που φτιάχνονται οι εφημερίδες, έξω από ιεραρχίες και όρια, με έναν αυτοσχέδιο αλλά απόλυτα δημιουργικό τρόπο που άφηνε άφωνο οποιοδήποτε προσπαθούσε να το εξηγήσει.
Ακόμα και τώρα είναι δύσκολο να καταλάβουν γιατί αποχαιρετάμε έναν φίλο και όχι έναν αφεντικό, έναν δικό μας άνθρωπο και όχι έναν εκδότη. Για όλους εμάς, όμως, τους κατοίκους του γαλατικού χωριού, ο Θέμος ήταν ένας Παροναμίξ που μας είχε πείσει με το μυστικό φίλτρο του πως η δημοσιογραφία δεν είναι δουλειά, ούτε επάγγελμα αλλά ένας μυστικός τρόπος να ζεις την περιπέτεια που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει.
Αντί στεφάνων, παράκληση της οικογένειας του Θέμου Αναστασιάδη είναι όσοι το επιθυμούν να ενισχύσουν το έργο του πνευματικού κέντρου στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους στον Κότρωνα Λακωνίας (τράπεζα Πειραιώς υποκατάστημα Γυθείου, με αριθμό λογαριασμού: GR5601725320005532083171758).
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τις μέρες του Αγίου Βαλεντίνου του 2005 μαζί του σε ένα παλιό διώροφο της Αποστόλου Παύλου σε μικρά τότε, χωρίς διακόσμηση γραφεία αλλά με φλεγόμενο ταμπεραμέντο αυτό το ταξίδι.
Γνωρίσαμε φουρτούνες, είδαμε το καράβι σχεδόν να απειλείται από τεράστια βράχια-αυτά της εξουσίας, των μεγαλοεκδοτών, των ‘ενάρετων’, και των βολεμένων-είδαμε να κατασκευάζονται ψεύτικα σενάρια εν μια νυχτί αφού όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως ήθελαν κλειστό το “Πρώτο θέμα”-και φιμωμένο τον εκδότη του. Μόνο που δεν υπολόγισαν ότι ο τελευταίος δεν δέχτηκε ποτέ για τον εαυτό του αυτόν τον τίτλο αφού βρέξει χιονίσει-κυριολεκτικά όταν τρέμοντας από το κρύο περίμενε στα εκτυπωτήρια να δει το πρώτο φύλλο του Πρώτου θέματος το 2005 που θα γινόταν ανάρπαστο-φρόντιζε να είναι παρών σε κάθε φάση της παραγωγής της εφημερίδας ή να περιφέρεται στα γραφεία ρωτώντας την άποψη μας για τα θέματα.
Αυτή ήταν η αγωνία του, όπως και το να γουστάρουμε τρελά-ποτέ αρκετά- αφού το ελάχιστο ή η μετριότητα απουσίαζαν διαρκώς από το λεξιλόγιο του. Δεν άντεχε το βόλεμα, τη ρουφιανιά, το “δημοσιουπαλληλίκι”, και τους ανθρώπους χωρίς πάθος. Αμετανόητος Γοργίας, φετιχιστής του λόγου, απίστευτος γραφιάς και λάτρης των κειμένων ο Θέμος ήταν πάνω απ όλα δημοσιογράφος-φανατικός οπαδός μιας αναρχίας που περνούσε από το στόμα και γινόταν λέξη και κάθε λέξη μια βέργα μεταλλική, έτοιμη να χτυπήσει οποιοδήποτε καρεκλοκένταυρο και αλαζόνα. Γι αυτό και άκουγε με προσοχή οποιαδήποτε ιδέα μας ερχόταν στο κεφάλι αρκεί να μην υπέπιπτε στο ύψιστο αμάρτημα του δημοσιογραφικού κλισέ. Ο παράδοξος, αποσυνάγωγος τρόπος της σκέψης που ακόμα και σήμερα ακολουθούμε, επέβαλλε ακριβώς τα αντίθετα από όσα πίστευε- και αυτό προφανώς είναι το μυστικό του “Πρώτου Θέματος” και ο λόγος που μας κρατάει όρθιους και μονίμως σε εγρήγορση με κάθε τίμημα.
Παρότι κάναμε λάθη, αδικήσαμε, ανέκαθεν προσπαθούσαμε το μοναδικό μας μέτρο και κριτήριο να είναι το “ξεψάχνισμα” οποιουδήποτε δεδομένου ή ανατροπή οτιδήποτε θεωρούταν εμφανές και λογικό. Μόνο το αντίστροφο είχε σημασία και αυτό γινόταν “έξω από το κουτί”, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί, και χωρίς ωράρια αφού αυτά ήταν ψιλά γράμματα και αφορούσε μόνο την υπαλληλική νοοτροπία και όχι τη δημοσιογραφία. Εννοείται πως όλοι έχουμε επιστρέψει μεταμεσονύχτια για να ελέγξουμε κάποιο θέμα ή απλώς-και κυρίως το δεύτερο-να κουτσομπολέψουμε με το Θέμο επειδή είχε αυπνία.
Ενίοτε τα ξενύχτια συνοδεύονταν και από θεματικά “πάρτυ”-όπως συνήθως βαπτίζαμε τις επιθέσεις των μεγαλεκδοτών, πολιτικών ή τα μεγάλα γεγονότα: στο γραφείο τότε κατέφθαναν πίτσες, σουβλάκια ή και γενναίες δόσεις από γουρουνόπουλα-όπως συνέβη με εκείνο το αδιανόητο τσιμπούσι, ύστερα από μια ακόμα νίκη μετά τη μετά την πρόσκαιρη μεταβίβαση του “Πρώτου Θέματος” στον Μπόμπολα- συνοδευόμενα από δίλιτρες κόκα κόλες, σπράιτ ενίοτε και από κόκκινο Johnny Walker για τους πιο ντερμπεντέρηδες. Τα φιλέματα και οι αγκαλιές ήταν ο μοναδικός τρόπος του Θέμου να πει ευχαριστώ ή συγγνώμη κάθε φορά που θα γινόταν απαιτητικός ή απόλυτος. Γιατί τη φωνή δεν την ύψωνε ποτέ, ούτε προσέβαλλε έχοντας τον δικό του τρόπο αυτόν της ευγένειας και του χιούμορ να σε πείθει ή να σε σκοτώνει. Ή και να σε κάνει να αντέχεις αφού όλοι μας έχει χρειαστεί να γράψουμε πάνω από 10.000 λέξεις εν μια νυχτί ή να (ξανα)γράψουμε ένα κείμενο γιατί απλώς φαινόταν μπαγιάτικο: ίσως ο Θέμος να έχει σπάσει το ρεκόρ Γκίνες αλλαγής εξωφύλλου: 13 φορές μέσα σε ένα βράδυ.
Τα επικά ξενύχτια της Παρασκευής, δηλαδή του κλεισίματος την ώρα που άλλοι δημοσιογράφοι ξεκουράζονται με τα παιδάκια τους ή γλεντάνε στα μπουζούκια, συνιστά άγραφο νόμο για το “Πρώτο Θέμα”, επιβεβλημένο σε όποιο νομίζει πως η δημοσιογραφία είναι απλώς επάγγελμα ή λειτούργημα, όπως υπαγορεύει κάποιο κλισέ. Αντίθετα, για τον Θέμο που λάτρευε τη θάλασσα και για όλους εμάς είναι ένα υπέροχο αλλά περιπετειώδες ταξίδι ή μια φρενήρης κούρσα με απότομους γκρεμούς-αλλά συνάμα απόλυτα συναρπαστικό μέχρι τέλους. Γι αυτό δεν έπρεπε και δεν πρέπει κανείς μας να θεωρεί εαυτόν πετυχημένο αφού κάθε ρεπορτάζ που γραφόταν ήταν ήδη παρελθόν ενώ η επικαιρότητα ήταν κάτι που δεν βλέπουμε. Τα θέματα δεν έπρεπε να είναι μόνο φρέσκα ή μη βαρετά αλλά να καίνε και να ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Ο Θέμος σιχαινόταν τα ειδησεογραφικά κείμενα και, όπως ακριβώς οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ήθελε να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και να βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή. Ή να αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν έχει φανταστεί. Έχει τύχει να κάνουμε πολύωρη σύσκεψη και αυτός, ζωγραφίζοντας αεροπλανάκια στο χαρτί και απαξιώνοντας να σχολιάσει τις βαρετές προτάσεις μας, να μη δέχεται κανένα θέμα. Μέχρι που κάποια στιγμή του ανέφερα, πιο πολύ για να πω κάτι, το Φεστιβάλ στις Πρέσπες όπου είχε εμφανιστεί τότε η Πρωτοψάλτη. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, του ανάφερα και την παρουσία γνωστής υπουργού που φορούσε κόκκινα γάντια: “Αυτό είναι θέμα!” μου είπε σαν να ξύπνησε από λήθαργο: “Τα κόκκινα γάντια της Υπουργού”. Προφανώς δεν αναφερόταν στην νυχτερινή της εμφάνιση που δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην ανάγκη της συμβολοποίησης οποιαδήποτε λεπτομέρειας που στα μάτια του αδιάφορου ή του αδαούς περνούσε απλώς απαρατήρητη ενώ σήμαινε πολλά για την ουσία και τον χαρακτήρα.
Εννοείται βέβαια ότι, όπως συμβαίνει στις καλύτερες οικογένειες, δεν ήταν όλα ιδανικά, οι δυσκολίες ήταν πολλές, οι κόντρες ακόμα περισσότερες αλλά υπήρχε κάψα, διάθεση και μια πίστη στους άγραφους κανόνες ενός clan που μπροστάρης του ήταν ο Θέμος. Το παράδειγμα της δικής του ζέσης και ανάγκης στο να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και να καιγόμαστε για κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα μας κράτησε και μας κρατά ενωμένους, παρά τις τεράστιες διαφορές. Από τον απλό γραφίστα που τσίταρε κάθε νέο σύνθημα για τον Ολυμπιακό του μάθαινε-πού είσαι ρε Βασίλη;-μέχρι τη γλυκιά και προσηνή γραμματέα του-α ρε Μαίρη-που φρόντιζε να μας κρατά ήρεμους και ευχαριστημένους.
Ακόμα και όταν οι διαφορές ήταν τεράστιες, όπως με την περίπτωση μου που έφερε τη σφραγίδα της αναρχοκομμουνίστριας” όπως μου έλεγε ή τέλος πάντων πιστής οπαδού οποιουδήποτε αναρχικού και αποσυνάγωγου, υπήρχε άπλετος χώρος και τρόπος να εκφραστεί. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, όπου παρότι όλη η σύσκεψη είχε εκφραστεί εντελώς αντίθετα και ο ίδιος με είχε καλέσει να έρθω “στα συγκαλά” μου επειδή τον υποστήριζα, τελικά ανατέθηκε σε μένα, προς έκπληξη όλων, η συγγραφή ενός πολυσέλιδου κειμένου: “Πες ο,τι θες και όπως θες, αρκεί να είναι καλογραμμένο”. Και αυτή είναι η απάντηση σε οποιοδήποτε θεωρεί πως εμείς παίρνουμε γραμμή ή υπακούμε σε ιδεολογικά πλαίσια που έχουν μάθει οι υποταγμένοι στα κόμματα και στις σέκτες. Μπορούσες να έχεις τεράστιες πολιτικές διαφωνίες μαζί του-τόσο εγώ, όσο και πολλοί συνάδελφοι-αλλά μπορούσες, όπως από αυτή τη σελίδα, αυτή τη γωνιά, αυτό το blog να την εκφράσεις.
Όταν είχε γραφτεί ένα διαστρεβλωτικό δημοσίευμα για την αγαπημένη μου Λένα Κιτσοπούλου, είχα ζητήσει να γράφω καθημερινά blog όπου την υποστήριζα φανατικά ενώ όταν ο Θέμος είχε πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία που δεν άρεσε στον τότε κριτικό κινηματογράφου Τάσο Θεοδωρόπουλο του είχε επιτρέψει να δημοσιεύσει την αρνητική κριτική του όπου τον έθαβε ανελέητα. Μάλιστα συνοδευόταν και από την ειρωνική επισήμανση: “Εγώ Αλμπανό κριτικό κινηματογράφου, δεν μιλάει καλά ελληνικά, βλέπει ταινίες, αγκαμπάει αφεντικό”. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο εκδότη που να επέτρεπε σε δημοσιογράφο να αφήνει ανεξέλεγκτη την ανελέητη ορμή του να σαρώνει το κάθετι-ακόμα και τον ίδιο το αφεντικό του.
Και όμως ο Θέμος το έκανε: μας έβαζε να αμφισβητούμε τις ιδέες μας, τον εαυτό μας, τα δεδομένα, να ψάχνουμε το επόμενο θέμα, να επιστρατεύουμε όλα τα μέσα, να παθιαζόμαστε, να διαβάζουμε (απαραίτητα) όλο τον ελληνικό και ξένο τύπο, και να ζούμε την περιπέτεια της αναζήτησης απόλυτα και μέχρι τέλους. Άλλοτε χρειάστηκε να κοιμηθούμε στο μικρό καναπέ του για να αντέξουμε ή να κουβαλάμε μαζί μας, άπλυτοι και ελεεινοί, δεύτερες αλλαξιές ρούχα τρώγοντας πλαστικά σάντουιτς από το μηχάνημα, ειδικά τις δύσκολες μέρες του 2008 όποτε μείναμε οχυρωμένοι στα γραφεία επιστρατευμένοι σε έναν ακόμα πόλεμο ενάντια στην εφημερίδα σε καιρό ειρήνης (κάποια στιγμή θα περιγράψουμε, εν καιρώ, πως κατασκευάστηκε, όταν το Πρώτο Θέμα ήταν πρώτο με τεράστια διαφορά απο τις υπόλοιπες εφημερίδες, εκείνη η υπόθεση’).
Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ζήσει επιθέσεις, από όλα τα σχήματα και τις μορφές τις εξουσίας αλλά παρ’όλες τις περιπέτειες, μείναμε εκεί κυνηγώντας τους πολιτικούς και τους σίγουρους με κάθε τρόπο-ακόμα και αδικώντας αρκετούς μέσα στην ορμή μας. Πάντοτε, όμως, επιμέναμε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι θέσεις αλλά η ξέφρενη περιπέτεια που ο Θέμος δεν μας την έμαθε αλλά μας έκανε να τη χαιρόμαστε, όσο καμία, περισσότερο από τον καθένα.
Για εμάς λοιπόν είναι και θα παραμείνει πάντα ένα “σύννεφο με παντελόνια”, όπως έλεγε και ο σύντροφος-που χτυπήθηκε από παντού ειδικά από το κομμουνιστικό καθεστώς- Μαγιακόφσκι: “Κάτω ο έρωτάς σας, κάτω η τέχνη σας, κάτω το καθεστώς σας, κάτω η θρησκεία σας” επέμενε ο ποιητής. Κάπως έτσι θα συνεχίσουμε και εμείς, Θέμο, μέχρι τέλους.
Αυτή την ώρα το τελευταίο αντίο στον Θέμο μας – Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται στην Παναγία Ελευθερώτρια της Κηφισιάς
Η πιο δύσκολη ώρα, αυτή του τελευταίου αντίο στον Θέμο μας, έφθασε. Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται στην Παναγία Ελευθερώτρια της Κηφισιάς, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Η γυναίκα του Θέμου, Βασιλική, τα τρία τους παιδιά, η αδελφή του Νταϊάνα, οι συγγενείς του, οι φίλοι του, η οικογένειά του από το Πρώτο ΘΕΜΑ, η ευρύτερη δημοσιογραφική οικογένεια την οποία υπηρέτησε με πίστη, συνέπεια και όραμα που μετουσίωσε σε πράξη, εκπρόσωποι της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, αλλά και πλήθος κόσμου που τον γνώρισαν μέσα από τη δουλειά του, τον αποχαιρετούν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έφτασε στην Παναγία Ελευθερώτρια στη μία το μεσημέρι, όπως και η κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Λίγο νωρίτερα είχαν φθάσει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο επίτροπος στην Κομισιόν Δημήτρης Αβραμόπουλος, ο δημοσιογράφος και πρώην υπουργός Θεόδωρος Κασσίμης, ο βουλευτής Δημήτρης Καμμένος, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδωνις Γεωργιάδης, ο Βασίλης Κικίλιας, η Ελίζα Βόζενμπεργκ, ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο δικηγόρος Βασίλης Καπερνάρος, οι δημοσιογράφοι Γιώργος Παπαχρήστος, Γιάννης Πρετεντέρης, Παναγιώτης Λάμψιας, Γιώργος Παπαδάκης, Τάκης Χατζής, Παύλος Τσίμας, Αγγελική Νικολούλη, η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου, ο Νίκος Ευαγγελάτος με την Τατιάνα Στεφανίδου. Από τους πρώτους έφθασε στον ιερό ναό ο Λάκης Λαζόπουλος. Εκεί είναι ο δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος, ο Θέμης Σοφός με τη σύζυγό του Σταματίνα Τσιμτσιλή.
—σύννεφο με παντελόνια…
Οι αποχαιρετισμοί δεν ταιριάζουν στους πολεμιστές, ούτε τα “καλό παράδεισο” και “καλό ταξίδι” που ο Θέμος θα τα έσβηνε με τη μια ως αδιανόητα κλισέ. Προφανώς γιατί ήξερε ότι οι μεγάλες μάχες ή οι μεγάλοι έρωτες, όπως αυτός που μας έδεσε και μας δένει μαζί του και με την εφημερίδα εδώ και 14 χρόνια, δεν τελειώνουν επειδή η άδικη μοίρα και αρρώστια το αποφάσισαν.
Μπορεί σήμερα να τον αποχαιρετάμε αλλά ο Θέμος είναι εδώ, δίπλα μας και μας ρωτάει, για μια ακόμα φορά, “Κανένα Θέμα;” αφού κανένα ποτέ δεν του έφτανε ή ξεψαχνίζει κάποιο κείμενο έχοντας μπροστά του τρία ζευγάρια κοκάλινα γυαλιά, δυο κουτάκια κόκα κόλα, κάποιο ακόμα αναμνηστικό του Ολυμπιακού, πίτες ή γλυκά για κέρασμα σε όποιον τύχει να μπει στο πάντα ανοιχτό για τον καθένα γραφείο του.
Με τον γνωστό τρόπο των παλιών δημοσιογράφων από αμερικανική ταινία-κοτλέ σακάκια, αθλητικά, παντελόνια με το ένα πατζάκι να κρέμεται πάντα σε σχέση με το άλλο-και ανάμεσα σε ψίχουλα και μια στοίβα από περιοδικά και εφημερίδες ο Θέμος ανέκαθεν ζητούσε ακόμα ένα θέμα, ακόμα μια καλύτερη ιδέα, ακόμα μια άποψη, εμμονικά, με κάθε τρόπο. Γιατί αν δεν υπήρχαν οι εμμονές, δηλαδή αυτή η ακατέργαστη πίστη σε οτιδήποτε μπορεί να ξεπερνάει τα όρια ή να υπερβαίνει ακόμα και εμάς τους ίδιους, δεν θα υπήρχε το “Πρώτο Θέμα”. Ή μάλλον καλύτερα, δεν θα υπήρχε αυτό το παράξενο σύμπαν από τους τρελούς και αλλόκοτους που μαζευτήκαμε για να αλλάξουμε τον τρόπο που φτιάχνονται οι εφημερίδες, έξω από ιεραρχίες και όρια, με έναν αυτοσχέδιο αλλά απόλυτα δημιουργικό τρόπο που άφηνε άφωνο οποιοδήποτε προσπαθούσε να το εξηγήσει.
Ακόμα και τώρα είναι δύσκολο να καταλάβουν γιατί αποχαιρετάμε έναν φίλο και όχι έναν αφεντικό, έναν δικό μας άνθρωπο και όχι έναν εκδότη. Για όλους εμάς, όμως, τους κατοίκους του γαλατικού χωριού, ο Θέμος ήταν ένας Παροναμίξ που μας είχε πείσει με το μυστικό φίλτρο του πως η δημοσιογραφία δεν είναι δουλειά, ούτε επάγγελμα αλλά ένας μυστικός τρόπος να ζεις την περιπέτεια που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει.
Αντί στεφάνων, παράκληση της οικογένειας του Θέμου Αναστασιάδη είναι όσοι το επιθυμούν να ενισχύσουν το έργο του πνευματικού κέντρου στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους στον Κότρωνα Λακωνίας (τράπεζα Πειραιώς υποκατάστημα Γυθείου, με αριθμό λογαριασμού: GR5601725320005532083171758).
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τις μέρες του Αγίου Βαλεντίνου του 2005 μαζί του σε ένα παλιό διώροφο της Αποστόλου Παύλου σε μικρά τότε, χωρίς διακόσμηση γραφεία αλλά με φλεγόμενο ταμπεραμέντο αυτό το ταξίδι.
Γνωρίσαμε φουρτούνες, είδαμε το καράβι σχεδόν να απειλείται από τεράστια βράχια-αυτά της εξουσίας, των μεγαλοεκδοτών, των ‘ενάρετων’, και των βολεμένων-είδαμε να κατασκευάζονται ψεύτικα σενάρια εν μια νυχτί αφού όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως ήθελαν κλειστό το “Πρώτο θέμα”-και φιμωμένο τον εκδότη του. Μόνο που δεν υπολόγισαν ότι ο τελευταίος δεν δέχτηκε ποτέ για τον εαυτό του αυτόν τον τίτλο αφού βρέξει χιονίσει-κυριολεκτικά όταν τρέμοντας από το κρύο περίμενε στα εκτυπωτήρια να δει το πρώτο φύλλο του Πρώτου θέματος το 2005 που θα γινόταν ανάρπαστο-φρόντιζε να είναι παρών σε κάθε φάση της παραγωγής της εφημερίδας ή να περιφέρεται στα γραφεία ρωτώντας την άποψη μας για τα θέματα.
Αυτή ήταν η αγωνία του, όπως και το να γουστάρουμε τρελά-ποτέ αρκετά- αφού το ελάχιστο ή η μετριότητα απουσίαζαν διαρκώς από το λεξιλόγιο του. Δεν άντεχε το βόλεμα, τη ρουφιανιά, το “δημοσιουπαλληλίκι”, και τους ανθρώπους χωρίς πάθος. Αμετανόητος Γοργίας, φετιχιστής του λόγου, απίστευτος γραφιάς και λάτρης των κειμένων ο Θέμος ήταν πάνω απ όλα δημοσιογράφος-φανατικός οπαδός μιας αναρχίας που περνούσε από το στόμα και γινόταν λέξη και κάθε λέξη μια βέργα μεταλλική, έτοιμη να χτυπήσει οποιοδήποτε καρεκλοκένταυρο και αλαζόνα. Γι αυτό και άκουγε με προσοχή οποιαδήποτε ιδέα μας ερχόταν στο κεφάλι αρκεί να μην υπέπιπτε στο ύψιστο αμάρτημα του δημοσιογραφικού κλισέ. Ο παράδοξος, αποσυνάγωγος τρόπος της σκέψης που ακόμα και σήμερα ακολουθούμε, επέβαλλε ακριβώς τα αντίθετα από όσα πίστευε- και αυτό προφανώς είναι το μυστικό του “Πρώτου Θέματος” και ο λόγος που μας κρατάει όρθιους και μονίμως σε εγρήγορση με κάθε τίμημα.
Παρότι κάναμε λάθη, αδικήσαμε, ανέκαθεν προσπαθούσαμε το μοναδικό μας μέτρο και κριτήριο να είναι το “ξεψάχνισμα” οποιουδήποτε δεδομένου ή ανατροπή οτιδήποτε θεωρούταν εμφανές και λογικό. Μόνο το αντίστροφο είχε σημασία και αυτό γινόταν “έξω από το κουτί”, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί, και χωρίς ωράρια αφού αυτά ήταν ψιλά γράμματα και αφορούσε μόνο την υπαλληλική νοοτροπία και όχι τη δημοσιογραφία. Εννοείται πως όλοι έχουμε επιστρέψει μεταμεσονύχτια για να ελέγξουμε κάποιο θέμα ή απλώς-και κυρίως το δεύτερο-να κουτσομπολέψουμε με το Θέμο επειδή είχε αυπνία.
Ενίοτε τα ξενύχτια συνοδεύονταν και από θεματικά “πάρτυ”-όπως συνήθως βαπτίζαμε τις επιθέσεις των μεγαλεκδοτών, πολιτικών ή τα μεγάλα γεγονότα: στο γραφείο τότε κατέφθαναν πίτσες, σουβλάκια ή και γενναίες δόσεις από γουρουνόπουλα-όπως συνέβη με εκείνο το αδιανόητο τσιμπούσι, ύστερα από μια ακόμα νίκη μετά τη μετά την πρόσκαιρη μεταβίβαση του “Πρώτου Θέματος” στον Μπόμπολα- συνοδευόμενα από δίλιτρες κόκα κόλες, σπράιτ ενίοτε και από κόκκινο Johnny Walker για τους πιο ντερμπεντέρηδες. Τα φιλέματα και οι αγκαλιές ήταν ο μοναδικός τρόπος του Θέμου να πει ευχαριστώ ή συγγνώμη κάθε φορά που θα γινόταν απαιτητικός ή απόλυτος. Γιατί τη φωνή δεν την ύψωνε ποτέ, ούτε προσέβαλλε έχοντας τον δικό του τρόπο αυτόν της ευγένειας και του χιούμορ να σε πείθει ή να σε σκοτώνει. Ή και να σε κάνει να αντέχεις αφού όλοι μας έχει χρειαστεί να γράψουμε πάνω από 10.000 λέξεις εν μια νυχτί ή να (ξανα)γράψουμε ένα κείμενο γιατί απλώς φαινόταν μπαγιάτικο: ίσως ο Θέμος να έχει σπάσει το ρεκόρ Γκίνες αλλαγής εξωφύλλου: 13 φορές μέσα σε ένα βράδυ.
Τα επικά ξενύχτια της Παρασκευής, δηλαδή του κλεισίματος την ώρα που άλλοι δημοσιογράφοι ξεκουράζονται με τα παιδάκια τους ή γλεντάνε στα μπουζούκια, συνιστά άγραφο νόμο για το “Πρώτο Θέμα”, επιβεβλημένο σε όποιο νομίζει πως η δημοσιογραφία είναι απλώς επάγγελμα ή λειτούργημα, όπως υπαγορεύει κάποιο κλισέ. Αντίθετα, για τον Θέμο που λάτρευε τη θάλασσα και για όλους εμάς είναι ένα υπέροχο αλλά περιπετειώδες ταξίδι ή μια φρενήρης κούρσα με απότομους γκρεμούς-αλλά συνάμα απόλυτα συναρπαστικό μέχρι τέλους. Γι αυτό δεν έπρεπε και δεν πρέπει κανείς μας να θεωρεί εαυτόν πετυχημένο αφού κάθε ρεπορτάζ που γραφόταν ήταν ήδη παρελθόν ενώ η επικαιρότητα ήταν κάτι που δεν βλέπουμε. Τα θέματα δεν έπρεπε να είναι μόνο φρέσκα ή μη βαρετά αλλά να καίνε και να ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Ο Θέμος σιχαινόταν τα ειδησεογραφικά κείμενα και, όπως ακριβώς οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ήθελε να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και να βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή. Ή να αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν έχει φανταστεί. Έχει τύχει να κάνουμε πολύωρη σύσκεψη και αυτός, ζωγραφίζοντας αεροπλανάκια στο χαρτί και απαξιώνοντας να σχολιάσει τις βαρετές προτάσεις μας, να μη δέχεται κανένα θέμα. Μέχρι που κάποια στιγμή του ανέφερα, πιο πολύ για να πω κάτι, το Φεστιβάλ στις Πρέσπες όπου είχε εμφανιστεί τότε η Πρωτοψάλτη. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, του ανάφερα και την παρουσία γνωστής υπουργού που φορούσε κόκκινα γάντια: “Αυτό είναι θέμα!” μου είπε σαν να ξύπνησε από λήθαργο: “Τα κόκκινα γάντια της Υπουργού”. Προφανώς δεν αναφερόταν στην νυχτερινή της εμφάνιση που δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην ανάγκη της συμβολοποίησης οποιαδήποτε λεπτομέρειας που στα μάτια του αδιάφορου ή του αδαούς περνούσε απλώς απαρατήρητη ενώ σήμαινε πολλά για την ουσία και τον χαρακτήρα.
Εννοείται βέβαια ότι, όπως συμβαίνει στις καλύτερες οικογένειες, δεν ήταν όλα ιδανικά, οι δυσκολίες ήταν πολλές, οι κόντρες ακόμα περισσότερες αλλά υπήρχε κάψα, διάθεση και μια πίστη στους άγραφους κανόνες ενός clan που μπροστάρης του ήταν ο Θέμος. Το παράδειγμα της δικής του ζέσης και ανάγκης στο να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και να καιγόμαστε για κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα μας κράτησε και μας κρατά ενωμένους, παρά τις τεράστιες διαφορές. Από τον απλό γραφίστα που τσίταρε κάθε νέο σύνθημα για τον Ολυμπιακό του μάθαινε-πού είσαι ρε Βασίλη;-μέχρι τη γλυκιά και προσηνή γραμματέα του-α ρε Μαίρη-που φρόντιζε να μας κρατά ήρεμους και ευχαριστημένους.
Ακόμα και όταν οι διαφορές ήταν τεράστιες, όπως με την περίπτωση μου που έφερε τη σφραγίδα της αναρχοκομμουνίστριας” όπως μου έλεγε ή τέλος πάντων πιστής οπαδού οποιουδήποτε αναρχικού και αποσυνάγωγου, υπήρχε άπλετος χώρος και τρόπος να εκφραστεί. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, όπου παρότι όλη η σύσκεψη είχε εκφραστεί εντελώς αντίθετα και ο ίδιος με είχε καλέσει να έρθω “στα συγκαλά” μου επειδή τον υποστήριζα, τελικά ανατέθηκε σε μένα, προς έκπληξη όλων, η συγγραφή ενός πολυσέλιδου κειμένου: “Πες ο,τι θες και όπως θες, αρκεί να είναι καλογραμμένο”. Και αυτή είναι η απάντηση σε οποιοδήποτε θεωρεί πως εμείς παίρνουμε γραμμή ή υπακούμε σε ιδεολογικά πλαίσια που έχουν μάθει οι υποταγμένοι στα κόμματα και στις σέκτες. Μπορούσες να έχεις τεράστιες πολιτικές διαφωνίες μαζί του-τόσο εγώ, όσο και πολλοί συνάδελφοι-αλλά μπορούσες, όπως από αυτή τη σελίδα, αυτή τη γωνιά, αυτό το blog να την εκφράσεις.
Όταν είχε γραφτεί ένα διαστρεβλωτικό δημοσίευμα για την αγαπημένη μου Λένα Κιτσοπούλου, είχα ζητήσει να γράφω καθημερινά blog όπου την υποστήριζα φανατικά ενώ όταν ο Θέμος είχε πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία που δεν άρεσε στον τότε κριτικό κινηματογράφου Τάσο Θεοδωρόπουλο του είχε επιτρέψει να δημοσιεύσει την αρνητική κριτική του όπου τον έθαβε ανελέητα. Μάλιστα συνοδευόταν και από την ειρωνική επισήμανση: “Εγώ Αλμπανό κριτικό κινηματογράφου, δεν μιλάει καλά ελληνικά, βλέπει ταινίες, αγκαμπάει αφεντικό”. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άλλο εκδότη που να επέτρεπε σε δημοσιογράφο να αφήνει ανεξέλεγκτη την ανελέητη ορμή του να σαρώνει το κάθετι-ακόμα και τον ίδιο το αφεντικό του.
Και όμως ο Θέμος το έκανε: μας έβαζε να αμφισβητούμε τις ιδέες μας, τον εαυτό μας, τα δεδομένα, να ψάχνουμε το επόμενο θέμα, να επιστρατεύουμε όλα τα μέσα, να παθιαζόμαστε, να διαβάζουμε (απαραίτητα) όλο τον ελληνικό και ξένο τύπο, και να ζούμε την περιπέτεια της αναζήτησης απόλυτα και μέχρι τέλους. Άλλοτε χρειάστηκε να κοιμηθούμε στο μικρό καναπέ του για να αντέξουμε ή να κουβαλάμε μαζί μας, άπλυτοι και ελεεινοί, δεύτερες αλλαξιές ρούχα τρώγοντας πλαστικά σάντουιτς από το μηχάνημα, ειδικά τις δύσκολες μέρες του 2008 όποτε μείναμε οχυρωμένοι στα γραφεία επιστρατευμένοι σε έναν ακόμα πόλεμο ενάντια στην εφημερίδα σε καιρό ειρήνης (κάποια στιγμή θα περιγράψουμε, εν καιρώ, πως κατασκευάστηκε, όταν το Πρώτο Θέμα ήταν πρώτο με τεράστια διαφορά απο τις υπόλοιπες εφημερίδες, εκείνη η υπόθεση’).
Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ζήσει επιθέσεις, από όλα τα σχήματα και τις μορφές τις εξουσίας αλλά παρ’όλες τις περιπέτειες, μείναμε εκεί κυνηγώντας τους πολιτικούς και τους σίγουρους με κάθε τρόπο-ακόμα και αδικώντας αρκετούς μέσα στην ορμή μας. Πάντοτε, όμως, επιμέναμε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι θέσεις αλλά η ξέφρενη περιπέτεια που ο Θέμος δεν μας την έμαθε αλλά μας έκανε να τη χαιρόμαστε, όσο καμία, περισσότερο από τον καθένα.
Για εμάς λοιπόν είναι και θα παραμείνει πάντα ένα “σύννεφο με παντελόνια”, όπως έλεγε και ο σύντροφος-που χτυπήθηκε από παντού ειδικά από το κομμουνιστικό καθεστώς- Μαγιακόφσκι: “Κάτω ο έρωτάς σας, κάτω η τέχνη σας, κάτω το καθεστώς σας, κάτω η θρησκεία σας” επέμενε ο ποιητής. Κάπως έτσι θα συνεχίσουμε και εμείς, Θέμο, μέχρι τέλους.