Ένα τραμ που έκανε την απόσταση Αθήνα – Φάληρο σε μιάμιση ώρα και κατέβαζε τους επιβάτες να το σπρώξουν στις ανηφόρες. Η καπνιά τους έκανε κατάμαυρους, αλλά αυτοί ήταν ευτυχέστατοι αφού η Ελλάδα είχε γίνει Ευρώπη.
Ας μεταφερθούμε σήμερα σε μια παλιά και όμορφη –στα σημερινά μας μάτια- εποχή, όπου οι λίγες χιλιάδες κατοίκων της Αθήνας έμαθαν ότι εντός των ημερών θα μπορούσαν να πάνε ως το Φάληρο όχι με άμαξα, αλλά με τραμ. Ήταν το 1887 και από καιρό η Βελγική εταιρεία Laminoirs έστρωνε τις ράγες, πάνω στις οποίες θα πατούσε το περιβόητο και πολυδιαφημισμένο αυτό όχημα Οι Βέλγοι αυτοδιαφημίζονταν ως οι εξπέρ του είδους, αφού όπως έλεγαν είχαν ήδη γεμίζει με τραμ τις ζούγκλες της κεντρικής Αφρικής όπου βρίσκονταν οι αποικίες τους.
Οι Αθηναίοι ήξεραν ήδη το τραμ, αφού λειτουργούσε κιόλας επτά χρόνια στην πόλη, από το 1880. Τα Πατήσια, οι Αμπελόκηποι, το Ζάππειο, το Γκάζι, ο Κεραμικός, η Ιπποκράτους και η Αχαρνών είχαν ήδη σύνδεση με την Ομόνοια. Όμως αυτό το αστικό τραμ που ήξεραν και χρησιμοποιούσαν ήταν ιππήλατο. Τα βαγόνια που ήταν 16 θέσεων προχωρούσαν χάρις σε τρία άλογα που τα έσερναν πάνω στις ράγες. Η Laminoirs είχε φέρει γι αυτό το λόγο 600 μικρόσωμα και νευρικά άλογα από τη Μικρά Ασία που έσερναν τα βαγόνια στους Αθηναϊκούς χωματόδρομους.
Όμως αυτό το τραμ που θα συνέδεε το Παλιό και Νέο Φάληρο με την οδό Ακαδημίας στην Αθήνα, ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν ατμοκίνητο. Και μόνο αυτή η ιδέα συνέπαιρνε τους Αθηναίους. Η μικρή Ελλάδα γινόταν προηγμένη Ευρώπη. Οι ράγες είχαν στρωθεί από την Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Αμαλίας, Θησέως και μέσω της Καλλιθέας έφτανε Τζιτζιφιές και μετά Παλιό και νέο Φάληρο. Τα δυο Φάληρα τότε έσφυζαν από ζωή. Δεκάδες κέντρα αναψυχής, ταβέρνες και ζαχαροπλαστεία περίμεναν τους Αθηναίους για να κάνουν το μπάνιο τους και τη βόλτα τους.
Το ατμοκίνητο τραμ είχε σε κάθε δρομολόγιο 5 έως 7 βαγόνια, ανάλογα με τη ζήτηση εισιτηρίων. Τα κλειστά χειμωνιάτικα είχαν 24 θέσεις και τα ανοικτά καλοκαιρινά 28, ενώ τα τραβούσε μια μηχανή που δούλευε με κάρβουνο. Ήταν τόσο αργό, που το ταξίδι κρατούσε μιάμιση ώρα, αλλά οι τότε Αθηναίοι το θεωρούσαν ταχύτατο. Ειδικά στις ανηφόρες έπεφτε τόσο η ταχύτητα του, που έμοιαζε να σέρνεται, ενώ αν είχε πολλούς επιβάτες, οι θερμαστές κατέβαζαν τους επιβάτες για να το σπρώξουν ώστε να περάσει τα δύσκολα υψώματα κι έπειτα τους ξανανέβαζε για να ορμήσουν στην κατηφόρα. Εξ’ ου και η ονομασία του «κωλοσούρτης».
Το άλλο μαρτύριο για τους επιβάτες και ειδικά τα καλοκαίρια με τα ανοικτά βαγόνια ήταν ότι η καπνιά που άφηνε το φουγάρο της μηχανής πήγαινε πάνω τους. Τα περίφημα «ανθρακομόρια» έλουζαν τους ανθρώπους. Έγραφε σ’ ένα χρονογράφημα του ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς το 1887: «Τα μύρια ως βροχή λεπτή και επί των οφθαλμών εφορμώντα ανθρακομόρια, καθ’ ων ουκ έστιν άμυνα , ουδέ σωτηρία. Αυτά μεταβάλουσι τους λευκούς επιβάτας εις μαύρους της Γουινέας, τας δε λευκάς Ατθίδας εις μελαμψάς Αθιγγανίδας. Όταν ο συρμός φθάσει ποτέ συν Θεώ –εάν φθάσει- εις Φάληρον, τότε νομίζει τις ότι είναι το τραίνο των Ινδιών, όπερ μεταφέρει τους μαύρους δούλους δια την φόρτωσιν και αποσυολή της ορύζης εν’ Βομβάη».
πηγή: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ / newsit.gr