Η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΒΟ) θα μπορούσε να είναι σήμερα η όνομα και πράγμα βαριά βιομηχανία της χώρας…
Σε μια χώρα που σε σχέση με τον προϋπολογισμό της δαπανά πολύ μεγάλα ποσά ετησίως για την αμυντική θωράκισή της, η ιδέα να στηριχτεί (και) στις δικές της δυνάμεις σε ότι αφορά την παραγωγή οπλισμού, θα μπορούσε να μεταφραστεί σε κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Αλλά επειδή η χώρα αυτή είναι η… Ελλάδα, το μεγαλεπήβολο εγχείρημα της κατασκευής δικών της όπλων, αντί να ωφελήσει τα κρατικά ταμεία και να δημιουργήσει υπεραξία, εξελίχθηκε σε παροιμιώδη αποτυχία, επιβαρύνοντας διαχρονικά τον Έλληνα φορολογούμενο. Πέρα από τον τουρισμό που λαμβάνει σημειολογικά τον σχετικό τίτλο, η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΒΟ) θα μπορούσε να είναι σήμερα η όνομα και πράγμα βαριά βιομηχανία της χώρας, αν οι παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης δεν είχαν εκτροχιάσει και αυτό το project.
H EBO AE ιδρύθηκε το 1977 προκειμένου να συμβάλλει στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, την πλήρη αυτάρκεια στους τομείς του ατομικού οπλισμού, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το Σεπτέμβρη του ’77 υπεγράφη η Σύμβαση του Δημοσίου με τη γερμανική εταιρία HECKLER UND KOCH που προέβλεπε την παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος παραγωγής στην Ελλάδα του τυφεκίου G3, την απαραίτητη τεχνική βοήθεια (Know-how), την προμήθεια των αναγκαίων μηχανημάτων, την εγκατάσταση και λειτουργία τους, την εκπαίδευση του ελληνικού τεχνικού προσωπικού και την ανάληψη της τεχνικής διεύθυνσης για τα δύο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του εργοστασίου στο Αίγιο.
Αρχικά η επιχείρηση στήθηκε σε πολύ υγιείς βάσεις. Οι παραγωγικές δομές της αναπτύσσονταν και στηρίζονταν στην καλή εφαρμογή εισαγόμενων μεθόδων παραγωγής και στην καλή εκτέλεση έτοιμων κατασκευαστικών σχεδίων που προετοίμασαν οι ξένοι πωλητές της αναγκαίας τεχνογνωσίας για την παραγωγή και πώληση του προϊόντος στο δημόσιο τομέα, δηλαδή στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η ενδογενής ανάπτυξη προϊόντων πέραν του G3 υπήρξε κάτι παραπάνω από αξιόλογη. Σε επίπεδο παραγωγής η αμυντική βιομηχανία είχε σημαντικές αποδόσεις στο τομέα της παραγωγής, κατασκευής και διάθεσης αμυντικού υλικού αλλά και συστημάτων στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Ορισμένα από τα βασικά έργα της ΕΒΟ ήταν τα εξής: η παραγωγή 110 τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς Προσωπικού «ΛΕΩΝΙΔΑΣ Ι» (παράδοση 1983), η κατασκευή 70 πυροσβεστικών οχημάτων (1984) και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού (ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΙΙ). Η κατασκευή 5.000 οχημάτων τζιπ Mercedes 240 GD και 102 οχημάτων φορέων του αμερικανικού αντιαεροπορικού συστήματος Patriot κατασκευής Raytheon (παράδοση 1999-2004) και η παραγωγή αντιαρματικού πυραύλου ΑΡΗΣ-IV, που εγκαταλείφθηκε.
Το πιο φιλόδοξο project ήταν η κατασκευή του αντιαεροπορικού συστήματος Artemis-30, το οποίο ωστόσο εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ για την επιχείρηση. Η Ελλάδα παρήγαγε δικό της αντιαεροπορικό όπλο, ωστόσο τους αρχικούς διθυράμβους κατά την παρουσίασή του διαδέχτηκε η απαξίωση. Το πρόγραμμα Α-30 χαρακτηρίστηκε από κακοδιαχείριση και άκρως ζημιογόνα πορεία. Η εταιρία υποθήκευσε το μέλλον της με αγορές εξοπλισμού, δαπάνες έργων υποδομής, προμήθειες πανάκριβων προϊόντων εξωτερικού για τα οποία δανειοδοτήθηκε και υπερχρεώθηκε χωρίς αντίκρισμα, λόγω της μη εκτέλεσης του προγράμματος στους προβλεπόμενους χρόνους και της εισροής αντίστοιχων κεφαλαίων. Η συγκέντρωση της εταιρίας στο συγκεκριμένο πρόγραμμα με τη διάθεση του συνόλου σχεδόν των οικονομικών πόρων της την εξέτρεψε από άλλες κατευθύνσεις ανάπτυξης και βιομηχανοποίησης προϊόντων συναφών των δραστηριοτήτων της.
Η ελληνική «πατέντα» των πυροβόλων 30 χιλιοστών που διέκρινε το Άρτεμις έκρυβε πίσω της υψηλή τεχνολογία και είχε πολλά πλεονεκτήματα και καινοτομίες. Το αντιαεροπορικό πυροβόλο έχει μεγάλη ταχυβολία, ικανοποιητική ακρίβεια και βεληνεκές, που επιτρέπουν την προσβολή στόχων σε χαμηλά και πολύ χαμηλά ύψη, καθώς και την αντιμετώπιση επίγειων στόχων. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι προσπάθειες ξένων πρακτόρων να πάρουν τα απόρρητα σχέδιά του στο τέλος κάποιοι εκ των ανταγωνιστών κατάφεραν να αντιγράψουν τα πυροβόλα, να τα κατασκευάσουν και να τα πουλήσουν κιόλας!
Η ΕΒΟ ωστόσο πούλησε μόνο 60 κομμάτια (αντί 40 δισ. δραχμών) στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το 1993, καθώς υπήρχαν λειτουργικά προβλήματα που δεν λύθηκαν ποτέ. «Η επιχειρησιακή ένταξη και η απόδοσή του ήταν τέλεια», παραδέχονταν οι χρήστες, ωστόσο δεν αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ενός συνολικού προγράμματος που θα συνέδεε το όπλο με ένα κεντρικό σύστημα Ελέγχου Πυρός. Με απλά λόγια δεν κατέστη εφικτό να έχει εικόνα ο χειριστής της μονάδας από ένα σύστημα ανίχνευσης – εγκαίρου προειδοποίησης που θα κατευθύνει τα πυρά του και να μην περιμένει να δει με τα μάτια του τον επερχόμενο κίνδυνο (αεροσκάφος) στα 3 χιλιόμετρα.
Η αποτυχία του… επιτυχημένου Άρτεμις ήταν η αρχή του τέλους για την ΕΒΟ. Με εξαίρεση την περίοδο 1987-1988 οι πωλήσεις της αμυντικής βιομηχανίας είχαν πτωτική πορεία μέχρι την ουσιαστική διάλυση της. Η ΕΒΟ και η ΠΥΡΚΑΛ (ο κύριος προμηθευτής πυρομαχικών των Ελληνικών Eνόπλων Δυνάμεων) άρχισαν να έχουν πολύ μεγάλη οικονομικά ελλείμματα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, με συνέπεια την εγκατάλειψη έργων. Η συνεχής οικονομική επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου και η κάλυψη των ελλειμμάτων από τα δημόσια ταμεία κορυφώθηκε την περίοδο 2000-2010.
Η συγχώνευση των ΕΒΟ και ΠΥΡΚΑΛ από την οποία προέκυψε η ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα) το 2004 δεν έδωσε λύση στο πρόβλημα. Το ίδιο συνέβη με την ΕΛΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων) και την ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία), που επίσης διακρίθηκαν για την υψηλή τεχνογνωσία τους και είχαν πολύ σημαντική συνεισφορά στη συντήρηση πολεμικού υλικού. Η ΕΑΒ μάλιστα είχε καθιερωθεί σε διεθνές επίπεδο ως μία αξιόπιστη μονάδα με αρκετές αναλήψεις έργων, ιδίως στη Μέση Ανατολή (πρόγραμμα συντήρησης Αιγυπτιακών C-300).
Ορισμένα λαμπρά μυαλά εργάστηκαν και καινοτόμησαν, πολλοί τεχνικοί δούλεψαν με αίσθημα ευθύνης όμως οι βιομηχανίες αυτές επιχορηγήθηκαν με τεράστια ποσά, έγιναν χώροι κομματικής εκμετάλλευσης και προσλήψεων με ψηφοθηρικά κριτήρια. Σπάταλη διαχείριση, πολιτικές παρεμβάσεις, έλλειψη αξιοκρατίας και προπάντων αποφάσεις πολλές φορές με γνώμονα αντίθετο με το εθνικό συμφέρον χαρακτήρισαν τη μίζερη πορεία τους, που ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την επιστημονική κατάρτιση του προσωπικού τους και τις σύγχρονες εγκαταστάσεις.
Σήμερα, η κατάσταση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας απηχεί σε απλήρωτους υπαλλήλους, ρημαγμένες εγκαταστάσεις και υπό εκκαθάριση επιχειρήσεις.
Η ΕΛΒΟ βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης από το 2014. Το 2017, δύο προσπάθειες πώλησής της σε ιδιώτες απέτυχαν, η δε δεύτερη χωρίς αγοραστή, έστω και στο τίμημα των €10 εκατομμυρίων. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να επιδιώκει την ιδιωτικοποίησή της και πρόσφατα εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για την περίπτωση της. Ανάλογη είναι η κατάσταση στην ΕΑΣ, την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να σώσει με ό,τι μέσο μπορεί, αρχικά δε από το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των G3 του ΕΣ.
Ακόμα και σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα ωστόσο, υπάρχουν ικμάδες φωτός, καθώς η ποιότητα των όπλων ελληνικής κατασκευής είναι γνωστή στο εξωτερικό και παρατηρείται το εντελώς παράδοξο φαινόμενο εταιρίες που έχουν ουσιαστικά… χρεοκοπήσει να συνεχίζουν τις εξαγωγές, ενώ εξακολουθούν φυσικά να τροφοδοτεί με ελαφρύ οπλισμό (από πυρομαχικά έως εξοπλισμό νυχτερινής όρασης και αλεξίσφαιρα γιλέκα) τον ελληνικό στρατό.
Η ΕΑΒ συμμετέχει σε σημαντικά ευρωπαϊκά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης εξελιγμένων αεροπορικών συστημάτων, κυρίως δε στον τομέα των μη επανδρωμένων εναερίων οχημάτων και αυτόνομων εναερίων οχημάτων. Η ΕΑΣ έχει συμβάσεις πώλησης πυρομαχικών με διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, ενώ η αντικατάσταση των οχημάτων τύπου STAYR στον Ελληνικό Στρατό και ο εκσυγχρονισμός των τυφεκίων G3 δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ΕΛΒΟ και την ΕΑΣ.
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό που οραματίστηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπάρχουν όμως ακόμα κάποια περιθώρια για να επιστρέψει στη «ζωή», αν απαγκιστρωθεί από τον κρατικοδίαιτο έλεγχο και ανασυσταθεί πάνω σε βάσεις υγειούς επιχειρηματικότητας.