Το πιο διαδεδομένο υλικό του πλανήτη κρύβει θανάσιμους κινδύνους για το περιβάλλον.
Πράσινο και μπλε. Κι όμως αυτά δεν είναι πια τα δύο μόνο χρώματα που χαρακτηρίζουν τον πλανήτη. Σήμερα έχει μπει και το γκρι στην παλέτα της Γης. Ο άνθρωπος εξαρτάται κανονικά από το τσιμέντο: το υλικό που χρησιμοποιείται περισσότερα από κάθε άλλο, αν εξαιρεθεί το νερό, αυτό για το οποίο πολύ πρόσφατα αρχίσαμε να μαθαίνουμε τους κινδύνους που κρύβει. Για να πάρεις μία ιδέα σχετικά με το πόσο τσιμέντο παράγεται καθημερινά, απλά σκέψου ότι αρκεί για να καλύψει ολόκληρη την Αγγλία.
Αν η τσιμεντοβιομηχανία ήταν χώρα, θα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη” διαβάζει κανείς σε πρόσφατο άρθρο της Guardian. “Με 2,8 τόνους, μόνο η Κίνα και οι Η.Π.Α παράγουν περισσότερο”. Για να είμαστε πιο ακριβείς, στο τσιμέντο οφείλεται το 8% ετησίως των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και κατ’ επέκταση αλλάζουν το κλίμα της Γης.
Από την άλλη πάλι, το τσιμέντο αποτελεί κυριολεκτικά τη βάση για τις σύγχρονες κοινωνίες: είναι η σκεπή πάνω από το κεφάλι εκατομμυρίων ανθρώπων, δίνει τη δυνατότητα να φτιάχνουμε άμυνες ενάντια σε φυσικές καταστροφές, αποτελεί το βασικό υλικό με το οποίο κτίζουμε νοσοκομεία και σχολεία. Χωρίς αυτό, ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε σήμερα δεν θα μπορούσε να αγγίξει τα επίπεδα υγείας και ασφάλειας των δυτικών κοινωνιών. Ο ειδικός επιστήμονας, Vaclav Smil, υπολογίζει, για παράδειγμα, ότι αν τα “χωμάτινα” πατώματα στις φτωχογειτονιές του πλανήτη γίνονταν τσιμεντένια, θα υπήρχε μείωση στις μολυσματικές ασθένειες κατά 80% περίπου.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, το υλικό αυτό καλύπτει τεράστιες εκτάσεις από εύφορα εδάφη και πνίγει ποτάμια μαζί με την πανίδα τους. Παράλληλα, και σε ένα περισσότερο φιλοσοφικό πλαίσιο, έχει γίνει ένα δεύτερο δέρμα για τους ανθρώπους που τους απομακρύνει από το φυσικό περιβάλλον.
Ακριβώς όπως έγινε με το πλαστικό, έτσι και με το τσιμέντο, δεν είναι πολύς ο καιρός που έχουμε αντιληφθεί τις καταστροφικές συνέπειες που φέρνει η εκτεταμένη χρήση του. Φυσικά, υπάρχουν κάποιες διαφορές: από τη μία το τσιμέντο δεν ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους ψαριών που ζουν στους ωκεανούς, δεν δημιουργεί έναν ατέλειωτο σωρό από σκουπίδια· από την άλλη τα δικά του νούμερα κάνουν αυτά του πλαστικού να ωχριούν μπροστά του. Τα τελευταία 60 χρόνια, 8 δισ. τόνοι πλαστικού έχουν παραχθεί· η ίδια ποσότητα τσιμέντου εισβάλλει στον πλανήτη μας κάθε δύο χρόνια.
Η πιο σοβαρή από τις επιπτώσεις είναι ότι καταστρέφει τις φυσικές λειτουργίες όπως τη γονιμοποίηση, την επικονίαση, την παραγωγή οξυγόνου, τον έλεγχο των πλημμυρών κι άλλες.
Χωρίς όλο αυτό το τσιμέντο δεν θα μπορούσαμε να κτίσουμε φράγματα που προστατεύουν ολόκληρες κοιλάδες από το να βυθιστούν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Την ίδια στιγμή όμως, μερικές από τι πιο περιβόητες φυσικές καταστροφές των τελευταίων ετών έχουν προέλθει από την τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε σε αυτό: αντί να κοιτάξουμε να συμβαδίσουμε με τη φύση, πιστέψαμε ότι το τσιμέντο θα μπορέσει να μας προστατέψει από την οργή της. Η καταβύθιση της Νέας Ορλεάνης, μετά τον τυφώνα Katrina, για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας που έδειξε το -καλυμμένο με δρόμους και κτίρια- έδαφος να απορροφήσει το νερό.
Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, η βιομηχανία το τσιμέντου είναι μία από εκείνες που ευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό για τα αέρια που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου (πίσω μόνο από τις βιομηχανίες του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και του κάρβουνου). Έτσι αποτελεί βασική αιτία για τις φυσικές καταστροφές που πλήττουν τις πόλεις μας και από τις οποίες το τσιμέντο δεν μπορεί πια να μας προστατέψει. Σα να μην είναι αυτό αρκετό, το 1/10 της βιομηχανικής κατανάλωσης νερού του πλανήτη οφείλεται σε αυτό, κοντράροντας κατά αυτόν τον τρόπο τις ποσότητες νερού που είναι αναγκαίες για την άρδευση των χωραφιών αλλά και τις ανάγκες σε πόσιμο νερό των κατοίκων!
Τι συμβαίνει όμως στις αστικές περιοχές; Στις πόλεις το τσιμέντο λειτουργεί ως μία παγίδα απορροφώντας την θερμότητα του ηλίου καθώς και της θερμότητας που παράγουν τα αυτοκίνητα και τα κλιματιστικά· κάνοντας την ατμόσφαιρα, μοιραία, ακόμα πιο ζεστή. “Η πιο σοβαρή, αν και λιγότερη φανερή, από τις επιπτώσεις του τσιμέντου είναι ότι καταστρέφει τις φυσικές λειτουργίες στις οποίες και στηρίζεται η ανθρωπότητα: τη γονιμοποίηση, την επικονίαση, την παραγωγή οξυγόνου, τον έλεγχο των πλημμυρών κι άλλες”, διαβάζουμε στηνGuardian. Για να μην είμαστε άδικοι όμως, ο κίνδυνος για την βιοποικιλότητα του πλανήτη έχει να κάνει περισσότερο με τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες της ανθρωπότητας σε έδαφος για καλλιέργεια, στέγαση και βιομηχανία.
Μέχρι σήμερα, πάντοτε, ζυγιάζαμε τους περιβαλλοντικούς κινδύνους σε σχέση με τις ευκολίες που μας προσφέρει το τσιμέντο. Τώρα όμως η ζυγαριά φαίνεται να γέρνει προς τη λάθος πλευρά. Μία διαδικασία που ξεκίνησε την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το τσιμέντο ήταν η πιο απλή λύση για να χτιστούν ξανά οι πόλεις που είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή τσιμέντου είχε φτάσει τα επίπεδα της παραγωγής ατσαλιού. Από τότε μέχρι τις μέρες μας έχει αυξηθεί κατά οκτώ ολόκληρες φορές.
Από το 2003 έως σήμερα, η Κίνα έχει χτίσει τόσο τσιμέντο όσο έχτισαν οι Η.Π.Α καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Στην Ιαπωνία βρίσκουμε μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις εισβολής του τσιμέντου, αφού η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου βάσισε σε αυτό την εξωφρενική οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε μεταπολεμικά, φτιάχνοντας δρόμους, γέφυρες, τούνελ, στάδια, αεροδρόμια· όλα από τσιμέντο. Παράλληλα οι κοίτες των ποταμών και οι βάσεις των λόφων χτίζονταν με το μαγικό αυτό υλικό για να αποφευχθούν οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις. Μία λύση που δεν λειτουργεί πάντα. Το τσουνάμι του 2011 αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα: τα τσιμεντένια αναχώματα που είχαν χτιστεί για να προστατεύσουν τις παράλιες πόλεις (Ishinomaki, Kamaishi and Kitakami) κατέρρευσαν μέσα σε λεπτά προκαλώντας τον θάνατο 16 χιλιάδων ανθρώπων.
Αν η τσιμεντοποίηση δεν μπορεί να μας προστατέψει από τις φυσικές καταστροφές, τότε γιατί τη συνεχίζουμε; Η αλήθεια είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η φύση από μόνη της θα αποτελούσε καλύτερη προστασία (όπως ας πούμε τα μαγκρόβια δάση που απορροφούν τις υπερβολικές βροχές). Κανείς όμως δεν δείχνει, τουλάχιστον στην Ιαπωνία, να το έχει αντιληφθεί: αυτήν την στιγμή το έδαφος της καλύπτεται με τσιμέντο κατά 30 φορές περισσότερο από ότι εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακόμα πιο πρόσφατα, το ίδιο παρατηρείται και αλλού: από το 2003 έως σήμερα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει χτίσει τόσο τσιμέντο όσο έχτισαν οι Η.Π.Α καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το χειρότερο, δε, είναι η σπατάλη που παρουσιάζεται: εγκαταλελειμμένα εμπορικά κέντρα, νεόδμητα αστικά κέντρα που έχουν γίνει πόλεις-φαντάσματα σε ελάχιστο χρόνο, στάδια που παραμένουν σε αχρηστία. Τα δύο πιο τρανταχτά παραδείγματα; To νέο και τεράστιο αεροδρόμιο της περιοχής Λιούλιανγκ εξυπηρετούσε μόλις πέντε πτήσεις τον πρώτο καιρό μετά τα εγκαίνια· αντίστοιχα το διάσημο Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου (γνωστό κι ως η “Φωλιά του Πουλιού”) αποτελεί περισσότερο, σήμερα πια, μία τουριστική ατραξιόν και λιγότερο έναν χώρο όπου πραγματοποιούνται σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις έστω σε τοπικό επίπεδο.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιτέκτονας Yu Kongjian, όλη αυτή η υπερβολή και η σπατάλη δεν προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από το να στραγγαλίζει ένα οικοσύστημα γεμάτο από εύφορα εδάφη, μαγκρόβια δάση και, γενικά, στοιχεία της φύσης που αποτελούν δικλείδα ασφαλείας απέναντι στις καταστροφές. Λειτουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο, η Κίνα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη φιλοσοφία του Ταοϊσμού που διδάσκει την αρμονική συμβίωση με το φυσικό περιβάλλον. Στο όνομα της προόδου και της αστικοποίησης έχουμε αρχίσει να περπατάμε σε έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο: το τσιμέντο, αυτός ο σύμμαχός μας, έχει αρχίσει σιγά σιγά να στρέφεται εναντίον μας.
πηγή: Γιώργος Ρομπόλας / esquire.com.gr